Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης οι Έλληνες λόγιοι εγκατέλειψαν την Ελλάδα και βρήκαν καταφύγιο στη ∆ύση όπου συνέβαλαν µε τη δράση τους στην ευρωπαϊκή αναγέννηση. Πίσω τους άφησαν ένα απέραντο κενό και σκοτάδι πνευµατικό που ονοµάστηκε ελληνικός µεσαίωνας. Κι αυτό γιατί έλειψαν οι
φωτισµένες µορφές που θα διατηρούσαν τη µορφωτική δάδα του έθνους αναµµένη κυρίως στους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας. Η αποκλειστική λοιπόν ευθύνη της µόρφωσης και γενικά της διαπαιδαγώγησης των υπόδουλων Ελλήνων κατά την περίοδο αυτή αφέθηκε στα χέρια της εκκλησίας2 και µάλιστα του κατώτερου κλήρου, ο οποίος διέθετε(;) στοιχειώδη παιδαγωγική και γνωστική επάρκεια. Η έννοια του σχολείου µε τη σηµερινή µορφή ήταν εντελώς άγνωστη και σαν φοίτηση θεωρούνταν η µαθητεία λίγων παιδιών -αγοριών- κοντά σε ένα αυτοσχέδιο δάσκαλοκληρικό που κατείχε µόλις και µετά βίας στοιχειώδεις γνώσεις τα γνωστά
«κολλυβογράµµατα». Τα πρώτα λοιπόν «σχολεία» λειτούργησαν τις νυχτερινές ώρες, µετά την ηµερήσια εργασία στα µοναστήρια και στις εκκλησίες. Ο σκοπός τους ήταν
να εκπαιδεύσουν κυρίως ιερείς και ψάλτες. Η διδασκαλία περιλάµβανε µόνο γραφή και ανάγνωση συναξαριών και άλλων εκκλησιαστικών βιβλίων καθώς και
αποµνηµόνευση προσευχών και ψαλµών. Πρόγραµµα δεν υπήρχε ούτε διδακτική μέθοδος.
Το ενδιαφέρον των υπόδουλων Ελλήνων για τα γράµµατα ήταν περιορισµένο κυρίως λόγω οικονοµικών δυσκολιών και παρά την ανοχή που έδειχνε το τουρκικό κράτος. Η αναγέννηση της ελληνικής εκπαίδευσης φαινόταν να είναι µια πολύ µακρινή και δύσκολη υπόθεση. Θα µπορούσαµε να πούµε γενικά ότι στον ελληνικό χώρο η απόλυτη απαιδευσιά επικράτησε µέχρι και τον δέκατο έβδοµο αιώνα.
Όµως από το 1670 παρατηρήθηκε µια προσπάθεια αναγέννησης της εκπαίδευσης στον ελληνικό χώρο κυρίως µε την επιστροφή κάποιων λογίων από την Ευρώπη, οι
οποίοι µετέφεραν µαζί τους τις ιδέες του ευρωπαϊκού διαφωτισµού. Σπουδαία υπήρξε επίσης η οικονοµική συνδροµή των πλουσίων Ελλήνων εµπόρων των παροικιών της
Ευρώπης προς την κατεύθυνση αυτή. Βέβαια η εκκλησία παρέµεινε και κατά την περίοδο αυτή σηµαντικός φορέας εκπαίδευσης.
Με γνώµονα τις νέες ιδέες της ευρωπαϊκής αναγέννησης και µε πολλές νεωτεριστικές αντιλήψεις ιδρύθηκαν νέα σχολεία πρώτα στα Γιάννενα(1690) και στην Πάτµο(1730)
και κατόπιν σ’ άλλα σηµεία της ελληνικής επικράτειας. Τα σχολεία αυτά έφεραν νέα πνοή και συνέβαλαν στην αναγέννηση της ελληνικής παιδείας
Περιλάµβαναν τρεις κυρίως βαθµίδες, οι οποίες συνυπήρχαν στα περισσότερα. Οι βαθµίδες αυτές ήταν:
α)τα Κοινά Σχολεία. Αποτελούσαν τα δηµοτικά σχολεία. Τα εκκλησιαστικά βιβλία
ήταν κυρίως τα σχολικά εγχειρίδια στα σχολεία αυτά και η µέθοδος διδασκαλίας ήταν η προσωπική ενασχόληση του δασκάλου µε καθένα µαθητή ξεχωριστά.
β)τα Ελληνικά Σχολεία. Αποτελούσαν τον πρώτο κύκλο της δευτεροβάθµιας εκπ/σης.
Είχαν κύριο σκοπό την «Ελληνοπαιδεία», δηλαδή την ενασχόληση των µαθητών µε την αρχαία γλώσσα. ∆ιδασκόταν κυρίως η γραµµατική από εγχειρίδια κυρίως του Κ.
Λασκάρεως ή του Θεόδωρου Γαζή. Γινόταν επίσης ερµηνεία των κειµένων και τεχνολόγηση λέξεων.
γ)Τα Ανώτερα Σχολεία. Αποτελούσαν το δεύτερο κύκλο της δευτεροβάθµιας
εκπαίδευσης. Είχαν διάφορες ονοµασίες όπως Λύκειον, Φροντιστήριον, Ελληνοµουσείον, Παιδαγωγείον, Μουσείον, Ακαδηµία. Χρηµατοδοτούνταν κυρίως
από τις τοπικές κοινοτικές αρχές, από την εκκλησία κι από εύπορους τοπικούς φορείς.
Σ’ αυτά τα σχολεία διδάσκονταν εκτός των άλλων και επιστηµονικά µαθήµατα
(Μαθηµατικά, Φυσική, Χηµεία, Αστρονοµία). Τα σχολεία αυτά άκµασαν κυρίως τα τελευταία χρόνια της προεπαναστατικής περιόδου.
Έτσι το 1702 ιδρύθηκε και στον Τύρναβο σχολείο γνωστό σαν «Σχολή του Τυρνάβου» ή «Ελληνοµουσείο». Ιδρυτής του θεωρείται ο τότε Μητροπολίτης Λάρισας Παρθένιος Β’. Η επιλογή του Τυρνάβου δεν ήταν διόλου τυχαία. Ο Τύρναβος την περίοδο αυτή παρουσίαζε ιδιαίτερη οικονοµική και κοινωνική άνθιση, η οποία οφειλόταν στο εµπόριο του µεταξιού, των βαµβακερών και στη νηµατοβαφή που έκαναν την πόλη αυτή κέντρο εµπορικών δραστηριοτήτων µε το εξωτερικό και την έφεραν σε επαφή µε τις ιδέες του ευρωπαϊκού διαφωτισµού. Στο σχολείο του Τυρνάβου δίδαξαν δάσκαλοι ντόπιοι ή ξένοι που µαθήτευσαν στα περίφηµα σχολεία των Ιωαννίνων. Πληροφορίες για την ίδρυση, επάνδρωση και λειτουργία του πρώτου αυτού προεπαναστατικού σχολείου στον Τύρναβο έχουµε και από τις µαρτυρίες του Κωνσταντίνου Κούµα, δασκάλου του Γένους, ο οποίος µαθήτευσε στο σχολείο αυτό. Το «Ελληνοµουσείο» του Τυρνάβου σύµφωνα µε τον Κ. Κούµα ιδρύθηκε αµέσως µετά την ίδρυση του πρώτου σχολείου στα Ιωάννινα. Να και το σχετικό απόσπασµα: «Μαθηταί των Ιωαννίνων εδίδασκαν εις το Μέτσοβον, εις τα Τρίκαλα, εις την Λάρισαν, εις τον Τίρναβον, εις την Θεσσαλονίκην, εις την Αδριανούπολιν, αι οποίαι πόλεις, µετά τα Ιωάννινα, ίδρυσαν σχολεία. Αλλ’ από τας πόλεις αυτάς, που
υπήρξαν αι φωτειναί εστίαι το αναγεννώµενου Ελληνισµού, εξαίρεται τότε η πολίχνη του Τιρνάβου, της οποίας οι κάτοικοι ίδρυσαν το σχολείον των αµέσως µετά το πρώτον σχολείον των Ιωαννίνων».
Το «Ελληνοµουσείο» στεγάστηκε σε κτίριο δίπλα στο µητροπολιτικό κτίριο –έδρα προσωρινή του µητροπολίτη Λάρισας και στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη που την περίοδο εκείνη ήταν ο µητροπολιτικός ναός του Τυρνάβου. Στο σχολείο οργανώθηκε µικρή σχολική βιβλιοθήκη και σ’ αυτό δίδαξαν επιφανείς κι εγγράµµατοι δάσκαλοι της εποχής εκείνης. Μεταξύ αυτών αναφέρονται: Ο Αναστάσιος Παπαβασιλείου από τα Γιάννενα που ήταν ο πρώτος δάσκαλος και διευθυντής του σχολείου. Ο Αλέξανδρος Τυρναβίτης υπήρξε σχολάρχης και δίδαξε εκεί από το 1742 ως το 1753. Ο Αλέξανδρος Τυρναβίτης ανήκε στον πολύ στενό κύκλο του Καταρτζή, ο οποίος κατά την περίοδο 1780-1790 ήταν ο βασικός εκφραστής της κίνησης για την προάσπιση και χρήση της ζωντανής γλώσσας στα συγγράµµατα και στη διδασκαλία Μάλιστα ο ίδιος ο Καταρτζής στο βιβλίο του «Εγκώµιον Φιλοσόφου» αναφέρει τον «κυρ Αλέξανδρον Τυρναβίτην» µε τα καλύτερα λόγια και τον αποκαλεί «γραµµατικό». Το 1755 ο Αλέξανδρος κλήθηκε στο Βουκουρέστι και τον διαδέχτηκε στο σχολείο ο εξ Αγράφων Ιωάννης. Αλλά κι ο Ιωάννης αναχώρησε για το Ιάσιο το
1766 όπου προσπάθησε να συντάξει το «Μέγα Ελληνικόν Λεξικόν».Τον διαδέχτηκε στο σχολείο του Τυρνάβου ο Λάµπρος Πάσχου που καταγόταν από τα Γιάννενα. Ο Λάµπρος Πάσχου αρχικά φιλοδόξησε να γίνει παπάς και κατόπιν µητροπολίτης ∆ηµητριάδος αλλά απέτυχε στις επιδιώξεις του αυτές . Κατά την διαµονή του στον Τύρναβο γνώρισε την ∆ηµητριάδα, κόρη του ∆ηµητρίου Μανσαρλή και, αφού την παντρεύτηκε, έγινε µόνιµος κάτοικος Τυρνάβου και δάσκαλος του
«Ελληνοµουσείου». Το 1782 ο Λάµπρος Πάσχου πέθανε και τον διαδέχτηκε στο σχολείο ως το 1806 ο Ιωάννης ∆ηµητριάδης Πέζαρος. Ο Ιωάννης ∆ηµητριάδης
Πέζαρος γεννήθηκε στον Τύρναβο. Έµαθε τα πρώτα του γράµµατα στην ιδιαίτερη πατρίδα του µε δάσκαλο τον εξ Αγράφων Ιωάννη και κατόπιν στα Γιάννενα µε δάσκαλο τον Κοσµά Μπαλάνο. Συνέχισε τις σπουδές του στο Άγιο Όρος, στη Αθωνιάδα Σχολή. Αφού δίδαξε στα σχολεία της Τσαριτσάνης και του Λιβαδίου
επέστρεψε στον Τύρναβο για να διδάξει στο σχολείο της πόλης κατόπιν πρόσκλησης που του απηύθυναν οι συµπολίτες του.
Το πλαίσιο της σχολικής δραστηριότητας του Πέζαρου και κατ’ επέκταση του «Ελληνοµουσείου» του Τυρνάβου είχε σαν φιλοσοφική και παιδαγωγική βάση το
παρακάτω διδακτικό σχήµα: «Κάθε πόλη πρέπει να έχει τρεις δασκάλους, οι δυο από τους οποίους θα διδάσκουν τα µαθήµατα των Φυσικών επιστηµών. Ο πρώτος θα
διδάσκει Φιλοσοφία, δηλαδή Λογική, Μεταφυσική, Ηθική, επιστήµες οι οποίες «παιδεύουσι τον άνθρωπον στην πράξη των καλών έργων».Ο δεύτερος θα διδάσκει
Μαθηµατικά και Πειραµατική Φυσική και ο τρίτος Φυσική Ιστορία και Χηµεία (µε εφαρµογή της τελευταίας στις Τέχνες)». Το σχήµα αυτό δεν µπορούσε βέβαια να
εφαρµοστεί αυτούσιο στον Τύρναβο αλλά δείχνει τη διάθεση του Πέζαρου ως προς τη διαµόρφωση του διδακτικού πλαισίου του σχολείου της εποχής του. Ο Πέζαρος
διατηρούσε επίσης κοινόβιο για ξένους και άπορους µαθητές. Στο κοινόβιο φιλοξενούσε δέκα µε δεκαπέντε µαθητές. Από το πρωί µέχρι το βράδυ δίδασκε σε όλες τις τάξεις του «Ελληνοµουσείου» που πολλές φορές ανέρχονταν σε επτά. Ο Πέζαρος ήταν εξαίρετος χαρακτήρας όπως εξαίρετος υπήρξε ο τρόπος διδασκαλίας του. Προς το τέλος του 17ου αιώνα και στις αρχές του 18ου στο σχολείο διετέλεσε δάσκαλος ο Μάρκος Πορφυρόπουλος, λόγιος από την Κύπρο που προηγουµένως ήταν διευθυντής στη σχολή του Βουκουρεστίου. Στα µέσα του 18ου αιώνα δίδαξαν στη σχολή ο ιεροµόναχος Θεοφάνης Φουρναίος και από το 1760 ως το 1763 ο
Αµφιλόχιος Παρασκευάς. Η Σχολή του Τυρνάβου διατήρησε την ακµή της ως τα τελευταία προεπαναστατικά χρόνια, οπότε φαίνεται να αρχίζει να χάνει την αίγλη της.
Θα λέγαµε ότι µετά το θάνατο του Πέζαρου αλλά κυρίως µετά την επιδηµία πανούκλας, το 1813, που αφάνισε 8600 κατοίκους του Τυρνάβου και της γύρω περιοχής ,η περίφηµη σχολή έγινε ένα συνηθισµένο σχολείο µε την ονοµασία «ελληνικό». Το διάστηµα ως την επανάσταση του 1821 ο Τύρναβος προσπάθησε να ορθοποδήσει. Μετά το ξέσπασµα της ελληνικής επανάστασης και ως το 1830 η περιοχή έγινε πέρασµα των τουρκικών στρατευµάτων προς την Νότια Ελλάδα και οι κάτοικοι του Τυρνάβου υπόφεραν πολλά δεινά. Στο µεταξύ δηµιουργήθηκαν άλλα δυο σχολεία τα οποία ήταν αλληλοδιδακτικά µέχρι το 1858, όπως αναφέρει ο Γάλλος βυζαντινολόγος Χέζεϊ, που επισκέφτηκε τον Τύρναβο τη χρονιά εκείνη. Έκτοτε πέρασαν πολλά χρόνια, ως σήµερα που ο Τύρναβος διαθέτει πλέον επτά
νηπιαγωγεία, επτά εξαθέσια δηµοτικά σχολεία, δύο γυµνάσια, δυο τεχνικά επαγγελµατικά εκπαιδευτήρια και ένα ενιαίο λύκειο.
Γιάννης Μόκιας
δάσκαλος
COMMENTS