HomeΙΣΤΟΡΙΑ

Ένα πέρασμα για Λάρισα προς Τρίκαλα και Ελασσόνα-Τύρναβο προς Κραννώνα-Φάρσαλα-Δομοκό

Ένα πέρασμα για Λάρισα προς Τρίκαλα και Ελασσόνα-Τύρναβο προς Κραννώνα-Φάρσαλα-Δομοκό

ΤΟ ΠΟΡΘΜΕΙΟ ΤΗΣ ΓΟΥΝΙΤΣΑΣ

Ο Πηνειός ήταν πηγή ζωής, καθημερινή ανάγκη για τους κατοίκους της Γούνιτσας, οι οποίοι, εκτός από τους ίδιους, οδηγούσαν εκεί και τα ζωντανά τους για να ξεδιψάσουν, ενώ οι νοικοκυρές τον επισκέπτονταν για το πλύσιμο των ρούχων και των οικιακών σκευών.

Σε όλους, επαγγελματίες και ερασιτέχνες ψαράδες, κυνηγούς, κτηνοτρόφους, ξυλοκόπους κλπ κάτι είχε να δώσει το ποτάμι και φυσικά στα παιδιά, για τα οποία ο Πηνειός υπήρχε για να τον θαυμάζουν, για να τον εξερευνούν, για να διασκεδάζουν, να παίζουν, να μαθαίνουν τον εαυτό τους, τις αντοχές τους, να ψαρεύουν, να κωπηλατούν, να κολυμπούν, να βλέπουν ανθρώπους ξένους, μυστήριους, περαστικούς. Ο Πηνειός ήτανε μαγεία, ήταν η ζωή τους.

Το ποτάμι, όμως, ήταν πόλος έλξης και προορισμός πολλών ταξιδιωτών, εξ αιτίας ενός περάσματος που υπήρχε στο σημείο της Γούνιτσας και το οποίο βρισκόταν στο σταυροδρόμι δύο σημαντικών οδών, από την Αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας, πριν πραγματοποιηθεί η μεγάλη εξέλιξη των συγκοινωνιών, η οποία άλλαξε τα δεδομένα που επικρατούσαν για αιώνες. Η μία οδός ήταν από τη Λάρισα προς τα Τρίκαλα και η άλλη από την Ελασσόνα-Τύρναβο προς την Κραννώνα-Φάρσαλα-Δομοκό. Γι’ αυτό ήταν σημαντική η κίνηση που είχε το χωριό μας, σε όλες τις παλαιότερες εποχές, και επειδή εξυπηρετούσε ανάγκες η ύπαρξή του ήταν αδιάλειπτη. Τα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν κατοίκηση όχι μόνο σε όλες τις περιόδους της ιστορικής εποχής, αλλά και της προϊστορικής. Για τις δύο ανωτέρω διαδρομές ήταν επιβεβλημένη η διάβαση του Πηνειού. Αυτό γινόταν σχετικά εύκολα, το καλοκαίρι, από διάφορα σημεία και συνήθως από το πέρασμα του Κουτσόχερου. Όταν, όμως, άρχιζαν οι βροχοπτώσεις και «φούσκωνε» ο Πηνειός, τα μόνα δυνατά σημεία διάβασης ήταν της Λάρισας και της Γούνιτσας.

015 1901 anegersis

Ανέγερση μεθοριακών σταθμών. Εφημερίδα “Εμπρός” 9 Μαΐου 1901.

Το πορθμείο έβγαινε κάθε χρόνο, την 1η Μαρτίου, σε δημοπρασία και ο ενοικιαστής του αποκόμιζε ένα σημαντικό εισόδημα. Στα συμβόλαια αυτά φαίνεται και η σταδιακή απαξίωση του πορθμείου, εξαιτίας της ανάπτυξης των συγκοινωνιών. Το 1885 το νοίκιασε ο Ιωάννης Αθ. Μπαμπανίκος για 922,50 δραχμές, το 1887 ο Κωνσταντίνος Τέγου Μακρής για 653 δραχμές και το 1890 ο Τούσιος Μίχου για 563 δραχμές. Τα ποσά ήταν αρκετά σημαντικά για την εποχή τους. Στους όρους των συμβολαίων αναφέρεται ότι «οι κάτοικοι της Γούνιτσας και ο μυλωθρός (μυλωνάς) του χωριού απαλλάσσονται πάσης πληρωμής». Λειτούργησε μέχρι το 1937, ενώ τα τελευταία χρόνια της λειτουργίας του το χρησιμοποιούσαν περισσότερο οι κάτοικοι του οικισμού για τη μεταφορά ζώων και εργαλείων στο Πέρα Μέρος. Μετά την απόσυρσή του, χρησιμοποιούνταν οι βάρκες των ψαράδων. Εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι το λεγόμενο Πέρα Μέρος, δεν ήταν απλά η άλλη πλευρά του ποταμού, αλλά ήταν το Πέρα Μέρος του οικισμού, δηλαδή μία συνοικία του χωριού μας στην απέναντι όχθη. Το Πέρα Μέρος ήταν, ας πούμε, όπως ο Πέρα Μαχαλάς για τη Λάρισα. Η ύπαρξή του εξυπηρετούσε τους διερχόμενους από εκεί προς τον οικισμό, αλλά και όσους ακολουθούσαν την παράλληλη με την αριστερή όχθη οδό, από τη Λάρισα προς το Ζάρκο και τα Τρίκαλα, διά μέσου των Στενών της Γούνιτσας.

     Την ύπαρξη δύο συνοικιών ενισχύει και η καταγραφή της Γούνιτσας σε διάφορους μοναστηριακούς κώδικες, όπως στον κώδικα 401 του Μεγάλου Μετεώρου, του έτους 1520, ή στον ιεροσολυμιτικό 509 του έτους 1660, με δύο οικογένειες ιερέων, δηλαδή με δύο ενορίες. Μία με ενοριακό ναό τον Άγιο Αθανάσιο, ο οποίος φέρει ενδείξεις της ύπαρξής του από τον 12ο αιώνα (η παράδοση αναφέρει την ύπαρξη και άλλου ναού) και μία με τον Άγιο Νικόλαο στο Πέρα Μέρος.

Όλα αυτά ταιριάζουν και με τις διάφορες παραδόσεις, οι οποίες αναφέρουν ότι υπήρχε οικισμός στο Πέρα Μέρος, ότι ο Άγιος Νικόλαος βρισκόταν στο Πέρα Μέρος και η εικόνα του, όταν μεταφέρθηκε στον καινούργιο ναό που χτίστηκε από την εδώ μεριά και υπάρχει μέχρι σήμερα, έφευγε και επέστρεφε στην αρχική της θέση. Αυτό σταμάτησε όταν κτίστηκε στο Πέρα Μέρος ένα μικρό εικονοστάσι.

ΔΗΜΟΠΡΑΣΙΑ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΓΕΦΥΡΑΣ «Υπό τον ανωτέρω τίτλον δημοσιεύει η εν Αθήναις εκδιδομένη συνάδελφος “Αστραπή” τηλεγράφημα καθ’ ο η Τουρκική κυβέρνησις απεφάσισε την κατασκευήν γεφύρας επί του ποταμού Πηνειού εις θέσιν Ρεβένιον, παρά το χωρίον Γούνιτσα, ήτις γέφυρα κρίνεται και είναι σπουδαιοτάτη υπό έποψιν στρατιωτικήν. Εξετέθη μαλιστα το έργον εις δημοπρασίαν αντί εξ χιλιάδων λιρών, εις την κατασκευήν δ΄αυτού θα επιβλέπει ο υποστράτηγος Σεϊφουλάχ Πασάς». Μετά τους βαλκανικούς πολέμους και τον ερχομό του Ελληνικού κράτους, η γέφυρα επειδή δεν εξυπηρετούσε κανένα στρατηγικό ρόλο, αποφασίζεται να ξηλωθεί ο σιδερένιος σκελετός για να χρησιμοποιηθεί σε νέες υπό κατασκευή γέφυρες, όπως αυτή του Μουργκανίου και του Κουτσόχειρου

     Η αναφορά του γάλλου περιηγητή Λεόν Εζέ (Leon Heuzey), το 1858, περί κατεστραμμένου ναού του Αγίου Νικολάου στο Πέρα Μέρος, επιβεβαιώνει την ύπαρξή του, ενώ ένας σωρός ερειπίων με σχετικά ευρήματα και η υπόδειξή του από έναν παλιό βαρκάρη-ψαρά τον Κώστα Μαλλιαρή, μαρτυρούν την ακριβή του θέση.

Πιο συγκεκριµένα, ο άγγλος περιηγητής Ουίλλιαµ Μάρτιν Ληκ, ο οποίος πέρασε από την Γούνιτσα, στις 15 εκεµβρίου 1806, ερχόµενος από τη Λάρισα, έγραψε τα εξής: «Στις 6:45 τουρκική ώρα, 7 φθάσαµε στο πορθµείο της Γούνιτσας, η οποία είναι ένα ελληνικό χωριουδάκι στη δεξιά όχθη του Σαλαµβριά (Πηνειού), εκεί ακριβώς όπου προβάλλει προς την πεδιάδα της Λάρισας, από τα στενά 8 τα οποία είναι ένα πετρώδες φαράγγι µήκους µισού περίπου µιλίου. Ένας δρόµος ανεβαίνει στην αριστερή όχθη του ποταµού, κατά µήκος των στενών, προς το Ζάρκο και ένας άλλος διακλαδίζεται προς το Δαµάσι που απέχει µιάµιση ώρα. Τα χωράφια στην αριστερή όχθη του ποταµού, απέναντι ακριβώς από τη Γούνιτσα,  στην πλαγιά του λόφου αλλά και στην πεδιάδα, είναι γεµάτα πέτρες και κοµµάτια αρχαίας κεραµικής . Το πορθµείο αποτελεί το σύνηθες µέσο επικοινωνίας από τον Τύρναβο, την λαρισινή πεδιάδα και την Ελασσόνα µε κατεύθυνση προς το Χατζηλάρι (Κραννώνα) και τα Φάρσαλα».  Αξίζει να σηµειώσουµε ότι ο δρόµος, κατά µήκος των στενών του Καλαµακίου, τον οποίον αναφέρει ο Ληκ, υπάρχει και σήµερα και µάλιστα, στο πιο δύσβατο σηµείο της διαδροµής, είναι λαξευµένος στους βράχους µε βαθιές αυλακώσεις από την φθορά που επέφεραν τα τροχοφόρα. Το στοιχείο αυτό είναι ένδειξη της αρχαιότητάς του και γι αυτό, ίσως, θα πρέπει να ασχοληθούν µαζί του οι αρµόδιοι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Η σπουδαιότητά του οφειλόταν στο ότι η επιλογή της συγκεκριµένης οδού δεν απαιτούσε την διάβαση του ποταµού, κατά την πορεία προς τα Τρίκαλα, όταν µάλιστα, κατά την περίοδο του χειµώνα, οι πληµµύρες την καθιστούσαν αδύνατη. Οι ταξιδιώτες, οι ευρισκόµενοι στην δεξιά πλευρά του Πηνειού, διέρχονταν τον Πηνειό από την γέφυρα της Λάρισας και µετά, µέσα από το Κιόσκι, ακολουθώντας τον παράλληλο µε την αριστερή όχθη δρόµο, έφθαναν στο πορθµείο της Γούνιτσας και συνέχιζαν, διαµέσου των Στενών του Καλαµακίου, προς το Ζάρκο και τα Τρίκαλα. Η µετάβαση, λοιπόν, από τις περιοχές του Τυρνάβου και της Ελασσόνας προς τις περιοχές της Κραννώνας, των Φαρσάλων, του οµοκού και αντιστρόφως, απαιτούσε να γίνει διάβαση του ποταµού, οπότε, ήταν αρκετοί εκείνοι που επέλεγαν το πορθµείο της Γούνιτσας, καθώς η απόσταση ήταν συντοµότερη από εκείνη µέσω της Λάρισας. Η αγορά του Τυρνάβου, µε την µεγάλη ετήσια εµποροπανήγυρή του (Κουµ Παζάρ) και η µικρότερη απόσταση, ήταν σηµαντικοί λόγοι για τους οποίους οι κάτοικοι της Γούνιτσας και της ευρύτερης περιοχής την προτιµούσαν από εκείνη της Λάρισας χρησιµοποιώντας, έτσι, για την διάβαση του Πηνειού αυτό το πορθµείο. Το πορθµείο ήταν, επίσης, απαραίτητο στους κατοίκους του χωριού, για την µεταφορά των ζώων και των γεωργικών εργαλείων τους, διότι καλλιεργούσαν – και καλλιεργούν ακόµη τα κτήµατα τα οποία βρίσκονται στην άλλη πλευρά του ποταµού, στο Πέρα Μέρος. Ένα µεγάλο πλεονέκτηµα του πορθµείου αυτού, ήταν το µικρό του πλάτος, ακόµα και στην περίοδο των χειµερινών πληµµυρών. Επίσης, εκατό µέτρα πιο κάτω από το πορθµείο, , το πέτρινο φράγµα του ποταµού σε αυτή τη θέση,  κατηύθυνε ένα µέρος των υδάτων προς τον νερόµυλο, µείωνε την ορµητικότητα του ποταµού και βοηθούσε στην οµαλή λειτουργία του πορθµείου.  Γνωστού στην Θεσσαλία και ως περαταριά.

050 2015 12 23 kafe14

Το καράβι της Γούνιτσας. Η φωτογραφία είναι τον Νοέμβριο του 1905 με τον πρίγκιπα Νικόλαο και τη συνοδεία του. Ο πρίγκιπας ευρισκόμενος στη Λάρισα, πήγε εκδρομή στη Γούνιτσα κατόπιν πρόσκλησης του γαιοκτήμονα του χωριού Ευστάθιου Ιατρίδη, ο οποίος είχε σχέσεις με τους κατέχοντες την εξουσία στη Λάρισα. «Επέστρεψαν δε κατενθουσιασμένοι με τα διάφορα μαγευτικά τοπία και τον λαμπρόν καιρόν», όπως αναφέρεται και στο παρακάτω σχετικό δημοσίευμα της εφημερίδας Σκριπ. Το πορθµείο της Γούνιτσας σε επιστολικό δελτάριο του 1910 (από το βιβλίο, Επιστολικά ελτάρια, , τ. Γ, της συλλογής Γ. και Λ. Γουργιώτη, Αθήνα 2007, 38, αρ. 25). Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας (1881), το πορθµείο περιήλθε από τον οθωµανό γαιοκτήµονα της Γούνιτσας Γκαλίπ εφένδη Οσµάν αγά, στην ιδιοκτησία του έλληνα ιδιοκτήτη του χωριού Ευσταθίου Ιατρίδη, ο οποίος συνέχισε, όπως και  ο προκάτοχός του, να το εκµισθώνει σε διάφορους κατοίκους του χωριού.

Το καράβι ήταν αρχικά ξύλινο, όπως διακρίνεται και στην φωτογραφία , αλλά ο Ιατρίδης το αντικατέστησε µε ένα σιδερένιο  το οποίο λειτούργησε µέχρι το 1937, περίπου. Μετά το µετέφερε, όπως µας αφηγείται ο γηραιότερος κάτοικος του χωριού Αθανάσιος Πολύζος, στην Μπάκραινα (Γυρτώνη). Εκεί συνέχισε να εξυπηρετεί τις ανάγκες του γαµπρού του Παπαγεωργίου. Για ένα µικρό διάστηµα, πριν από την οριστική κατάργησή του, χρησιµοποιήθηκε ένα παλιό ξύλινο από το Ζάρκο. Όµως, η πορεία του ήταν πλέον προδιαγεγραµµένη, εξαιτίας της ανάπτυξης των συγκοινωνιών. «Το 1932 το νοίκιασε ο πατέρας µου για ένα χρόνο, αφηγείται σήµερα ο Αθανάσιος Πολύζος.  Ήµουν τότε 12 ετών και περνούσα κι εγώ το καράβι απέναντι. Τραβιόταν ο κόσµος. Ένα σιδερένιο καράβι σαν της Γούνιτσας, όπως είναι σήµερα εκτεθειµένο στην διασταύρωση της επαρχιακής οδού Μακρυχωρίου – Παραποτάµου Γόννων, µετά την µετακίνησή του στην περιοχή αυτή, γύρω στο όλος για τον Τύρναβο, τότες. Κάθε Σάββατο είχε περαντζάδα. Πήγαιναν πολλοί στον Τύρναβο µε τα κάρα και µε τα γοµάρια και ψώνιζαν, δεν πάαιναν  στη Λάρισα. Ύστερα γίνονταν και το παζάρι του Τυρνάβου στις αρχές Μαΐου, και πολύς κόσµος, από τα γύρω χωριά περνούσε µε άλογα, γελάδια και άλλα ζώα και πάαινε για το παζάρι. Έρχονταν µε τα κάρα, από το χωριό Αγία Σοφία του Τυρνάβου, όπου εκτρέφανε µποτίνο,  και τους περνούσαµε µε το καράβι για να πάνε προς τ’ Αλήφακα,  απ’ όπου επέστρεφαν µε τα κάρα γεµάτα κλωνάρια από σκαµνιές (µουριές) για να ταΐσουν τον µποτίνο. Περνούσαν, επίσης, πολλοί µε κάρα γεµάτα σιτάρι για να τ αλέσουν στον νερόµυλο. Αν το καράβι είχε βάρος, τότε έπρεπε να το τραβάνε δύο νοµάτοι. Το καράβι ήταν πιασµένο από το συρµατόσχοινο µε δύο γάντζους, έναν από µπροστά και έναν από πίσω. Ακόµα και αν τραβούσε (ήταν ορµητικό) το ποτάµι δεν υπήρχε φόβος να το παρασύρει. Ήταν γαντζωµένο καλά. Τον περισσότερο χρόνο το ποτάµι δεν είχε τράβηγµα, διότι βοηθούσε σ’ αυτό η θέση, η οποία ήταν πολύ καλά φτιαγµένη για να οδηγεί το νερό προς τον νερόµυλο και να του δίνει κίνηση. Το 1936, περίπου, ο Ιατρίδης πήρε το καράβι και µάθαµε ότι το πήγε στην Μπάκραινα στον γαµπρό του Παπαγεωργίου. Για καναδυό χρόνια κρατήσαµε ένα καράβι, που έφυγε από το Ζάρκο. Ήταν, όµως, τόσο σάπιο που φοβούµασταν να µπούµε µέσα, ώσπου ήρθαν και το πήραν και από τότε δεν λειτούργησε ξανά άλλο καράβι. Εκείνο το (ζαρκινό) καράβι είχε µόνο µία πρύµνη. Έπρεπε να κάνεις το κάρο πίσω κι ύστερα γύριζαν το καράβι για να βγει. εν ήταν σαν το δικό µας που έµπαινες από την µία κι έβγαινες από την άλλη. Αυτό δεν ήταν για κάρα. Για άλογα και γοµάρια ήταν ή πρόβατα. Κοντά στο µέρος όπου δούλευε το καράβι υπήρχε και ένα πανδοχείο. Θυµάµαι ότι το είχε πρώτα ο Μπατσιτέγος κι όταν έφυγε το αγόρασε, από τον Γιατρίδη, ο Νικολίτσας. Είχε µαγαζί, και πολλά δωµάτια, όπου διανυκτέρευαν οι ταξιδιώτες, καθώς και στάβλο για τα ζώα των κιρατζήδων.

 

 

 

COMMENTS