HomeΙΣΤΟΡΙΑ

Οι Αρβανίτες στο έθνος-κράτος

Οι Αρβανίτες στο έθνος-κράτος

Άρθρο Του Κων. Γκότση

Ποιοι είναι οι Αρβανίτες στην Ελλάδα στα χρόνια της επανάστασης του 1821; Ποια στοιχεία συγκροτούν την πολιτισμική τους ταυτότητα; Ποιοι παράγοντες κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821 συμβάλλουν στην ενσωμάτωσή σους στο νέο ελληνικό Κράτος;

Ορολογία: Είναι απαραίτητες κάποιες προκαταρκτικές, σύντομες, διευκρινίσεις ως προς τους χρησιμοποιούμενους όρους για τους Αρβανίτες. Κατά το 19o, αλλά και στις αρχές του 20ού αιώνα, οι Έλληνες λόγιοι (Α. Μηλιαράκης, Μ. Λαμπρυνίδης, Π. Κουπιτώρης, Δ. Πασχάλης, κλπ.), αλλά και στα επίσημα έγγραφα, όταν γίνεται αναφορά στους Αρβανίτες, χρησιμοποιείται συνήθως ο  όρος «Αλβανοί». Επίσης γίνεται χρήση του όρου «Χριστιανοί Αλβανοί». Οι όροι «Αρβανίτης», «Αρβανίτικος», «Αρβανιτιά», χρησιμοποιούνται στον λαϊκό λόγο, όπως για παράδειγμα στις παροιμίες, για να προσδιορίσουν τους Αρβανίτες της Ελλάδας. Σπάνια ο όρος «Αρβανίτης» ή και «Αλβανίτης» χρησιμοποιείται στα έγγραφα της περιόδου της ελληνικής επανάστασης.

Ο όρος «Τουρκαλβανοί» ή «Τούρκοι Αλβανοί» ή «Αρβανιτοτούρκοι» χρησιμοποιήθηκε για τον χαρακτηρισμό των μουσουλμάνων Αλβανών, οι οποίοι είτε ζούσαν στην Αλβανία, είτε έλαβαν μέρος στις επιδρομές, που ακολούθησαν τα «Ορλωφικά», αλλά και αργότερα ως μέλη του στρατού των Οθωμανών, του Αλή Πασά, κλπ.

 

Στοιχεία σχετικά με την κάθοδο των Αρβανιτών:

Η προσέγγιση των Αρβανιτών, ως ιστοριογραφικό θέμα, ήδη από το 19ο αιώνα, επηρεαζόταν από ιδεολογικές και πολιτικές παραμέτρους.[3] Τα σχετικά με την κάθοδό τους στην Ελλάδα, που ξεκινά τον 13ο – 14ο αιώνα, μας βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα την ιστορική εξέλιξη, τα ιστορικά γεγονότα που συνδέονται μ’ αυτούς, τις επιλογές τους και τις εν γένει πολιτισμικές τους πρακτικές. Τα στοιχεία που έχουν σημασία από αυτήν την άποψη είναι:

 α) Ότι κατέρχονται ως χριστιανοί ορθόδοξοι, γεγονός που συνέτεινε στην ανάπτυξη καλών σχέσεων και τη συνύπαρξη με τους ντόπιους πληθυσμούς.

β) Η ερήμωση διαφόρων περιοχών λόγω της πανώλης, της πειρατείας και των πολεμικών αναμετρήσεων του 13ου, του 14ου και 15ου αιώνα. Έτσι, πιθανότατα, εγκαθίστανται, σ’ αρκετές περιπτώσεις, σε χώρους που έχουν εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους τους.

γ) Οι επιδρομές των πειρατών και η ανάγκη για την αντιμετώπισή τους επηρεάζει σ’ ορισμένες περιπτώσεις τις επιλογές διαμονής τους, αλλά και την ανάπτυξη της ναυτιλίας, όπως για παράδειγμα στα νησιά του Αργοσαρωνικού.

δ) Οι συνθήκες για την άσκηση πολεμικών-μισθοφορικών δραστηριοτήτων είναι επίσης ένα σημαντικό στοιχείο. Οι «εργοδότες» των πολεμιστών-μισθοφόρων προσφέρουν σ’ αυτούς διάφορα προνόμια, μεταξύ δε των άλλων, και το δικαίωμα της εγκατάστασης σε μια περιοχή. Όπως σημειώνει ο Β. Παναγιωτόπουλος, έχουμε δύο κατηγορίες πολεμιστών. Η πρώτη αποτελείται από άνδρες μισθοφόρους (Καταλανοί, Τούρκοι, Αλβανοί, κλπ) που μετακινούνται μόνοι τους, χωρίς τις οικογένειές τους.«Στη δεύτερη περίπτωση, όπου ουσιαστικά συναντάμε μόνο Αλβανούς, βρισκόμαστε μπροστά σε πολύ πιο πολυάριθμες ομάδες, που αποτελούνται από ολόκληρες οικογένειες κατά φάρες, με τα ζώα και τα κινητά αγαθά τους. Οι πληθυσμοί αυτοί μετακινούνταν μαζικά και οργανωμένα, πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους ως «πολεμιστές» και διεκδικούσαν ως αντάλλαγμα σημαντικές παραχωρήσεις, όπως το δικαίωμα εγκατάστασης και ελεύθερης κυκλοφορίας, την απαλλαγή από φόρους, κλπ., γεγονός που επηρέασε τόσο τη συγκρότηση όσο και την εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού της χώρας».

Οι Αρβανίτες πριν ακόμη την έναρξη της επανάστασης του 1821 εμφανίζονται δυναμικά στο προσκήνιο μέσα από τους πολύχρονους αγώνες των Σουλιωτών, οι οποίοι καταγράφηκαν στη συλλογική μνήμη, μέσα από τις ιστορικές μαρτυρίες, τα δημοτικά τραγούδια και τους θρύλους.  Οι Σουλιώτες θεωρούνται ήδη το 1806, από τον Ανώνυμο της «Ελληνικής Νομαρχίας», ότι μαζί με τους αρματολούς «θα μπορούσαν να σηκώσουν το ένοπλο βάρος της επανάστασης των Ελλήνων».

Μια δεύτερη κατηγορία, η οποία διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο επίσης στην επανάσταση, ήταν οι επίσης Αρβανίτες νησιώτες της Ύδρας και των Σπετσών, οι οποίοι, όπως σημειώνει ο Π. Πιζάνιας, ξεκίνησαν την «εξειδίκευσή τους στο ναυτικό εμπόριο από τα μέσα του 17ου αιώνα, για να εξελιχθούν έναν αιώνα αργότερα σε μεγάλους καραβοκυραίους κεφαλαιούχους». Η πρωταρχική ναυτική τεχνογνωσία των κατοίκων των νησιών αυτών προήλθε από τη συμμετοχή -αναγκαστική ή εθελοντική- σε πειρατικά πλοία, ή ακόμη τη συμμετοχή τους, ως αιχμαλώτων, σε πολεμικά πλοία ναυτικών κρατών, ή σε ναυπηγεία, όταν τα πολεμικά αυτά καταλάμβαναν τα πειρατικά πλοία.

Οι Σουλιώτες, οι Υδραίοι και οι Σπετσιώτες μέσα από τη συμμετοχή τους στις πολεμικές επιχειρήσεις απέκτησαν, όπως ήταν άλλωστε αναμενόμενο, ένα τεράστιο συμβολικό κεφάλαιο.  Μάλιστα, όπως σημειώνει η Ελπίδα Βόγλη, κατά τη διάρκεια της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης, στις 7 Απριλίου 1826, αποφασίστηκε «να μη γένωσι δεκτοί πληρεξούσιοι άλλων οπλαρχηγών, ειμή μόνον αυτοί των Σουλιωτών», ώστε να αποζημιωθούν «δια τας ανδραγαθίας και μεγάλας εκδουλεύσεις των» στον Αγώνα.

Οι παραπάνω περιπτώσεις των Σουλιωτών, Σπετσιωτών και Υδραίων δεν αποτελούν τεκμήριο ότι όλοι οι Αρβανίτες ήταν πολεμιστές και όλες τους, ή έστω η πλειοψηφία των πρακτικών τους ήταν ηρωικές. Αντίθετα, σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, όπως και οι υπόλοιποι «αυτόχθονες», αναπτύσσουν πρακτικές επιβίωσης ελάχιστα ή καθόλου ηρωικές.

Η ενσωμάτωση των Αρβανιτών, μέσω της συμμετοχής τους στον αγώνα:

Θα αναφερθούμε εν προκειμένω σε ορισμένα στοιχεία που αναφέρονται στην παρουσία τους, την πολιτισμική ταυτότητα και τις πρακτικές των Αρβανιτών, τα οποία συμβάλλουν στην ενσωμάτωσή τους:

-Η θρησκεία τους. Το γεγονός ότι είναι χριστιανοί ορθόδοξοι διευκολύνει σημαντικά τη συνύπαρξη με τους Έλληνες. Αντίθετα, το στοιχείο αυτό τους απομακρύνει από τους Αλβανούς που παραμένουν στην Αλβανία, οι οποίοι σ’ ένα μεγάλο βαθμό έχουν εξισλαμισθεί, αλλά και από τους Οθωμανούς.

-Η διαμονή τους στην Ελλάδα επί πολλούς αιώνες. Η μακρά αυτή παραμονή τους φέρνει σ’ επαφή με τους ντόπιους και τους απομακρύνει από τους Αλβανούς της Αλβανίας. Λόγω βεβαίως αυτής της μακράς παραμονής στην Ελλάδα δεν θα μπορούσε να αμφισβητηθεί το κριτήριο της αυτοχθονίας/εντοπιότητάς τους.

-Η απουσία της μνήμης σχετικά με την  αρχική τους κοιτίδα. Οι Αρβανίτες κατά τη διάρκεια του 19ου αλλά και του 20ού αιώνα δεν αναφέρονται στην αρχική τους κοιτίδα, από πού δηλαδή ξεκίνησαν, ούτε υπάρχουν κάποιες μνήμες της πορείας τους προς τις περιοχές της Ελλάδας που εγκαταστάθηκαν (Στερεά Ελλάδα, Εύβοια, Πελοπόννησο, νησιά Αργοσαρωνικού, κλπ).

Οι Αρβανίτες, με το προσόν της αυτοχθονίας-εντοπιότητας,  επιλέγουν στρατηγικές ενσωμάτωσης στο νεοσύστατο  Κράτος, λόγω του γεγονότος ότι έτσι αναδεικνύονται ισότιμοι πολίτες με τους υπόλοιπους κατοίκους και απολαμβάνουν των προνομίων που έχει ένα πολίτης: Να διορίζεται στο Δημόσιο, να ψηφίζει και να ψηφίζεται, να μπορεί να υποβάλλει αναφορές, κλπ. Η επιλογή αυτή της ένταξης και ενσωμάτωσης στο νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος είναι άλλωστε γι’ αυτούς μονόδρομος, με την έννοια ότι δεν υπάρχει εκείνη τη στιγμή καμιά άλλη στρατηγική επιβίωσης.

Οι Αρβανίτες δεν συμπεριφέρονται, ούτε διεκδικούν κάτι ως άτομα που ανήκουν σε μια ιδιαίτερη εθνική ομάδα ή μειονότητα. Αντίθετα, ως «αυτόχθονες» και χριστιανοί, συμμετέχουν στις διαδικασίες συγκρότησης του Ελληνικού κράτους, προσπαθούν να καταλάβουν θέσεις στον κρατικό μηχανισμό και σε πολλές περιπτώσεις το κατορθώνουν. Οι νησιώτες, Υδραίοι και Σπετσιώτες φαίνεται να έχουν μεγαλύτερες δυνατότητες πρόσβασης στο μηχανισμό αυτό.

Η ενσωμάτωσή τους αυτή διευκολύνεται λόγω της κυρίαρχης ιδεολογίας περί «φυλετικής συγγένειας μεταξύ Ελλήνων και Αρβανιτών». Σύμφωνα με την «απορροφητική θεωρία», οι Αρβανίτες θα μπορούσαν να αφομοιωθούν από το κυρίαρχο Ελληνικό στοιχείο. Πραγματώνεται δε πανηγυρικά και θεσμικά από τις σχετικές ρυθμίσεις των πρώτων Ελληνικών Συνταγμάτων.

Όπως είναι γνωστό, ένα από τα πρώτα ζητήματα που απασχόλησαν τις «Εθνικές Συνελεύσεις» των επαναστατημένων Ελλήνων ήταν ποιοί θεωρούνται Έλληνες. Στο πρώτο ελληνικό σύνταγμα της Επιδαύρου (1822) αναφέρεται ότι Έλληνες είναι «όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις  Χριστόν». Δύο επομένως προϋποθέσεις τέθηκαν στο Σύνταγμα του 1822, ρύθμιση που επαναλαμβάνεται, συμπληρωμένη, και στα επόμενα Συντάγματα των επαναστατικών χρόνων: Να είναι κάποιος «αυτόχθων» κάτοικος της Επικράτειας της Ελλάδας αλλά και χριστιανός, χωρίς όμως να γίνεται αναφορά στην ορθοδοξία. Απουσιάζουν η γλώσσα και η εξ αίματος καταγωγή. Με τον τρόπο αυτό θεωρήθηκαν Έλληνες και όλοι οι Αρβανίτες, ως αυτόχθονες και χριστιανοί, αλλά και ο οποιοσδήποτε αυτόχθων κάτοικος και χριστιανός, ανεξάρτητα αν ήταν ορθόδοξος ή καθολικός.

Εν κατακλείδι, οι Αρβανίτες αποτέλεσαν ένα παράδειγμα επιτυχούς ενσωμάτωσης στο νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος, χωρίς αμφισβητήσεις και πολιτικές αποκλεισμού.

Ο Κωνσταντίνος Γκότσης είναι ιστορικός