HomeΕΚΚΛΗΣΙΑΚΟΙΝΩΝΙΑ

Ω γλυκύ μου έαρ/ γλυκύτατόν μου τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;

Ω γλυκύ μου έαρ/ γλυκύτατόν μου τέκνον,  πού έδυ σου το κάλλος;

          Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;
           Υιέ Θεού παντάναξ, Θεέ μου πλαστουργέ μου, πώς πάθος κατεδέξω;

        Έρραναν τον τάφον αι Μυροφόροι μύρα, λίαν πρωί ελθούσαι.
Ω Τριάς Θεέ μου, Πατήρ Υιός και Πνεύμα, ελέησον τον κόσμον.
Ιδείν την του Υιού σου, Ανάστασιν, Παρθένε, αξίωσον σους δούλους.

Μεγάλη Παρασκευή σήμερα .Ημέρα  πένθους και οι καμπάνες των εκκλησιών μετά την αποκαθήλωση θα ηχούν πένθιμα , στέλνοντας παντού το μήνυμα ,ότι μετά το τετέλεσται  που ψέλλισέ ο Ιησούς πάνω στο σταυρό και αφού παρέδωσε το πνεύμα του έρχεται η στιγμή που ο θρήνος θα γίνει οδυρμός.Η Παναγία ,η μητέρα του είναι η στιγμή που το άψυχο σώμα θα το αγκαλιάσει θα το φιλήσει και θα το προετοιμάσει για την ταφή. Ακόμα και το τελετουργικού του θανάτου είναι ψυχολογικά αναγκαίο για αποχαιρετήσεις τον αγαπημένο ή αγαπημένη όπως νιώθεις και όπως αισθάνεσαι ότι θα ήθελε κι αυτός/η. Είναι το τελευταίο κανάκεμα,χάδι ,φιλί  που σε προετοιμάζει   για την οδυνηρή απώλεια του μετά που με το χρόνο γίνεται ανάμνηση νοσταλγία. Ενα κεράκι για τις ψυχές που πέταξαν μακριά μας και η απουσία τους τέτοιες μέρες είναι αισθητή.

Αποκαθηλώνω < μεσαιωνική ελληνική ἀποκαθηλόω < ἀπό + ελληνιστική κοινή καθηλόω < κατά + αρχαία ελληνική ἧλος.

 Στη θρησκεία σημαίνει (αφαιρώ τα καρφιά) και κατεβάζω απ’ το σταυρό και μεταφορικά κάνω κάτι να εκπέσει, να χάσει την αξία και την ισχύ του.

Σύμφωνα με τις διηγήσεις των ευαγγελιστών ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία και ο Νικόδημος ήταν Ιουδαίοι άρχοντες ,κρυφοί μαθητές του Χριστού.Ο Ιωσήφ ζήτησε από τον Πιλάτο το σώμα το Χριστού για το κηδέψει.Ο Πιλάτος το επέτρεψε και μαζί με τον Νικόδημο κατέβασαν το άψυχο κορμί από τον σταυρό και το τύλιξαν με «σινδόνη καθαρά».

Άλλα πρόσωπα που δεν αναφέρονται στα ευαγγέλια, αλλά περιλαμβάνονται συχνά σε απεικονίσεις της Αποκαθήλωσης είναι ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής, ο οποίος ορισμένες φορές εικονίζεται να στηρίζει μία μισολιπόθυμη Παναγία, , αλλά και η Μαρία η Μαγδαληνή. Στα Ευαγγέλια αναφέρεται ένας αδιευκρίνιστος αριθμός γυναικών που παρακολούθησαν τη Σταύρωση, στον οποίο περιλαμβάνονται οι Τρεις Μαρίες και η Σαλώμη, ενώ αναφέρουν επίσης ότι η Παναγία αλλά και η Μαρία η Μαγδαληνή ήταν παρούσες στην Ταφή του Ιησού.Αυτές, αλλά και κάποιες άλλες γυναίκες καθώς και κάποιοι ανώνυμοι άντρες που βοηθούν στην Αποκαθήλωση, εμφανίζονται συχνά στα διάφορα έργα τέχνης.

Ο επιτάφιος είναι η εικόνα που αναπαριστά την προετοιμασία του Ιησού για την ταφή.  Η αρχαιότερη σωζόμενη κεντητή εικόνα Επιταφίου (περ. 1200), που φυλάσσεται στη Βενετία. Τα ισοδύναμα εικονογραφικά θέματα στη Δύση αποκαλούνται «Άλειμμα του Σώματος του Χριστού» (με έλαια ταφής) ή «Θρήνος του Χριστού» (με ομάδα προσώπων παρούσα), με κάπως ξεχωριστή παραλλαγή την Πιετά, όπου υπάρχει μόνο η Παναγία που κρατά το σώμα του Χριστού.

Εκτός από κεντητή, η εικόνα του Επιταφίου μπορεί να είναι ζωγραφισμένη πάνω σε ύφασμα ή πάνω σε άλλο υπόστρωμα, το οποίο στη συνέχεια ενσωματώνεται σε ευρύτερο υφασμάτινο πλαίσιο. Το βαθύ βυσσινί είναι το συνηθέστερο χρώμα του υφάσματος, συχνά με χρυσαφί περιθώριο. Συνήθως το τροπάριο της ημέρας είναι κεντημένο με χρυσά γράμματα γύρω από την εικόνα:
«Ο ευσχήμων Ιωσήφ από του ξύλου καθελών το άχραντόν σου Σώμα, σινδόνι καθαρά ειλήσας και αρώμασιν, εν μνήματι καινώ κηδεύσας απέθετο.»

Στην υστεροβυζαντινή περίοδο η εικόνα της ταφής του Χριστού ζωγραφιζόταν συνήθως κάτω από εικόνα του Χριστού Παντοκράτορος στην αψίδα της προθέσεως του ναού.

Ο Επιτάφιος χρησιμοποιείται κατά τις δύο τελευταίες ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας στο βυζαντινό τελετουργικό, στις τελετές που σχετίζονται με τον θάνατο και την Ανάσταση του Χριστού.

Πριν από την τελετή της Αποκαθηλώσεως στον εσπερινό, ο οποίος τελείται το μεσημέρι της Μεγάλης Παρασκευής, ο ιερέας (και ο διάκονος εάν υπάρχει) τοποθετούν τον Επιτάφιο επάνω στην Αγία Τράπεζα. Κάποιες φορές ο ιερέας αλείφει τον Επιτάφιο με αρωματικό έλαιο. Επάνω στον Επιτάφιο τοποθετούνται ένα κάλυμμα του Αγίου Ποτηρίου («αήρ») και το Ευαγγέλιο (είτε αυτό που χρησιμοποιούν στη Θεία Λειτουργία, είτε κάποιο μικρότερο).

Κατά την ανάγνωση του Ευαγγελίου (μιας συρραφής περικοπών και από τα τέσσερα Ευαγγέλια), που διηγείται τα του θανάτου και της ταφής του Χριστού, μια ξύλινη ζωγραφισμένη εικόνα του σώματος του Κυρίου ως Εσταυρωμένου αποσπάται από τον Σταυρό, ο οποίος έχει τοποθετηθεί στο κέντρο του ναού. Το σώμα τυλίγεται σε λευκό ύφασμα και μεταφέρεται στο Ιερό.

Προς το τέλος της ακολουθίας, ο ιερέας ή ιερείς (ή ο ιερέας και ο διάκονος), συνοδευόμενοι από παπαδοπαίδια με κεριά και θυμίαμα, μεταφέρουν τον Επιτάφιο πάνω από τα κεφάλια τους με πομπή από την Αγία Τράπεζα στο κέντρο του ναού και τον τοποθετούν πάνω σε ένα τραπέζι διακοσμημένο για τον σκοπό αυτό. Το Ευαγγέλιο τοποθετείται και πάλι επάνω στον Επιτάφιο. Στην Ελλάδα συνήθως ένα ξυλόγλυπτο κουβούκλιο (θόλος) στεγάζει την τράπεζα με τον Επιτάφιο, ο οποίος βρίσκεται στο δάπεδο του κουβουκλίου, που επιπλέον έχει λαβές για τη μεταφορά του. Το κουβούκλιο αναπαριστά τον Τάφο του Χριστού. Από το απόγευμα της προηγούμενης ημέρας έχει διακοσμηθεί με ανοιξιάτικα λουλούδια, κυρίως λευκά, κόκκινα και μοβ, που το καλύπτουν ολόκληρο. Επιπλέον, ο Επιτάφιος ραντίζεται συχνά με πέταλα λουλουδιών και ροδόνερο, ενώ θυμιάζεται τελετουργικά ως ένδειξη σεβασμού. Οι καμπάνες του ναού κτυπούν πένθιμα και στις Ορθόδοξες χώρες οι σημαίες κυματίζουν μεσίστιες. Ο ιερέας και οι πιστοί προσκυνούν τον Επιτάφιο, καθώς οι ψάλτες άδουν ύμνους. Στις σλαβικές χώρες τελείται αμέσως μετά και η ακολουθία του Μεγάλου Αποδείπνου, κατά την οποία ψέλνεται ένας ειδικός κανόνας των θρήνων της Θεοτόκου.

Οι πιστοί συνεχίζουν να προσκυνούν τον τάφο και τον Επιτάφιο όλο το απόγευμα μέχρι το βράδυ, μέχρι την τέλεση του όρθρου. Σε αυτή την προσκύνηση ο πιστός ασπάζεται την εικόνα του Χριστού πάνω στον Επιτάφιο και το Ευαγγέλιο, συχνά με τρεις μετάνοιες, ενώ πολλοί περνούν κάτω από το τραπέζι του Επιταφίου. Στις Ελληνοκαθολικές Εκκλησίες της Ουκρανίας οι πιστοί ψέλνουν ύμνους όπως τον Stradal’na maty (страдальна мати), το περιεχόμενο του οποίου είναι παρόμοιο με του Stabat mater («Και ίστατο η Μήτηρ…»).

Ο ιερέας μπορεί να τελέσει το μυστήριο της εξομολογήσεως δίπλα στον Επιτάφιο και να αλείψει πιστούς που δεν μπόρεσαν να παρευρεθούν στην ακολουθία του Ευχελαίου τη Μεγάλη Τετάρτη.

Η έναρξη της περιφοράς του Επιταφίου κατά τον Όρθρο του Μεγάλου Σαββάτου (βράδυ της Μεγ. Παρασκευής)

Ο όρθρος του Αγίου και Μεγάλου Σαββάτου είναι αφιερωμένος στην ταφή του Χριστού. Αρχικώς γινόταν τα μεσάνυκτα, αλλά πλέον τελείται την ίδια ώρα με τους όρθρους των Νυμφίων, δηλαδή αρχίζει γύρω στις 7 μ.μ. της Αγίας Παρασκευής.. Σε αυτόν θρηνητικά άσματα ψέλνονται ενώπιον του Επιταφίου, με χαρακτηριστικότερα τα «Ἐγκώμια», ενώ όλοι οι πιστοί κρατούν αναμμένα κεριά. Στην Ελλάδα, κατά την τρίτη και τελευταία στάσιν των «Εγκωμίων» ο ιερέας ραντίζει με ανθόνερο τον Επιτάφιο και τους πιστούς, συμβολίζοντας έτσι το άλειμμα του σώματος του Χριστού με αρώματα.

Ακολουθεί η Μεγάλη Δοξολογία και αμέσως μετά γίνεται η περιφορά του Επιταφίου με τις καμπάνες του ναού να ηχούν πένθιμα, σε ανάμνηση της κηδείας του Χριστού. Στις σλαβικές χώρες περιφέρεται μόνο ο Επιτάφιος (βλ. φωτογραφία) πάνω σε κοντάρια ή και στα χέρια, ενώ στην Ελλάδα καθιερώθηκε να περιφέρεται πάντοτε μέσα στο κουβούκλιο. Στις κοινωνίες με έντονη τη βυζαντινή επίδραση η περιφορά μπορεί να ακολουθήσει αρκετά μακρινή διαδρομή στις οδούς της ενορίας και σε αρκετές περιπτώσεις οι Επιτάφιοι διαφορετικών ενοριών συναντώνται σε μία κεντρική τοποθεσία, όπως μια πλατεία. Εκεί σταματούν για λίγο και ψάλλεται κοινό Τρισάγιον. Αντιθέτως, σε χώρες όπου οι Ορθόδοξοι αποτελούν μειονότητα, η περιφορά είναι απλώς τρεις γύροι του κτιρίου του ναού. Κατά τη διάρκεια της περιφοράς ψέλνονται τα «Εγκώμια» και το Τρισάγιον, στη μελωδική μορφή που απαντάται στις νεκρώσιμες ακολουθίες. Οι πιστοί ακολουθούν κρατώντας αναμμένα κεριά. Όσοι δεν είναι σε θέση να λιτανεύσουν στέκονται συχνά στους εξώστες των σπιτιών τους ή στα πεζοδρόμια από όπου περνά η περιφορά, κρατώντας επίσης αναμμένα κεριά ή και θυμιατήρια, ενώ από τους εξώστες ραίνουν τον Επιτάφιο με ανθοπέταλα και ανθόνερο. Σε πολλά ελληνικά χωρία ο Επιτάφιος περιφέρεται και μέσα στο κοιμητήριο, ανάμεσα στους τάφους, ως υπενθύμιση της αιώνιας ζωής στους κεκοιμημένους. Στη νήσο Ύδρα, ο Επιτάφιος της ενορίας Καμίνι περιφέρεται και μέσα στη θάλασσα, ως ειδική ευλογία για όσους έχουν χαθεί στη θάλασσα. Σε μεγαλύτερες πόλεις εξάλλου, της πομπής προηγείται η μπάντα του δήμου παίζοντας πένθιμα εμβατήρια, ενώ αλλού συνοδεύεται από στρατιωτικά αποσπάσματα με τα όπλα τους σε θέση πένθους (με το στόμιο της κάννης προς το έδαφος).

Στο τέλος της περιφοράς, ο Επιτάφιος επιστρέφει στο εσωτερικό του ναού. Ωστόσο σε αρκετές περιπτώσεις, οι μεταφέροντες αυτόν θα σταθούν μόλις έξω ή μόλις μέσα από τη θύρα του ναού και θα τον κρατήσουν σε κάθετη θέση, ώστε όλοι όσοι εισέρχονται στον ναό να περάσουν από κάτω του (συμβολίζοντας ότι μπαίνουν στον τάφο μαζί με τον Χριστό). Στην Ελλάδα ο Επιτάφιος μεταφέρεται κατευθείαν μετά στο Ιερό, όπου παραμένει επάνω στην Αγία Τράπεζα μέχρι το τέλος της ημέρας της Αναλήψεως, ενώ στις σλαβικές χώρες αποτίθεται πάνω στo φορείο πάνω στο μέσο του ναού και παραμένει εκεί μέχρι την Ανάσταση.

Κατά την Εβδομάδα της Διακαινησίμου η Ωραία Πύλη παραμένει ανοικτή, συμβολίζοντας τον κενό Τάφο του Χριστού, οπότε ο Επιτάφιος είναι εύκολα ορατός από τον κυρίως ναό πάνω στην Αγία Τράπεζα, συμβολίζοντας το σουδάριο που παρέμεινε στον άδειο Τάφο μετά την Ανάσταση.

Με το τέλος της Εβδομάδας της Διακαινησίμου η θύρα της Ωραίας Πύλης κλείνει, αλλά ο Επιτάφιος παραμένει πάνω στην Αγία Τράπεζα μέχρι την Ανάληψη, ως ανάμνηση των εμφανίσεων του Χριστού μετά την Ανάστασή Του και μέχρι την Ανάληψή του στους ουρανούς.