HomeΗΘΗ & ΕΘΙΜΑ

Μνήμες που σβήνουν, ο αργαλειός και τα έργα του

Μνήμες που σβήνουν, ο αργαλειός και τα έργα του

Μια φορά και έναν καιρό, υπήρχαν σημαντικά, πολύτιμα απλά πράγματα, όταν ο χρόνος κυλούσε σε άλλους ρυθμούς και δεν είμαστε με ένα ρολόι στο χέρι. Όταν προλαβαίναμε να ακούμε τους χτύπους της καρδιάς μας και η ζωή χόρευε σε ρυθμούς ανθρώπινους.
Όταν δεν είχαμε, ίσως, όλες τις ανέσεις, αλλά όλα χτυπούσαν στο ρυθμό της αγάπης.
Όταν ζούσαμε με ρυθμούς αξιοπρέπειας.
Τακ_ τακ, αυτό το ρυθμικό και μονότονο τραγούδι, το ακούγαμε, όταν παιδιά παίζαμε στη γειτονιά.
Απογευματάκι, συνήθως τα καλοκαίρια, γύρω στις 5 με 5.30, όταν μετά την ηρεμία της μεσημεριανής υποχρεωτικής σιέστας, που την σεβόμαστε τότε τη “κοινή ησυχία”, οι νοικοκυρές, λες ότι έριχναν συνθηματικό και ακουγόταν αυτό το ρυθμικό τακ_τακ…
Στο δικό μας σπίτι ερχόταν από το υπόγειο, που είχε εγκατασταθεί ο αργαλειός.
Ήταν η χαρά της δημιουργίας για τη νοικοκυρά, ριχνόταν με περισσή ευτυχία πάνω στο αμόνι, στο υφάδι και έβλεπε, λουλούδια, σχήματα, χρώματα. Έβλεπε θάλασσες, ουρανούς, κήπους, πεδιάδες, δάση, να δημιουργεί η φαντασία της που έτρεχε σαν γάργαρο νερό και πότιζε τη τέχνη της και εκείνη άνθιζε!
Φορές άφηνα το παιγνίδι και τρυπωνα στο υπόγειο της δημιουργίας!
Παρατηρούσα την αφοσίωση της μητέρας μου.
XARALAMPAKIS
Ιερή σιωπή, από μέρους μου.
Μόνο το τραγούδι του αργαλειού ακουγόταν.
Φορές την άκουγα να σιγοτραγουδά.
Σχεδόν γλιστρούσα και χανόμουν ανάμεσα στα πολύχρωμα τόπια, ή κουβάρια. Κουβάρι και οι σκέψεις μου…
Αυτό εδώ, από το παλιό φόρεμά μου, αυτό από της αδελφής μου, αυτό από το τραπεζομάντηλο που παλιωσε. Πόσα γεύματα επάνω του… Αυτό, εκείνο…να και αυτό από το αγαπημένο μου σεντόνι…
Σκέψεις…
Αυτό το υπόγειο μοσχοβολούσε, νοσταλγία και αναμνήσεις.
Χάζευα τα μάλλινα τόπια, βαμμένα, πράσινα, κόκκινα, κίτρινα, γαλάζια, σαν τοπία που είχαν ξεφύγει από κάθε γωνιά της γης και είχαν έρθει σε αυτό το υπόγειο!
Το βλέμμα μου ξυπνούσε με λαχτάρα σε κείνα τα μωβ τόπια. Δεν ξέρω, από μικρή είχα αδυναμία στο μωβ, τα έπαιρνα στην αγκαλιά μου, σαν να ήθελα να νοιώσω τη ζεστασιά και το άρωμά τους. Μου θύμιζαν λιβάδι από λεβάντες, κυκλάμινα και ανεμώνες. Ναι και πασχαλιές.
Κοιτούσα τη μητέρα μου, όταν σήκωνε το βλέμμα της για να κάνει αλλαγή χρωμάτων στο έργο της…
– Μαμά, σε παρακαλώ, μωβ….θέλω ένα μωβ χαλάκι.
– Χαχαχα, το ξέρω, μωβ θα σου κάνω, αλλά διάλεξε χρώμα για τα λουλούδια σου.
Πλησίασα το μωβ, κοντά στα άλλα χρώματα… Κίτρινο, αυτή η αντίθεση μου άρεσε!
Μια λοξή ματιά η μητέρα μου…
– Μια χαρά το διάλεξες…
Και ένα χαμόγελο, άνθιζε στα χείλη της, σαν λουλούδι, από εκείνα, που φύτευε στα δημιουργήματά της!
Εκείνο το βράδυ η μητέρα μου άργησε να φανεί από το υπόγειο.
Αποκοιμήθηκα.
Ονειρευόμουν το χαλάκι μου, μωβ, με κίτρινα λουλούδια…
Το πρωί μισάνοιξα τα μάτια μου, μα νυσταζα ακόμα, αχόρταγη στον ύπνο τα καλοκαίρια.
Μα κάτι με έκανε, εκείνο το πρωί και τα ορθάνοιξα διάπλατα.
Το χαλάκι μου εκεί μπροστά μου!
Αχ, γι αυτό άργησες γλυκιά μου μανούλα χθες το βράδυ;…
Αχ αυτός ο χαρούμενος σπιτικός ήχος!
Ρυθμικά αντηχεί και φέρνει μνήμες!
Μνήμες που στις μέρες μας πάνε να καταργηθούν, να σβήσουν…
Μνήμες που σβήνουν, ο αργαλειός και τα έργα του;…
Σε μένα όχι ποτέ!
Κρατώ το χαλάκι μου με το άρωμα της μητέρας μου!
 
Κοσμίδου Ιορδάνου Βάσω