Μια γυναίκα που θάφτηκε πριν από 7.200 χρόνια στην περιοχή της σημερινής Ινδονησίας, φαίνεται να ανήκε σε μια άγνωστη ανθρώπινη γενεαλογική γραμμή, αποκαλύπτει μια νέα γενετική ανάλυση.
Το γονιδίωμα της αρχαίας γυναίκας αποκάλυψε επίσης ότι είναι μακρινός συγγενής των σημερινών Αβορίγινων της Αυστραλίας και των Μελανησίων, ή αλλιώς των ιθαγενών των νησιών της Νέας Γουινέας και του δυτικού Ειρηνικού, οι πρόγονοι των οποίων ήταν οι πρώτοι άνθρωποι που έφτασαν στην Ωκεανία.
Όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές, η γυναίκα είχε σημαντικό ποσοστό DNA από ένα άλλο ανθρώπινο είδος γνωστό ως Ντενίσοβαν, σε αντίθεση με άλλους αρχαίους κυνηγούς-συλλέκτες από τη Νοτιοανατολική Ασία, όπως στο Λάος και τη Μαλαισία, οι οποίοι δεν έχουν μεγάλη σχέση με τους Ντενίσοβαν, δήλωσε ο συν-επικεφαλής της μελέτης, Κόσιμο Ποσθ, καθηγητής στο Κέντρο Senckenberg για την Ανθρώπινη Εξέλιξη και το Παλαιοπεριβάλλον στο Πανεπιστήμιο του Tübingen στη Γερμανία.
Αυτές οι γενετικές ανακαλύψεις υποδηλώνουν ότι η Ινδονησία και τα γύρω νησιά, μια περιοχή γνωστή ως Wallacea, ήταν «το σημείο συνάντησης για το σημαντικότερο γεγονός πρόσμιξης, μεταξύ των Ντενίσοβαν και των σύγχρονων ανθρώπων κατά το αρχικό τους ταξίδι στην Ωκεανία», δήλωσε ο επιστήμονας στο Live Science.
Οι ερευνητές ενδιαφέρονται εδώ και πολύ καιρό για τη Wallacea. Υπολογίζεται ότι οι αρχαίοι άνθρωποι ταξίδεψαν εκεί, τουλάχιστον πριν από 50.000 χρόνια (πιθανώς και πριν από 65.000 χρόνια) πριν φτάσουν στην Αυστραλία και τα γύρω νησιά. Οι ερευνητές βρήκαν την ταφή της μυστηριώδους γυναίκας στο σπήλαιο Leang Panninge στο νησί Σουλαουέσι της Ινδονησίας το 2015.
«Πρόκειται για μια συναρπαστική ανακάλυψη, καθώς ήταν η πρώτη φορά που βρέθηκε ένα σχετικά πλήρες σύνολο ανθρώπινων σκελετικών λειψάνων σε συνδυασμό με αντικείμενα του πολιτισμού των “Toalean“, αινιγματικών κυνηγών-συλλεκτών που κατοικούσαν στη νοτιοδυτική χερσόνησο του Σουλαουέζι πριν από περίπου 8.000 έως 1.500 χρόνια», δήλωσε στο Live Science ο συν-επικεφαλής της μελέτης, Άνταμ Μπρούμ, καθηγητής αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Griffith της Αυστραλίας. Για να μάθουν περισσότερα για τη γυναίκα αυτή – η οποία πέθανε σε ηλικία περίπου 18 ετών, όπως αποκάλυψε η ανάλυση – οι ερευνητές μελέτησαν το αρχαίο DNA της, το οποίο διατηρείτο ακόμη στο εσωτερικό οστό του αυτιού της.
«Πρόκειται για ένα σημαντικό τεχνολογικό επίτευγμα, καθώς όλοι γνωρίζουμε ότι το αρχαίο DNA δεν διατηρείται καλά στις τροπικές περιοχές», δήλωσε η Σερένα Τούτσι, επίκουρη καθηγήτρια ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Γέιλ και επικεφαλής του εργαστηρίου Human Evolutionary Genomics, η οποία δεν συμμετείχε στη νέα μελέτη. «Μόλις πριν από λίγα χρόνια δεν μπορούσαμε καν να φανταστούμε ότι αυτό θα μπορούσε να είναι εφικτό».
Η ανάλυση σηματοδότησε την πρώτη φορά που οι ερευνητές μελέτησαν ένα αρχαίο ανθρώπινο γονιδίωμα στη Wallacea, πρόσθεσαν οι ερευνητές.
Το γονιδίωμα της γυναίκας έδειξε ότι ήταν συγγενής και με τους σημερινούς ιθαγενείς της Αυστραλίας και τους Παπούα, δήλωσε ο Ποσθ. «Ωστόσο, η συγκεκριμένη γενεαλογική της γραμμή αποκόπηκε από αυτούς τους πληθυσμούς σε ένα πρώιμο χρονικό σημείο», σημείωσε ο Μπρούμ.
Επιπλέον, η γενετική αλληλουχία έδειξε ότι είχε μια μοναδική προγονική ιστορία, που «δεν διέθετε κανένας γνωστός άνθρωπος από το αρχαίο παρελθόν», εξήγησε ο Μπρούμ.
Ως εκ τούτου, οι ερευνητές δεν βρήκαν καμία απόδειξη ότι οι σύγχρονοι άνθρωποι του Σουλαουέζι κατάγονται από τους κυνηγούς-συλλέκτες Toalean, τουλάχιστον με βάση το γονιδίωμα αυτής της γυναίκας. Ίσως αυτή η γυναίκα να καταγόταν από τους αρχαίους ανθρώπους που ζούσαν στο Σουλαουέζι πριν κατοικηθούν η Αυστραλία και τα γύρω νησιά, είπαν οι ερευνητές.
«Μαθαίνουμε ότι υπήρχε ένας άγνωστος μέχρι πρότινος πληθυσμός, ο οποίος μετανάστευσε σε όλη αυτή την περιοχή, πιθανότατα περίπου την ίδια εποχή με τους προγόνους των σημερινών πληθυσμών στην Παπούα ή την Αυστραλία», είπε η Τούτσι. Παρόλο που η γενεαλογική γραμμή αυτής της γυναίκας εξαφανίστηκε, «όλοι αυτοί οι πληθυσμοί συνυπήρχαν μέχρι σχετικά πρόσφατα, γεγονός που θέτει πολλά ερωτήματα σχετικά με τις αλληλεπιδράσεις των πληθυσμών από γενετικής αλλά και από πολιτιστικής απόψεως», πρόσθεσε η ερευνήτρια.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο διαδίκτυο την Τετάρτη 25 Αυγούστου στο περιοδικό Nature.
ΠΗΓΗ: Live Science