HomeΛΟΙΠΑ ΘΕΜΑΤΑ

Εισπρακτικές – Η μάστιγα με τα ενοχλητικά τηλέφωνα

Εισπρακτικές – Η μάστιγα με τα ενοχλητικά τηλέφωνα

Η ενοχλητική μάστιγα της εποχής που συμπεριφέρονται ταπεινωτικά ακόμη και αν δεν υπάρχει χρέος, τηλεφωνούν μόνο σε ακατάλληλες ώρες και ”τεντώνουν” τα νεύρα σε όποιον ασχοληθεί λίγο παραπάνω από όσο πρέπει. 

 

 

Μια τέτοια περίπτωση με έναν παράλογα έξυπνο τρόπο αντιμετώπισης τέτοιων περιστατικών:

Πριν από περίπου δυο χρόνια μου ήρθε ένας υπερβολικά «φουσκωμένος» λογαριασμός κινητής τηλεφωνίας, ο οποίος με άφησε «παγωτό». Για να καταλάβετε το μέγεθος, ας αναφέρω ότι ήταν περίπου έξι φορές πάνω από το κανονικό και κάλυπτε μια περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας έπαιρνα λιγότερα τηλέφωνα από ότι συνήθως.

Έκανα πολλές προσπάθειες να εξεταστεί η περίπτωσή μου ξανά, όμως πάντα καταλήγαμε σε αδιέξοδο με τους κατά τ’ άλλα συμπαθέστατους υπαλλήλους στο τμήμα εξυπηρέτησης πελατών του παρόχου μου. Τους εξήγησα ευγενικά πως δεν πρόκειται να πληρώσω το εν λόγω ποσό κι εκείνοι μου απάντησαν ότι δεν μπορεί να γίνει κάτι. Τους έκανα μια αντιπρόταση στην οποία υποτίθεται ότι θα απαντούσαν, κάτι που δεν έγινε ποτέ.

Πριν από λίγες μέρες λοιπόν, άγνωστοι πήραν τηλέφωνο τη μητέρα μου (!) και της είπαν ότι πρέπει να επικοινωνήσω με ένα δικηγορικό γραφείο για μια υπόθεσή μου, η οποία επείγει. Όπως είναι φυσικό, η μητέρα μου τρόμαξε και με κάλεσε κατευθείαν για να δει αν είμαι καλά. Το πώς βρήκαν το τηλέφωνό της παραμένει ένα μυστήριο και ίσως κρύβει κάποια παράνομη ενέργεια, δεν ξέρω.

Καταλαβαίνω κατευθείαν τι παίζει. Κοιτάζω το ρολόι και συνειδητοποιώ ότι έχω λίγη ώρα για να σπάσω πλάκα. Ψάχνω στο Google το όνομα του δικηγορικού γραφείου. Οι πρώτες λέξεις που βλέπω είναι «απατεώνες», «απαράδεκτοι» και ένα σωρό ακόμη κοσμητικά επίθετα. Site δεν υπάρχει, μόνο ένα ξεχασμένο Facebook profile, σημάδι μίζερης δικηγορικής ύπαρξης.

Νιώθω Ρομπέν των Δασών στην τοποθεσία Αθήνα. Χαμογελάω και πληκτρολογώ τον αριθμό.

Το σηκώνει μια αγενέστατη τύπισσα. Μουρμουρίζει κάτι του στιλ: «Δικηγορικό γραφείο Μαμσδ», σαν να ντρεπόταν να πει πού δουλεύει. Της λέω ότι με κάλεσαν για μια επείγουσα υπόθεση. Μου ζητάει όνομα, ΑΦΜ, κάποια ακόμη στοιχεία και με συνδέει με μια δεύτερη υπάλληλο.

«Γεια σας, ονομάζομαι Μιχελάκη», μόνο επίθετο μου έδωσε, το οποίο προφανώς δεν είναι Μιχελάκη αλλά ας υποθέσουμε ότι τη λένε έτσι.

«Έχετε ένα χρέος της τάξης των … ευρώ στον πάροχό σας, σκοπεύετε να το πληρώσετε»; Με ρωτάει κοφτά, σαν να έχει πάρει οδηγίες ότι πρέπει να μιλάει έτσι.

Απαντάω και την ακούω να πληκτρολογεί σούπερ γρήγορα με τα πλήκτρα να κάνουν αρκετό θόρυβο σαν να γράφει σε ένα αρχαίο, γκρίζο πληκτρολόγιο. Τη φαντάζομαι να κάθεται σε ένα μικροσκοπικό γραφείο ενός μίζερα βαμμένου χώρου με λερωμένη μπλε μοκέτα στο πάτωμα και ήδη αισθάνομαι νικητής.

Μιλάω αργά, μετά πιο γρήγορα, κάνω άκυρες παύσεις και καταλαβαίνω ότι γράφει αυτά που λέω – ή αυτά που η ίδια θα ήθελε να πω, δεν μπορώ να γνωρίζω. Τη ρωτάω αν η κλήση μας καταγράφεται, μου λέει όχι. Ωστόσο, συνεχίζει να γράφει καθώς μιλάω.

Αναρωτιέμαι γιατί είναι επείγον αυτό και αν καταλαβαίνει τι σημαίνει η λέξη. Με ενημερώνει ότι αν δεν πληρώσω θα με πάνε δικαστικώς και πως θα έρθει δικαστικός κλητήρας στο σπίτι. Γελάω. Τη ρωτάω σε ποια διεύθυνση και μου απαντάει «σε αυτή που έχετε δώσει στην εταιρεία κινητής». Της εξηγώ ότι έχω αλλάξει δυο σπίτια από τότε και ρωτάω πού βρήκε το τηλέφωνο της μητέρας μου.

Μου λέει ότι είναι ο αριθμός που της έδωσαν, χωρίς να γνωρίζει περισσότερα. Στη συνέχεια τη ρωτάω γιατί δεν έχουν site και βρίσκω μόνο ένα ξεχασμένο προφίλ στο Facebook και γιατί όλοι τους λένε απατεώνες; Επίσης, ζητάω να μου αποδείξει ότι πρόκειται για δικηγορικό γραφείο και όχι για κάποια ψεύτικη εταιρεία.

Επίσης, αποφασίζω να βγάλω τον άσσο από το μανίκι μου.

«Έχω κάνει εδώ και δυο χρόνια αίτημα στον πάροχο να μη με ενοχλούν εισπρακτικές εταιρείες. Εσείς πώς με βρήκατε; Ποιοι είστε τέλος πάντων;», της λέω γελώντας. Αρχίζει να μπερδεύει τα λόγια της και με παραπέμπει να επικοινωνήσω με τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών για να βεβαιωθώ ότι το γραφείο έχει υπόσταση. Της λέω ότι θα καλέσω τον Σύλλογο και θα ξαναπάρω πίσω.

Καλώ τον Δικηγορικό Σύλλογο, αλλά μάλλον έπαιζαν τάβλι και δεν το σήκωσε κανείς. Βρίσκω ένα άρθρο γνωστής ιστοσελίδας που έχει αποκαλύψει διάφορα σκάνδαλα, το οποίο είναι αφιερωμένο στο συγκεκριμένο γραφείο και αναφέρει ότι η δράση του είναι παράνομη. Παράλληλα, βρίσκω κι ένα βίντεο από εισβολή γνωστής ομάδας του αντιεξουσιαστικού χώρου στα γραφεία τους.

Παίρνω ξανά τηλέφωνο, το σηκώνει άλλος υπάλληλος. Ζητάω την τύπισσα με την οποία μιλούσα πριν και μου αναφέρει ότι είναι απασχολημένη. Αρχίζω να τον ρωτάω τα ίδια και προσθέτω στο παιχνίδι το άρθρο. «Εδώ λέει ότι είσαστε παράνομοι, τι κάνετε εκεί πέρα; Πού βρήκατε το τηλέφωνό μου και πώς να εμπιστευτώ ότι δεν είσαστε κλέφτες ή κάτι άλλο χειρότερο»;

Ήταν ο κλασσικός, «εγώ δεν ξέρω τίποτα» και με περνάει σε μια τέταρτη υπάλληλο. Αυτή μπαίνει δυναμικά και νομίζει ότι θα μου πάρει τον αέρα. “It’s still Dre day” σκέφτομαι από μέσα μου και αρχίζω τον ίδιο κύκλο ερωτήσεων. Ζητάω να μου πει το μικρό όνομα της υπαλλήλου με την οποία μιλούσα πριν και δεν μου το λέει. «Δεν γίνεται να ζητάτε προσωπικά μου στοιχεία και να μη μου δίνετε τα δικά σας, εσείς με καλέσατε». Προσπαθεί να με πείσει ότι το ΑΦΜ δεν είναι προσωπικό μου στοιχείο, τη ρωτάω αν είναι σίγουρα δικηγόρος και αφού την πιέζω να μου πει το όνομα της τύπισσας με την οποία μιλούσα μου απαντάει «Αγλαΐα» και μου το κλείνει στη μούρη.

Ο θύτης έγινε θύμα. Παίρνω πίσω. «Όλο το βράδυ τσουτσουνάκι μου» – αυτή η ατάκα του Φουσέκη κόλλησε στο μυαλό μου και μου έδωσε δύναμη να συνεχίσω το έργο μου.

Το σηκώνει πέμπτη υπάλληλος – πόσους έχουν εκεί μέσα; «Ναι, γεια σας, την κυρία Αγλαΐα Μιχελάκη θα ήθελα». «Δεν υπάρχει αυτό το όνομα εδώ, μήπως εννοείτε την κυρία Νίκη Μιχελάκη»;

«Συγγνώμη, θα με τρελάνετε;», τη ρωτάω. «Καλείτε σε αριθμούς που δεν θα έπρεπε να έχετε, μου δίνετε ψεύτικα ονόματα, πληκτρολογείτε όσα σας λέω, με απειλείτε νομικά και όλα αυτά ενώ έχω κάνει και παύση όχλησης από εισπρακτικές». Της ζητάω να μου δώσει την Αγλαΐα -ενημερώνοντάς την ότι έτσι την αποκάλεσε η συνάδελφός της- ή τη Νίκη «ή όπως αλλιώς τη λένε».

Με συνδέει. Τη ρωτάω και καλά νευριασμένος το όνομά της, μου απαντάει και αυτή ότι δεν με αφορά και απασφαλίζω απειλώντας με μηνύσεις για παραβίαση του αιτήματος που είχα κάνει στον πάροχο, για παρενόχληση και ό,τι άλλο άκυρο μου ερχόταν εκείνη την ώρα στο μυαλό. Αναφέρω ότι, εφόσον διαβάζω σε όλο το Internet ότι είναι απατεώνες και μου έχουν δώσει οι ίδιοι ψεύτικα στοιχεία, δεν μπορώ να τους πάρω στα σοβαρά και της το έκλεισα στα μούτρα, όπως αρμόζει να κάνεις σε τέτοιες εταιρείες. Στη συνέχεια πήρα τον πάροχο, έκανα τα παράπονά μου, μια νέα παύση όχλησης και προσπαθούμε εκ νέου να βρούμε λύση στο θέμα.

Κάπου εδώ θα πρέπει να πω τα προφανή. Εννοείται ότι σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, όπου ο πολίτης είναι απροστάτευτος και υπάρχει αδιαφάνεια παντού, τέτοιου είδους εταιρείες βρίσκουν κάποιο μικρό νομικό πάτημα να σε ενοχλήσουν. Και προφανώς δεν πιστεύω ότι υπάρχει κάποιος λόγος να κινηθώ, τουλάχιστον μόνος μου, νομικά εναντίον τους. Ωστόσο, σε μια περίοδο που όλοι νιώθουμε την ανάγκη να ξεσπάσουμε βλέπω τις συγκεκριμένες κλήσεις ως μια ευκαιρία να βγάλω το άχτι μου, έναν συναισθηματικό σάκο του μποξ για να περάσει η ώρα!

Δεν μπορώ ούτε να φανταστώ πόσους ανθρώπους έχουν φέρει σε απόγνωση και πόσους οικογενειάρχες έχουν στριμώξει με τις κλήσεις τους. Πόσοι άνθρωποι ήρθαν σε απόγνωση και μπορεί να έπαθαν κακό επειδή πιέστηκαν από τέτοιου είδους εισπρακτικές;

Οπότε, δεν είναι πως ένιωσα και ιδιαίτερα άσχημα που τους γλέντησα λίγο.

[quads id=5]

πηγή