HomeΜΝΗΜΕΣ

28 Οκτωβρίου 1940: ψωμί 8 δραχμές η οκά – Φεβρουάριος 1944: 100.000 δραχμές!

Τα κύρια χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας στις παραμονές του πολέμου του 1940 ήταν το χαμηλό επίπεδο, το ανεπαρκές βιοτικό επίπεδο, η εξάρτηση της χώρας μας από το εξωτερικό και η αδυναμία αξιοποίησης των πλούσιων παραγωγικών πηγών της

28 Οκτωβρίου 1940: ψωμί 8 δραχμές η οκά – Φεβρουάριος 1944: 100.000 δραχμές!

Ένα έγγραφο του περιοδικού «Ζωή» προς τον αείμνηστο πατέρα μου, που βρήκα στο αρχείο μου, επιβεβαιώνει τα προηγούμενα επετειακά κείμενά μου που δημοσιεύθηκαν παλαιότερα στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» για τις συνέπειες του πολέμου του 1940 που άρχισε σαν σήμερα, στις 28 Οκτωβρίου του 1940, για άθλιες οικονομικές  και κοινωνικές συνθήκες στην Ελλάδα λίγο πριν και λίγο μετά τον πόλεμο.

Με το έγγραφο αυτό ζητείται από τον πατέρα μου να πληρώσει ποσό ετήσιας συνδρομής του στο περιοδικό 100.000 δραχμών, παραθέτοντας πίνακα με την εξέλιξη των τιμών βασικών ειδών από το 1940 έως τον Φεβρουάριο του 1944.

Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τον πίνακα του παρατιθέμενου εγγράφου του περιοδικού «Ζωή», το 1940 η τιμή του ψωμιού ανά οκά ήταν 8 δραχμές και τον Φεβρουάριο του 1994 είχε διαμορφωθεί στις … 100.000 δραχμές ανά οκά.

Επίσης, η τιμή του λαδιού ανά οκά το 1940 ήταν 45 δραχμές, του κρέατος 40 δραχμές και των υποδημάτων 400 δραχμές το ζεύγος και τον Φεβρουάριο του 1944 είχαν φτάσει στις … 500.000 δραχμές, 400.000 δραχμές και 6.000.000 δραχμές αντίστοιχα.

Κι όμως, η χώρα αυτή κατόρθωσε να γράψει ένα ακόμη μεγάλο έπος.

Τα κύρια χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας στις παραμονές του πολέμου του 1940 ήταν το χαμηλό επίπεδο, το ανεπαρκές βιοτικό επίπεδο, η εξάρτηση της χώρας μας από το εξωτερικό και η αδυναμία αξιοποίησης των πλούσιων παραγωγικών πηγών της.

Ειδικότερα:

-Εθνικό εισόδημα: Κατά τον αείμνηστο καθηγητή και ακαδημαϊκό Άγγελο Αγγελόπουλο, το εθνικό εισόδημα εκτιμάται ότι στις παραμονές του πολέμου ανερχόταν σε 60 δισ. προπολεμικές δραχμές, από το οποίο το μισό σχεδόν προερχόταν από τη γεωργία. Ο καθηγητής Χρυσός Ευελπίδης εκτιμούσε ότι το εθνικό εισόδημα ανερχόταν τότε σε 67 δισ. προπολεμικές δραχμές.

-Κατά κεφαλήν εισόδημα: Το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων την περίοδο αυτών ήταν ανεπαρκές και σημαντικά χαμηλό. Η διαφορά μάλιστα από το αντίστοιχο των αγγλοσαξονικών χωρών ήταν τεράστια. Το κατά κεφαλήν εθνικό εισόδημα εκτιμάται ότι ανερχόταν στα 61 δολάρια, έναντι 369 δολαρίων του Βελγίου, 398 δολαρίων της Γαλλίας, 560 δολαρίων της Αγγλίας και 690 δολαρίων των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.

-Διατροφή: Στις παραμονές του πολέμου, στην Ελλάδα η μέση διατροφή του λαού αντιστοιχούσε σε 2.300 θερμίδες την ημέρα, ενώ στην Αγγλία μόνο στην πολεμική διατροφή αντιστοιχούσε σε 2.827 θερμίδες. Ο ελληνικός λαός μάλιστα και ιδίως οι λαϊκές τάξεις τρέφονταν κυρίως με ψωμί. Το 60% των θερμίδων που έπαιρνε κατά μέσο όρο μια ελληνική οικογένεια προερχόταν από τα σιτηρά. Η αντίστοιχη αναλογία στις ΗΠΑ ήταν 24%, στην Αγγλία 35%, στη Γερμανία 39% και στη Γαλλία 55%.

-Κατανάλωση τροφίμων: Η προπολεμική κατανάλωση κρέατος στην Ελλάδα ανερχόταν σε 16 κιλά, έναντι 63 στην Αγγλία, γάλατος 40 κιλά, έναντι 94 κιλών στην Αγγλία, ζάχαρης 10 κιλών, έναντι 43 στην Αγγλία, ψαριών 5 κιλών, έναντι 21 στην Αγγλία Αυτά τα στοιχεία σημαίνουν ότι στη χώρα μας είχε αναχθεί σε «δόγμα» το «λιτοδίαιτο» του Έλληνα!

-Αγροτικό εισόδημα: Το μέσο εισόδημα μιας αγροτικής οικογένειας πριν από τον πόλεμο ανερχόταν σε 21.000 δραχμές, ενώ τα έξοδα για τη στοιχειώδη διατροφή της σε 28.000 δραχμές.

-Το μέσο ημερομίσθιο: Το μέσο ημερομίσθιο στην Ελλάδα για τον εργάτη την περίοδο έως τον πόλεμο δεν ξεπερνούσε τις 50 – 70 δραχμές.

-Αγοραστική δύναμη: Για να καταδειχθεί η χαμηλή αγοραστική δύναμη των Ελλήνων κατά την περίοδο αυτή αναφέρεται ότι για ένα κιλό γάλα ένας εργάτης διέθετε το ένα πέμπτο του εισοδήματός του, ενώ ο Άγγλος εργάτης μόνο το ένα εικοστό του εισοδήματός του. Επίσης, για να αγοράσει ο έλληνας εργάτης μισό κιλό κρέας έπρεπε να διαθέσει το ένα τέταρτο του ημερομισθίου, ενώ ο Άγγλος μόνο το ένα δέκατο!

-Γεωργική παραγωγή: Η καλλιέργεια σιτηρών κάλυπτε την περίοδο αυτή το 37% της συνολικής έκτασης. Το 1939 παραγωγή σιτηρών ανερχόταν σε 920.000 τόνους.

-Βιομηχανική παραγωγή: Η βιομηχανική παραγωγή είχε παρουσιάσει τον προηγούμενο χρόνο, δηλαδή το 1939, μικρή αύξηση.

-Εισαγωγή πρώτων υλών για τη βιομηχανία: Η εισαγωγή πρώτων υλών για τη βιομηχανία ανέρχονταν το 1939 σε 170.000 τόνους.

-Εμπορικό ισοζύγιο: Το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου είχε μειωθεί σημαντικά το 1939 (4,2 εκατ. λίρες).

-Σχέση εξαγωγών προς εισαγωγές: Η σχέση εξαγωγών προς εισαγωγές ανερχόταν το 1939 στο 74,95%.

-Τιμάριθμος κόστους ζωής: Ο τιμάριθμος κόστους ζωής τον Οκτώβριο του 1940 βρισκόταν στο 114,2 (1938=100).

-Τακτικός προϋπολογισμός: Ο τακτικός προϋπολογισμός του οικονομικού έτους 1938–1939 είχε προβλεφθεί ότι θα άφηνε έλλειμμα. Τελικά έκλεισε ισοζυγισμένος, χάρη στην καλύτερη απόδοση των τακτικών εσόδων.

-Καταθέσεις: Οι καταθέσεις τον Οκτώβριο του 1940 ανέρχονταν σε 13 δισ. δραχμές. Φαινόμενα μαζικής ανάληψης καταθέσεων εκδηλώθηκαν τον Αύγουστο του 1939 εξαιτίας της κήρυξης του πολέμου στην Ευρώπη και το Μάϊο και τον Ιούνιο του 1940, εξαιτίας του κλίματος αβεβαιότητας που είχαν προκαλέσει οι έντονες πολεμικές προετοιμασίες για τον επικείμενο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οι συνέπειες του  πολέμου

Με αυτήν την οικονομία και με αυτό το βιοτικό επίπεδο μπήκε η Ελλάδα στον πόλεμο του 1940. Οι συνέπειες ήταν εφιαλτικές:

Capture 5

Το έγγραφο με τον πίνακα τιμών βασικών ειδών

-Κρατικός προϋπολογισμός: Στον κρατικό προϋπολογισμού του 1939 – 1940 έγιναν πιο αισθητές οι δυσμενείς επιπτώσεις από τη διεθνή πολεμική σύρραξη. Παρά τις νέες φορολογίες (φόρος στα κέρδη των φορτηγών πλοίων και στα έκτακτα κέρδη των εμπορικών επιχειρήσεων) δεν μπόρεσε να αποφευχθεί η μείωση των συνολικών εσόδων από την κάμψη της απόδοσης πολλών φορολογιών.

Από την άλλη μεριά, οι δαπάνες διογκώθηκαν απότομα για να καλυφθούν οι έκτακτες ανάγκες που δημιουργούσε ο πόλεμος. Μόνο από τα τρία πολεμικά υπουργεία αντιμετωπίσθηκαν έκτακτες δαπάνες 2,5 δις. δραχμών, έναντι πρόβλεψης για 1,4 δις. δραχμές.

Ο προϋπολογισμός του οικονομικού έτους 1940 – 1941 είχε καταρτισθεί με την πρόβλεψη ελλείμματος 662 εκατ. δραχμών. Η εκτέλεσή του εξελισσόταν κανονικά έως την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, με κάποια πτώση μόνο στα έσοδα που επηρεάσθηκαν από τον Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η ομαλή όμως εξέλιξη δεν ήταν δυνατόν να συνεχισθεί αφότου η χώρα μπήκε στον πόλεμο. Στην τελευταία κατοχική δημοσιονομική χρήση (1943 – 1944) το δημοσιονομικό έλλειμμα έφθασε στα 10 τρις. δραχμές!

-Τιμάριθμος κόστους ζωής: Το 1940 σημειώθηκαν στις διεθνείς αγορές ανατιμήσεις μεταξύ 70% και 130% σε βασικά τρόφιμα, όπως το στάρι, η ζάχαρη και τα καύσιμα. Ο τιμάριθμος κόστους ζωής έως το Νοέμβριο του 1939 κυμαινόταν σε επίπεδα κατώτερα από τα αντίστοιχα του 1938.

Από το Δεκέμβριο όμως του 1939, υπό την επίδραση των διεθνών υψωτικών τάσεων, άρχισε η κίνησή του προς τα πάνω, βραδύτερη έως το Μάϊο του 1940, επιταχυνόμενη στη συνέχεια, ιδίως από τον Οκτώβριο του 1940 μετά την εμπλοκή της χώρας στον πόλεμο. Το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου ο τιμάριθμος (με 1938 =100) ανέβηκε από το 100,7 του Δεκεμβρίου του 1939 στο 118,5.

Η άνοδός του συνεχίσθηκε ταχύτερα τους πρώτους μήνες του 1941 για να φθάσει τον Απρίλιο, μετά την κατάληψη της χώρας από τους Γερμανούς, στο 129,9. Στο τέλος της Κατοχής (Οκτώβριος 1944) έφθασε σε ιλιγγιώδη επίπεδα (2.305.984.911 με δείκτη το 1 που ήταν τον Απρίλιο του 1941!)

-Εθνικό εισόδημα: Το εθνικό εισόδημα το 1941 έφθασε μόλις το ένα τρίτο του 1939 (23 δις. δραχμές από 63 δις. δραχμές το 1939) και κατέρρευσε σχεδόν τα επόμενα κατοχικά χρόνια.

-Αγροτική παραγωγή: Η γεωργία, ο κυριότερος παραγωγικός κλάδος που απασχολούσε πριν από τον πόλεμο το 60% του πληθυσμού και παρήγε γύρω στο 35% του εθνικού προϊόντος, δοκίμασε αμέσως τις συνέπειες από την έλλειψη εργατικών χεριών, τις απώλειες μηχανικού εξοπλισμού και τις άλλες δυσμενείς κατοχικές συνθήκες.

Η καλλιεργούμενη έκταση περιορίσθηκε στο 70% της προπολεμικής και η στρεμματική απόδοση μειώθηκε κάτω από το μισό. Αποτέλεσμα ήταν να σημειωθεί κατακόρυφη πτώση της παραγωγής. Εκδηλώθηκε σε όλες τις καλλιέργειες και σε όλα τα βασικά είδη της γεωργικής παραγωγής. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι η παραγωγή του σταριού, που ήταν βάση της διατροφής του πληθυσμού κυμαινόταν στους 390.000 τόνους το χρόνο, έναντι 840.000 τόνων κατά την προπολεμική περίοδο. Παρόμοια ήταν η εξέλιξη και στους κλάδους της κτηνοτροφίας και της αλιείας (γύρω στο 60 – 60% και 25% της προπολεμικής παραγωγής αντίστοιχα)

-Βιομηχανική παραγωγή: Η βιομηχανική παραγωγή εκμηδενίσθηκε σχεδόν τελείως μετά την εμπλοκή στον πόλεμο και στη διάρκεια της Κατοχής. Δύο μόλις χρόνια μετά την απελευθέρωση, το 1946, η βιομηχανική παραγωγή μόλις είχε φθάσει στο 60% της προπολεμικής.

-Νομισματικό χάος: Τα στοιχεία για τη νομισματική κατάσταση δίνουν εικόνα χάους. Η νομισματική κυκλοφορία,  η τιμή του χρυσού ανέβαιναν με ιλιγγιώδεις ρυθμούς έως το τέλος της Κατοχής  και έφθασαν σε απίστευτα επίπεδα. Σημειώθηκαν μαζικές αναλήψεις καταθέσεων, ενώ η δραχμή δεν είχε σχεδόν κανένα αντίκρισμα. Για παράδειγμα αναφέρεται ότι η μέση τιμή της χρυσής λίρας βρισκόταν στον Οκτώβριο του 1940 στις 1.169 δραχμές και το 1944 έφθασε στις 2.661 δραχμές. Υπενθυμίζεται ότι με το νόμο 18 του Νοεμβρίου 1944 (11 Νοεμβρίου 1944) εισήχθη στη χώρα μας η νέα δραχμή. Η σχέση της με την παλιά ήταν 1 νέα δραχμή = 50 δισεκατομμύρια παλιές

-Σημαντικές απώλειες σε ζωές: Περισσότερο από μισό εκατομμύριο έλληνες χάθηκαν στην τετραετία 1940 -1944 από τις πολεμικές επιχειρήσεις, τις εκτελέσεις, τους φόνους, την πείνα, τις αρρώστιες. Οι απώλειες και η κάμψη των γεννήσεων είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση του πληθυσμού της χώρας σε 7.150.000 άτομα το 1946 από 6.300.000 άτομα το 1940. Επίσης, 880.000 έλληνες ήταν θύματα πολέμου από τους οποίους 760.000 άμαχοι.

-Καταστροφή υποδομών: Πολλά χωριά και κωμοπόλεις είχαν καεί και περισσότεροι από 1.000.000 Έλληνες έμειναν άστεγοι. Το ένα τρίτο από το σύνολο των 9.000 χωριών που υπήρχαν στη χώρα και σχεδόν το 23% των κτιρίων κάθε είδους καταστράφηκαν τελείως ή έπαθαν σοβαρές ζημιές.

Η ελληνική ναυτιλία που κατείχε προπολεμικά τη δεύτερη θέση στην κατηγορία των tramps και την ένατη στη διεθνή χωρητικότητα έπαθε συντριπτικές καταστροφές. Υπολογίζεται ότι χάθηκε το 72% της χωρητικότητας. Στην αρχή του πολέμου αριθμούσε 577 πλοία χωρητικότητας 1,8 εκατ. τόνων και στο τέλος του πολέμου εκτιμάται ότι περισώθηκαν μόνο 130 πλοία, συνολικής χωρητικότητας 0,5 εκατ. τόνων.

Στις απώλειες πρέπει να πρ0στεθεί και το κλείσιμο του Ισθμού της Κορίνθου και οι σοβαρές ζημιές στο σύνολο των λιμενικών εγκαταστάσεων. Τεράστιες ήταν οι ζημιές και στο μεταφορικό δίκτυο της ξηράς. Στην κύρια σιδηροδρομική γραμμή Αθήνας – Θεσσαλονίκης είχε καταστραφεί περισσότερο από το 80% του συνολικού μήκους των σιδηροτροχιών, ενώ στο δίκτυο Πελοποννήσου (ΣΠΑΠ) οι απώλειες ήταν ακόμη μεγαλύτερες. Περίπου ολοκληρωτική ήταν και η καταστροφή του συστήματος οδικών μεταφορών.

Πριν αρχίσει ο πόλεμος κυκλοφορούσαν στην Ελλάδα 1.030 αστικά λεωφορεία, 1.800 υπεραστικά, 6.167 φορτηγά και 8.700 επιβατηγά οχήματα, δηλαδή σύνολο 17.697 οχήματα. Στο τέλος του πολέμου είχαν απομείνει ελάχιστα κι αυτά ακατάλληλα για τις συγκοινωνιακές ανάγκες.

– Αξία υλικών ζημιών: Η Διάσκεψη για τις επανορθώσεις που έγινε μεταπολεμικά στο Παρίσι δέχθηκε ότι η αξία των υλικών ζημιών της Ελλάδος από τον πόλεμο έφθασε στα 3.813.407.000 δολάρια. Υπολόγισε επίσης το συνολικό ύψος των ζημιών, των εξόδων Κατοχής και των κυβερνητικών δαπανών κατά το διάστημα του πολέμου και της Κατοχής στο ποσό των 8.451.833.000 δολαρίων.

 

Πηγή: «Οικονομικά» του Άγγελου Αγγελόπουλου» (Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1974), και «Τα πρώτα πενήντα χρόνια της Τράπεζας της Ελλάδος 1928-1978», (έκδοση της Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα 1978)