Κατάνυξη : αίσθημα που περιλαμβάνει σεβασμό, ευλάβεια και συγκίνηση, συνήθως σε σχέση με κάποια θεϊκή ή μεταφυσική παράσταση ή έννοια.
Τσίπουρο: Εκλεκτό απόσταγμα που έχει κάνει τον Τύρναβο γνωστό στα πέρατα του κόσμου.
Τσιπουροκατάνυξη: Είναι η καθημερινή μάζωξη σε ένα από τα τσιπουράδικα της πόλης λίγο πριν το μεσημέρι, πάμε για ένα είναι η συνηθισμένη έκφραση ,όμως ποτέ δεν είναι ένα …
Ακόμα και κατακαλόκαιρο με τον ήλιο “ντάλα” να σε κτυπάει στο κεφάλι το αναζητάς.
Ξεκινάς μόνος και καθώς η ώρα περνάει η μοναξιά πάει περίπατο , την θέση της παίρνει η παρέα , το μασλάτι, τα κεράσματα τα μεζεδλίκια, το κέφι, τα τρανταχτά γέλια ενίοτε και κανένα τραγουδάκι.
Στο τσιπουράδικο δεν πας για να φας, θα φας αργότερα, πας για την παρέα και για μεζεδάκια που παλιότερα είχαν μια ιεραρχία στο σερβίρισμα. Πρώτα τα ξινά και τα τουρσιά, μετά τα παστά με τζατζίκι αυγά ,τα φασόλια και φετούλα με πιπέρι…..αργότερα εμπλουτιστήκαν με νέες γαστρονομικές λιχουδιές. Σε δυο τρία μαγαζιά υπήρχε και μπακαλιάρος. Κρεατικά δεν είχανε, ίσως έβγαινε λίγο λουκάνικο ή κοιλίτσες κοκκινιστές ή ριγανάτες (κοιλιά αρνίσια, γεμιστή).
Μέχρι το 1989 έπιναν μόνο χύμα, με γλυκάνισο, δεν υπήρχε χωρίς. Όταν το εμφιαλωμένο άρχισε να πωλείται πανελλαδικά, επιβλήθηκε κάπως η επιλογή χωρίς γλυκάνισο, λόγω προτίμησης των καταναλωτών, αφού έτσι το έπιναν στην υπόλοιπη Ελλάδα. Στην αρχή το λέγαμε “τράγιο” ή “αλάδωτο” το χωρίς γλυκάνισο». Στον Τύρναβο η τσιπουροκατάνυξη γίνεται μεσημέρι και όχι βράδυ. Τα συνοδευτικά σε μικρά πιατάκια είναι προσαρμοσμένα με το πόσα τσιπουράκια θα παραγγείλεις. Αδειάζουν τα ποτήρια και μαζί με αυτά τα πιατάκια που κάνουν στοίβα σε μια γωνιά του τραπεζιού ,μέχρι να έρθουν να τα πάρουν και να βάλουν γεμάτα γιατί οι παραγγελιές για ένα ακόμα συνεχίζονται. Παλιά, στο ουζερί Αστόρια στην πλατεία, αν ζητούσες έξτρα μεζέ, σου έλεγαν “στου Μαχαίρα” – ο Μαχαίρας ήταν το εστιατόριο της πόλης. Δεν υπήρχε στο τσιπουράδικο η έξτρα παραγγελία, αυτό ήρθε με την ευμάρεια, μετά το 1980.
Καρέκλες παραδοσιακές που λοξά τοποθετημένες για να χωρέσουν όλοι οι καλοί. Παντού σερβίρουν τσίπουρο αλλά σαν το Τσιπουράδικο στον Τύρναβο δεν έχει…
Το τσίπουρο Τυρνάβου καλοτάξιδο δροσίζει το λαρύγγι πολλών σε όλη την Ελλάδα και στο εξωτερικό. Οπου και βρεθείτε στηρίξτε το τοπικό μας νέκταρ με ή χωρίς, του Οινοποιητικού Συνεταιρισμού Τυρνάβου κατ’ αρχήν, 500 οικογένειες ζουν από αυτόν, και φυσικά όλων των άλλων αποσταγματοποιών που δραστηριοποιούνται στην περιοχή ελεύθερη αγορά έχουμε.
Μπορεί το καλοκαίρι να είναι κάμα στην περιοχή, μπορεί να μην έχουμε θάλασσα, εαν και κάποιοι πολιτικοί παλιά μέχρι και θάλασσα μας υποσχέθηκαν, έχουμε ζεστή καρδιά σαν τον ζεστό ήλιο του καλοκαιριού, μας αρέσει το μουαμπέτι βυζαίνοντας το τσιπουράκι, δεν είμαστε της ποσότητας στο φαγητό, αλλά της μικρής μερίδας με νοσταλγικές μυρωδιές, να μη το κουράζουμε είμαστε του σαλονιού και του λιμανιού…..
Με γλυκάνισο ή τράγιο
Η φιλοσοφία της τυρναβίτικης τσιπουροποσίας
Με εκλεκτή παρέα και τσίπουρο, βιώσαμε μια μέθεξη. Για να μου διηγηθούν την ιστορία του τόπου, με πήγανε στου Στατήρη. Ο Θύμιος, που έχει κληρονομήσει από τον πατέρα του, Κώστα, το παραδοσιακό μεζεδοπωλείο Στατήρης –πρώην καφέ-ζαχαροπλαστείο-ουζερί με το ονομα Ζήνα– είναι μια αξεπέραστη φιγούρα. Σβέλτος περιποιητής, που κινείται σαν σβούρα μέσα στη δίνη των επιθυμιών των πελατών του, αλλά και άρχοντας κάπελας, που με κατανόηση σιγοντάρει τα πειράγματα των θαμώνων του. Στο τραπέζι ήρθε εμφιαλωμένο τσίπουρο του Καρδάση, με και χωρίς γλυκάνισο. Τον τιμήσαμε, καθώς ήταν παρών. Αποσταγματοποιοί της περιοχής είναι ακόμα ο υπερδραστήριος Κατσάρος, ο Βασδαβάνος με το πασίγνωστο Δεκαράκι, ο Βρυσσάς, ο Αλ. Παπράς, ο Αγραφιώτης, ο Καβαρατζής, οι παραγωγοί του τσίπουρου του συνεταιρισμού – ελπίζω να μην ξεχνώ κανέναν.
Η ακολουθία συνεχίζεται ως εξής: βάλε ένα δεύτερο, ένα τρίτο, ένα δέκατο έκτο κ.λπ. Πίνουμε πάντα μεσημέρι, όχι το βράδυ. Μαζί με το τσίπουρο έρχεται και ο μεζές. Ένα μικρό πιατάκι. Έτσι υπολογιζόταν παλιότερα και ο λογαριασμός. Κάθε πιατάκι σήμαινε ένα επιπλέον τσίπουρο, κι έτσι ο σερβιτόρος ήξερε πόσο είχε σερβίρει. Κάποιες φορές ορθώνονταν οι στοίβες από τα πιατάκια τόσο ψηλά, που δεν έβλεπες το πρόσωπο του συνδαιτυμόνα σου, όταν υπήρχε.
Η φέτα ερχόταν με πιπέρι. Αυγά με ντομάτα το καλοκαίρι. Σε δυο τρία μαγαζιά υπήρχε και μπακαλιάρος. Κρεατικά δεν είχανε, ίσως έβγαινε λίγο λουκάνικο ή κοιλίτσες κοκκινιστές ή ριγανάτες (κοιλιά αρνίσια, γεμιστή). Περίπου αυτή ήταν η γκάμα και το ψωμάκι κομμένο σε μικρές μπουκιές. Ο κόσμος έπινε και στα καφενεία, αλλά και στο σπίτι, δεν υπήρχε περίπτωση να γυρίσεις από τη δουλειά και να μην πιεις ένα. Το συνεχές ωράριο τα κατέστρεψε όλα. Γι’ αυτό λέω πως το τσίπουρο είναι το διάλειμμα της ζωήςς.
Μέχρι και σήμερα, όλες οι επιχειρήσεις στον Τύρναβο, ακόμα και οι καφετέριες, το σερβίρουν, καθώς γι’ αυτούς δεν είναι ένα παραδοσιακό ποτό με διεθνή καριέρα, αλλά εκ των ων ουκ άνευ της κάθε μέρας, ο τυρναβίτικος τρόπος ζωής.