HomeΙΣΤΟΡΙΑ

Με τη ματιά και την πένα των περιηγητών της αλλοτινής Θεσσαλίας – Λάρισας, Τυρνάβου

Με τη ματιά και την πένα των περιηγητών της αλλοτινής Θεσσαλίας – Λάρισας, Τυρνάβου

Της Αποστολίας Πάνου*

 

 Όψεις της Θεσσαλίας μας δίνουν με τον εύγλωττο τρόπο τους Έλληνες λογοτέχνες, όπως και δημοσιογράφοι και περιηγητές, Τούρκοι και Ευρωπαίοι που ξεκίνησαν από την πολιτισμένη Εσπερία να γνωρίσουν ‘’των Ελλήνων τη χώρα με τα μάτια της ψυχής και του νου’’.

Οι δυτικοευρωπαίοι περιηγητές στο σύνολό τους ήταν νεαρά άτομα, μορφωμένοι ταξιδιώτες, τοπογράφοι, αρχαιολόγοι, γεωγράφοι, φιλόλογοι, συγγραφείς, ζωγράφοι, ιερωμένοι, ανταποκριτές ξένων εφημερίδων.

Βρίσκουν το θεσσαλικό κάμπο ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα περιοχή, καθώς εκτός από τα αρχαιολογικά ευρήματα -δεν παραλείπουν στα ημερολόγιά τους να αναφέρουν και τις αρχαιοκαπηλικές δραστηριότητες των Άγγλων- είχε υπάρξει το θέατρο σημαντικών συγκρούσεων από αρχαιοτάτων χρόνων,

κάτι που γνώριζαν από τις γυμνασιακές και πανεπιστημιακές τους σπουδές, και αφετέρου εξακολουθούσε να αποτελεί μια όμορφη και πλούσια περιοχή τόσο σε πανίδα, όσο και σε χλωρίδα και γι αυτό τόσο προσοδοφόρα για τους κατακτητές.

Έτσι, οι περιηγητές συνέβαλαν θετικά στην ιστορική και πολιτισμική αναδρομή της Λάρισας και της ευρύτερης περιοχής, παρά την υποκειμενικότητα των καταγραφών τους…

 

gefira alkazar

Η γιορτή των Θεοφανίων, πιθανόν πριν το 1880.  Η φωτογραφία θεωρείται ιστορική και ανήκει στη συλλογή της Δημοτικής Πινακοθήκης Λάρισας-Μουσείο Γ. Κατσίγρα.  Είναι από τις παλαιότερες που έχουν διασωθεί και τοποθετείται χρονολογικά στα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας (1878-1880), ο δε φωτογράφος είναι άγνωστος.

 

Στο σημείο αυτό, θα αναφέρουμε τις εντυπώσεις του Εβλιγιά Τσελεμπή, Οθωμανού περιηγητή γεννημένου στην Κων/πολη, ο οποίος πέρασε από τη Θεσσαλία στη διάρκεια οδοιπορικού στα τέλη της άνοιξης — αρχές καλοκαιριού το 1668.

117707435 881120882410872 506156261086833781 n

Γράφει για τον Τύρναβο πως ‘’τον παλιό καιρό ήταν ένα μικρό χωριό, με τον καιρό όμως έγινε πολιτεία, ελεύθερη από δοσίματα, υποχρεώσεις, δηλαδή απολάμβανε κάποια προνόμια, βρισκόταν κάτω από τη φύλαξη του σώματος των Γενιτσάρων και ότι οι κάτοικοί του ήταν τεχνίτες και καταγίνονταν με την υφαντική.

Λειτουργούσαν μεταξοκλωστήρια, νηματουργεία βαμβακερών νημάτων, βαφεία, υφαντήρια με πρώτες ύλες από τη βαμβακοκαλλιέργεια και σηροτροφία της περιοχής και ήταν αποκλειστικά υπόθεση των χριστιανών κατοίκων τους.

Έχει 3.500(;) χιλιάδες σπίτια απίστων Ρωμιών, πυκνοκτισμένα, στενόχωρα, δίχως κήπο. Υπάρχει μόνο ένας μουσουλμανικός μαχαλάς και τούτος κατοικείται ολότελα από αλλόφυλλους, παναπεί εξισλαμισμένους Ρωμιούς και οι άπιστοι της πόλης είναι ανυφαντάδες που υφαίνουνε πανέμορφα υφάσματα.

Πλούσιοι πραγματευτάδες έρχονται απ’ όλες τις χώρες των απίστων και την Ευρώπη, παίρνουν υφάσματα και φέρνουνε χρυσάφι και γρόσια, γι’ αυτό και οι άπιστοι αυτής της πόλης είναι ζάπλουτοι.[…[

Η πολιτεία αυτή είναι πιο αναπτυγμένη από τη Λάρισα. Φεύγοντας κανείς από τη νοτιοανατολική πλευρά της πόλης και μέχρι να φτάσει στη Λάρισα, βρίσκει 37 αμπελώνες.

Και εξ αιτίας του ευχάριστου νερού και του αέρα της, η πόλη έχει πολλές έμορφες κυράδες. Οι άνθρωποι είναι γεροδεμένοι και φεγγαροπρόσωπες οι ρωμιοπούλες…’’.

 

Με ένα χρονικό άλμα φτάνουμε στα χρόνια μετά την προσάρτηση! Στο οδοιπορικό με τον τίτλο Ανά την Θεσσαλίαν που εξέδωσε ο Βλάσης Γαβριηλίδης στην εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ (το ταξίδι πρέπει να έγινε το 1890 και η πρώτη δημοσίευση το Μάρτιο του 1891),  γράφει για τη Λάρισα:

‘’Ενδιαφέρουσα δια την ποικιλίαν των φυλών της, την ζωήν της την πολλήν, δια την δημιουργικήν της κίνησιν, δια το παράδοξον της εικόνος της, δια την γοργότητα της αναπτύξεώς της, δια το μέλλον της το εύελπι. Είναι πόλις εν ζυμώσει. Όστις θέλει να ιδή κυοφορουμένας πόλεις, ας την επισκεφθή. Παρουσιάζει το θέαμα οικίας κτιζομένης.

Η Λάρισα κτίζεται. Όλα γίνονται τώρα. Δρόμοι, πλατείαι, καταστήματα, οικοδομαί, ξενοδοχεία, εμπορικά, αγοραί. Σχεδόν και άνθρωποι. Διότι η Λάρισα είναι χωρίς Λαρισινούς. Βλέπεις Αθηναίους, Πελοποννησίους, Στερεολλαδίτας, Οθωμανούς, Εβραίους, Βλάχους, Γκέγκηδες  Ιταλούς, Φράγκους, Κωνσταντινοπολίτας, μόνον Λαρισινούς δεν βλέπεις. Πού είναι; Γίνονται. Βράζουν. Μέσα εις την ανθρωποχύτραν της νέας δημιουργίας. […]

Έν διηνεκές άνω – κάτω μετά θορύβου, μετά βοής. Ο αυτός θόρυβος, η αυτή βοή, το αυτό άνω-κάτω εν Λαρίσση. Εις τας οδούς, εις τα καφενεία, εις την αγοράν, εις τα μαγαζιά. Γέλια δε παντού και φωναί και κακό και ανακατωμός. Μεταξύ Τουρκοπόλεως, Χριστιανουπόλεως, Εβραιοπόλεως, Ευρωπόλεως.

Δικασταί ανακατωμένοι με στρατιωτικούς, στρατιωτικοί με πολίτας, χανούμισσαι με Εβραίας. Διερμηνείς του Κορανίου με δεσποτάδες, χαμάμηδες με Ελληνοδιδασκάλους Ταλμούδ και Ροβινσών, Εσθήρ και φουστανέλλα, μελωδία ελληνική και απαγγελία ελληνική, αμανές και Τροβατόρε, γιαούρτη και κρέμα, αρνί αλά παλληκάρ και σαπουνοχαλβάς.

Τσάμης ξενοδόχος πρώην αρματωλός και Κωτσάκης εφέτης με όλον τον νεοπλουτισμόν του, λησταί εις τας φυλακάς και λησταί έξω των φυλακών, Όλυμπος δεξιά και αριστερά, μουσική στρατιωτική με καρδίλλαις του Όφεμπαχ, Βλαχόκαλτσα και πτερνιστήρες, οικοδέσποιναι Γαλλίδες ψωνίζουσαι εις την αγοράν, εν μέγα καφενείον ως είδος πανδαιμόνιον με οκτώ χιλιάδας σφαιριστήρια και 28.000 ναργιλέδες, τζαμιά εγκαταλελειμμένα εκατόν, τζαμιά νεοκτιζόμενα διακόσια, ξενοδοχεία του ύπνου, κουρεία, τα οποία γαλλιστί ονομάζονται barberries, χρυσοχοεία εγχώρια και χρυσοχοεία Ευρώπης.

Δημαρχείον το οποίο καταρρέει, δικηγόροι από κάθε καρυδιάς καρύδι και γιατροί των οποίων ουδείς είναι εκ Λαρίσης, ποταμός, όστις είναι πλωτός αλλά άνευ ουδενός πλοιαρίου, σακκάδες, οίτινες πωλούν νερό εφ’ ίππων εντός δερματίνων σάκκων, προσδίδοντες εις την πόλιν όψιν στρατοπέδου, στρατώνες πολυάριθμοι άνευ στρατού και ιππικόν άνευ ίππων, ιδού η Λάρισσα… auvold’ oiseau.’’

 Άλλη μια ‘’βουτιά στο βάθος χρόνου’’ για να τονώσουμε την ανθρωπιά μας!

Φωτογραφία εξωφύλλου: 

Λάρισα Υδροφόρος. Καρτ ποστάλ – φωτογραφία του 1910 περίπου,  του φωτογράφου Στέφανου Στουρνάρα από τον Βόλο.

*Με στοιχεία από το βιβλίο μου “Η Ροδιά στην ιστορική διαδρομή της Θεσσαλίας”

[quads id=5]