HomeΘΕΣΣΑΛΙΑ

Θεσσαλία: Μετά την πλημμύρα, η λειψυδρία

Η ανατομία της λανθασμένης διαχείρισης των υδάτων από 80 επιστήμονες που επισκέφθηκαν τη Θεσσαλία

Θεσσαλία: Μετά την πλημμύρα, η λειψυδρία

Καθώς η οµάδα των 80 επιστημόνων από όλη την Ευρώπη ανηφορίζει στον λόφο που οδηγεί στο εκκλησάκι του Αγίου Αθανασίου, οι ομιλίες σταδιακά σταματούν. Οι περισσότεροι κοιτούν αποσβολωμένοι για λίγο, βγάζουν φωτογραφίες με τα κινητά.

Στα πόδια τους, μερικές δεκάδες μέτρα χαμηλότερα, βρίσκεται η απόδειξη της καταστροφής: η λίμνη Κάρλα, στην έκταση που καταλάμβανε πριν από μισόν αιώνα συστηματικής κακοποίησης. Μαζί με τα κατεστραμμένα χωριά των Τρικάλων και της Καρδίτσας, που παλεύουν ακόμη με τις λάσπες, η περιοχή της Κάρλας αποτυπώνει με τον καλύτερο τρόπο αυτό που συνέβη στην περιοχή μόλις δύο μήνες νωρίτερα.

«Τη δεκαετία του ’20 η μέγιστη έκταση της λίμνης είχε φτάσει τα 160-170 τετραγωνικά χιλιόμετρα», διηγείται στους συγκεντρωμένους επιστήμονες ο Βασίλης Πισινάρας, εντεταλμένος ερευνητής στο Ινστιτούτο Εδαφοϋδατικών Πόρων του ΕΛΓΟ Δήμητρα. «Η αποξήρανσή της, που ξεκίνησε το 1962, είχε ολέθριες συνέπειες. Οι νέες εκτάσεις που καλλιεργήθηκαν στη θέση της λίμνης ήθελαν νερό και οι αγρότες ξεκίνησαν να αντλούν τον υδροφορέα μέσω γεωτρήσεων για να ποτίζουν, φτάνοντας σήμερα σε βάθη 350 μέτρων. Το “στέγνωμα” του υδροφορέα επηρέασε τα εδάφη, που άρχισαν να “ανοίγουν”. Ταυτόχρονα, επειδή μέσα στον υδροφορέα υπήρχε κάποια πηγή αλατότητας –πιθανότατα εγκλωβισμένο νερό– που εμπλουτιζόταν από την αλατότητα των λιπασμάτων, οι αγρότες πότιζαν με υφάλμυρο νερό, με αποτέλεσμα τη σταδιακή μείωση της γονιμότητας των εδαφών. Η χρήση των λιπασμάτων δεν ήταν ορθολογική κι έτσι οι αποστραγγίσεις από τα χωράφια οδηγούνταν στον Παγασητικό, προκαλώντας ευτροφισμό».

Ο κ. Πισινάρας δείχνει το ανάχωμα, που ξεχωρίζει σαν τοίχος μέσα στο νερό της λίμνης. «Στα δεξιά του αναχώματος βρίσκεται η νέα λίμνη Κάρλα, η αποκατάσταση της οποίας ξεκίνησε το 2000 και ολοκληρώθηκε το 2018. Θεωρείται το μεγαλύτερο έργο φυσικής αποκατάστασης στα Βαλκάνια. Στα αριστερά βρίσκονταν οι καλλιεργούμενες εκτάσεις. Σήμερα, μετά την πλημμύρα, η λίμνη έχει φτάσει ξανά τα 150-160 τ. χλμ. Υπολογίζεται ότι θα χρειαστεί γύρω στα δύο χρόνια για να φύγει το νερό». «Μήπως θα έπρεπε να αφήσετε τη λίμνη να ξαναδημιουργηθεί;», ρωτάει ένας από τους επιστήμονες. Δεν υπάρχει εύκολη απάντηση.

Τα προγράμματα

Η ομάδα των επιστημόνων βρίσκεται στη Θεσσαλία για τη συνάντηση δύο αλληλοσυμπληρούμενων ευρωπαϊκών έργων Horizon 2020 και Prima (ονομάζονται Rexus και Lenses αντίστοιχα), που έχουν στόχο την ανάπτυξη έρευνας και καινοτόμων μεθόδων για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας έναντι της κλιματικής αλλαγής στους τομείς του νερού, της ενέργειας, της αγροτικής παραγωγής και του φυσικού περιβάλλοντος. Η μόνη κοινή πιλοτική περιοχή στα δύο έργα είναι η λεκάνη του Πηνειού. Επί μια εβδομάδα οι επιστήμονες επισκέφθηκαν διάφορα σημεία, από τις πλημμυρόπληκτες περιοχές έως το Δέλτα του Πηνειού, με τους Eλληνες επιστήμονες να τους παρουσιάζουν τη σχέση ανάμεσα στην καταστροφή και τις επί δεκαετίες ακολουθούμενες πρακτικές διαχείρισης των φυσικών πόρων. Ανάλογες επισημάνσεις περιλαμβάνονται στο πόρισμα που κατέθεσαν την προηγούμενη εβδομάδα οι Ολλανδοί εμπειρογνώμονες στην κυβέρνηση, σε εκθέσεις των περιβαλλοντικών οργανώσεων WWF και Greenpeace, σε πολυάριθμες επιστημονικές δημοσιεύσεις ελληνικών πανεπιστημίων και ερευνητικών ιδρυμάτων.

«Η υπεράντληση του νερού, ο περιορισμός των ποταμών, οι αυθαίρετες επεμβάσεις στα οικοσυστήματα, όλα οδήγησαν με μαθηματική ακρίβεια στις καταστροφές των τελευταίων ετών».

 

«Η λεκάνη του Πηνειού καταλαμβάνει έκταση περίπου 11.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο ανατολικό και το δυτικό της τμήμα. Το δυτικό δέχεται περίπου 1.000 χιλιοστά βροχής ετησίως, το ανατολικό 450 χιλιοστά», εξηγεί ο Ανδρέας Παναγόπουλος, διευθυντής ερευνών στο Ινστιτούτο Εδαφοϋδατικών Πόρων του ΕΛΓΟ Δήμητρα και εις εκ των δύο συντονιστών της ελληνικής ομάδας στα ευρωπαϊκά έργα Rexus και Lenses. «Στο δυτικό κομμάτι οι καλλιέργειες αρδεύονται, πολλές είναι ιδιαίτερα υδροβόρες. Υπάρχουν 51 οργανισμοί άρδευσης στη Θεσσαλία (Τοπικοί Οργανισμοί Εγγείων Βελτιώσεων – ΤΟΕΒ), που παίρνουν νερό από ποτάμια και από τις πάνω από 20.000 ενεργές γεωτρήσεις. Eγινε διαχρονικά τεράστια σπατάλη νερού. Oλες αυτές οι επεμβάσεις, η υπεράντληση του νερού, ο περιορισμός των ποταμών, οι αυθαίρετες επεμβάσεις στα οικοσυστήματα, όλα οδήγησαν με μαθηματική ακρίβεια στις καταστροφές των τελευταίων ετών».

Aννα Οσάν, ομότιμη καθηγήτρια Αγρονομίας στο Πανεπιστήμιο της Καστίλης της Ισπανίας και διευθύντρια καινοτομίας στην εταιρεία Agrisat Iberia, έχει τα τελευταία 20 χρόνια ασχοληθεί επανειλημμένως με τη λεκάνη του Πηνειού. Βρίσκεται και πάλι στην περιοχή, ασχολούμενη με τον επιστημονικό συντονισμό των δύο ερευνητικών έργων. «Το πρόβλημα στη Θεσσαλία δεν είναι η φύση, είναι οι άνθρωποι. Από τη μια πλευρά οι αγρότες, όσοι συνεχίζουν τις ίδιες καλλιέργειες που γνώρισαν από τους γονείς τους, παρότι έχουν πολλούς λόγους να μην το κάνουν πια, που απορρίπτουν τις νέες τεχνολογίες. Και από την άλλη πλευρά οι ελληνικές κυβερνήσεις, που κοιτούν μόνο τις επόμενες εκλογές και όχι το μέλλον της περιοχής», εκτιμά. «Υπάρχουν βέβαια και οι αγρότες που λειτουργούν ως θετικά παραδείγματα για τους υπολοίπους, που κατανοούν την αλλαγή, που είναι περίεργοι για τις νέες τεχνολογίες, που κοιτούν μπροστά. Αυτοί δηλαδή που η Ελλάδα πρέπει να στηρίξει. Στην πολιτική, δυστυχώς, δεν γνωρίζω κάποιο αντίστοιχο παράδειγμα».

«Φυσικές» λύσεις

Τα δύο ερευνητικά έργα Rexus και Lenses έχουν πιλοτικές περιοχές στη λεκάνη του Πηνειού: το πρώτο εξετάζει τη διαχείριση νερού, ενέργειας, περιβάλλοντος και εδάφους υπό το πρίσμα της κλιματικής αλλαγής σε όλη τη λεκάνη απορροής. Στο δεύτερο πρόγραμμα αναπτύσσονται λύσεις φυσικής βάσης σε δύο πιλοτικές περιοχές, τη λεκάνη της Αγιάς και τη λεκάνη του Δέλτα του Πηνειού.

«Στην Αγιά λειτουργεί από το 2015 ένα από τα εννέα παρατηρητήρια “μακροχρόνιων οικολογικών παρατηρήσεων”, εξηγεί ο Ανδρέας Παναγόπουλος. «Στο πλαίσιό του αναπτύξαμε πιλοτικούς αγρούς, στους οποίους μετρούμε την υγρασία του εδάφους με αισθητήρες και με ανιχνευτές της κοσμικής ακτινοβολίας (μέτρηση νετρονίων). Η τεχνολογία αυτή βρίσκεται σε πειραματικό επίπεδο και ο στόχος μας είναι να αξιοποιηθεί σε μεγάλες καλλιέργειες – πιστεύουμε ότι σε δύο χρόνια μπορεί να μπει σε παραγωγή. Την άνοιξη θα εγκαταστήσουμε το πρώτο τέτοιο σύστημα πιλοτικά στον ΤΟΕΒ Ταυρωπού. Επίσης, στις νότιες υπώρειες του Κισσάβου, σε υψόμετρο 1.150 μέτρων έχουμε εγκαταστήσει το μοναδικό σύστημα στην Ελλάδα που μπορεί να μετρήσει την κατείσδυση νερού από βροχόπτωση στον υπόγειο υδροφορέα από τη βροχή και το χιόνι».

Μέσω του προγράμματος λειτουργούν τρεις ψηφιακές πλατφόρμες που αφορούν τη λεκάνη της Αγιάς. «Η μία δίνει σύσταση άρδευσης: δηλαδή ο παραγωγός μπορεί να εισαγάγει τα στοιχεία για τον αγρό του και η πλατφόρμα, με βάση τα εδαφολογικά και μετεωρολογικά στοιχεία, να του προτείνει την ενδεδειγμένη δόση άρδευσης. Η άλλη πλατφόρμα, που λειτουργεί στους πιλοτικούς αγρούς, μετράει με αισθητήρες την αποθήκη νερού στο έδαφος και φροντίζει να είναι όση πρέπει, οδηγώντας σε εξοικονόμηση νερού έως 60% και δραστική μείωση των ψεκασμών για μύκητες (η υπερβολική υγρασία προσελκύει παθογόνα), καθοδηγώντας τον παραγωγό στην ακριβή άρδευση που πρέπει να εφαρμόσει.

Η τρίτη πλατφόρμα ενημερώνει σε πραγματικό χρόνο κάθε ενδιαφερόμενο για την κατάσταση των υπόγειων νερών της περιοχής (στάθμη και ηλεκτρική αγωγιμότητα που αποτελεί δείκτη ποιότητας), τον διαθέσιμο όγκο νερού και την πρόβλεψη μέχρι και διάστημα 7 μηνών στο μέλλον. Από τις πλατφόρμες αυτές η τοπική κοινωνία μπόρεσε να παρακολουθεί την εξέλιξη του ”Daniel” και τις επιπτώσεις του στα υπόγεια νερά, σε πραγματικό χρόνο. Τέλος, στις περιοχές της Αγιάς και του Δέλτα δοκιμάζουμε τη μηχανική διαχείριση της υπολειμματικής βιομάζας από τους αγρούς (λ.χ. κλαδοκοπές, αγριόχορτα) για τη βελτίωση της υγείας του εδάφους».

Κι όμως, τα φράγματα παραμένουν δημοφιλή

Τι βρίσκεται όμως «απέναντι» στις λύσεις που οι ερευνητές προτείνουν, πέρα από την αγωνία των αγροτών της περιοχής για αποζημιώσεις; Η επικρατούσα αντίληψη για τις καλλιέργειες και τα απαραίτητα έργα, που ξεκινούν από φράγματα και φτάνουν στην (επανεμφανιζόμενη, με τη βοήθεια του υπουργείου Περιβάλλοντος) μερική εκτροπή του Αχελώου. «Αν είχαμε κάνει 3-4 φράγματα, όπως στον Ενιπέα, στην Πύλη και στο Μουζάκι, δεν θα είχαμε αυτές τις καταστροφές. Στους Σοφάδες γλίτωσαν χάρη στο φράγμα του Σμοκόβου», λέει στην «Κ» ο ειδικός γραμματέας της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Θεσσαλίας – Στερεάς Ελλάδας Κωνσταντίνος Τζανακούλης.

«Η καταστροφή είναι μεγάλη ευκαιρία να δρομολογηθούν μερικά βασικά έργα και να έρθουν νέες μέθοδοι άρδευσης που θα μειώσουν τις απώλειες. Αν, για παράδειγμα, δεν αφήνουμε όλο το χειμερινό νερό του Πηνειού να καταλήγει στη θάλασσα και το διοχετεύουμε σε ταμιευτήρες και υλοποιηθεί και η μερική μεταφορά νερού από τον Αχελώο –η οποία δεν δημιουργεί πρόβλημα σε κανέναν– τότε θα μπορεί να γίνει εμπλουτισμός των υπόγειων υδάτων».

Ο Κώστας Γκούμας είναι γεωπόνος, πρώην διευθυντής της Υπηρεσίας Εγγείων Βελτιώσεων Λάρισας. «Τα 2-2,25 εκατ. κυβικά νερού που προβλέπει για άρδευση στη Θεσσαλία το σχέδιο διαχείρισης του υπουργείου Περιβάλλοντος μπορούν να εξυπηρετηθούν με μικρότερα έργα, όπως τα φράγματα Ενιπέα, Πύλης και περιοδικά ποσότητες νερού από τον Αχελώο, ώστε να μπορεί να υπάρξει ανάταξη των υπόγειων υδροφορέων, που έχουν έλλειμμα 3 δισ. κυβικά νερού».

Ερωτώμενος αν θα έπρεπε να συζητήσουμε την αναδημιουργία όλης της Κάρλας, ο κ. Γκούμας είναι αρνητικός. «Σε καμία περίπτωση. Κατακλύστηκαν 170.000 στρέμματα καλλιεργειών, μαζί μηχανολογικός εξοπλισμός, αποθήκες, αποστραγγιστικά και αρδευτικά δίκτυα, καθώς και οι 10 από τους 14 μικρούς ταμιευτήρες που χρησιμοποιούνταν για άρδευση. Η πολιτεία πρέπει να πάρει μέτρα για την ανάταξη των ζημιών και την ενίσχυση των αναχωμάτων, ώστε να μην εγκαταλειφθεί η γεωργία στην περιοχή». Παράλληλα με τα μεγάλα έργα, ο κ. Γκούμας στηρίζει τη συνεχή προσπάθεια για τη βελτίωση των μεθόδων άρδευσης.

«Το 80% στη Λάρισα σήμερα αρδεύεται στάγδην. Το γεγονός αυτό δεν αναιρεί τις σπατάλες που γίνονται. Χρειάζεται λοιπόν ένα “πάντρεμα” των σχεδίων διαχείρισης της λεκάνης απορροής με εκείνο της διαχείρισης πλημμυρών (γιατί κάποια έργα μπορούν να έχουν διπλό ρόλο). Και μια πολιτική που να σέβεται και τη διαχείριση της προσφοράς νερού και της ζήτησης νερού, με μακροπρόθεσμη στρατηγική».

Εχει όμως κατασταλάξει η πολιτεία στη στρατηγική της για τη Θεσσαλία; Από τη μια πλευρά, μέσω της «επιστράτευσης» των Ολλανδών εμπειρογνωμόνων, δείχνει να στηρίζει μια συνολικότερη ανάταξη τόσο των αντιπλημμυρικών υποδομών όσο και της αγροτικής παραγωγής.

Από την άλλη, όμως, μέσα από τη δεύτερη αναθεώρηση του σχεδίου διαχείρισης της λεκάνης απορροής της Θεσσαλίας (που θα παρουσιαστεί σε εκδήλωση δημόσιας διαβούλευσης σε λίγες ημέρες) το υπουργείο Περιβάλλοντος θα επαναφέρει (ως πρόβλεψη) τα έργα της μερικής εκτροπής του Αχελώου (200-250 εκατ. κυβικά νερού ετησίως). Με δεδομένο ότι οι πόροι για την ανάταξη του Κάμπου είναι περιορισμένοι, το ερώτημα είναι αν η επαναφορά της εκτροπής αντικατοπτρίζει πραγματική πρόθεση ή απλώς προορίζεται για «τοπική κατανάλωση».

Πηγή

Δείτε όλες τις τελευταίες ειδήσεις στο tirnavospress.gr, ακολουθήστε μας στο FacebookInstagram, Google News, YouTube και Twitter.