HomeΜΝΗΜΕΣ

«ΡΑΦΕΙΟΝ- Χρύσουλας Χαρίδημος του Αργυρίου»

«ΡΑΦΕΙΟΝ- Χρύσουλας Χαρίδημος του Αργυρίου»

Κάθε πρωί, πλην Κυριακών και εορτών άνοιγε κατά τις οκτώ το μαγαζί του, σε κεντρικό σημείο της πλατείας, σηκώνοντας τα σιδερένια ρολά που ποτέ δεν άλλαξε παρόλο που είχαν σκουριάσει και σε κάποια σημεία κόλλαγαν κάνοντας ένα ανατριχιαστικό θόρυβο σαν να γρατζούναγες το σίδερο με σιδερένια νύχια.

Πάνω από την πόρτα η επιγραφή «ΡΑΦΕΙΟΝ- Χρύσουλας Χαρίδημος του Αργυρίου». Ένα ανοιχτό ψαλίδι και ένα σμόκιν έδινε έμφαση στην γαλανόλευκη επιγραφή που τα χρώματά της ήταν ίδια με της σημαίας. Ο Χαρίδημος ήταν γνωστός σε όλους στο κεφαλοχώρι γιατί είχε ένα από τα τελευταία (αν όχι το τελευταίο) ραφτάδικο όχι μονάχα στο χωριό αλλά σ΄ ολόκληρο το νομό.
Μέτριος στο ανάστημα, πάντα καλοχτενισμένος με τη χωρίστρα στο πλάι και τσάκιση ξυράφι στο παντελόνι, είχε μάτια ακόμα και στην πλάτη, η γαμψή μύτη του οσφραίνονταν ότι θα μπορούσε να του φανεί χρήσιμο για να πλουτίσει τη συλλογή των πληροφοριών του με μοναδική ικανότητα και εμμονή.

Μάζευε έγκυρες πληροφορίες από διασταυρωμένες πηγές, παλιά και νέα δημοσιεύματα από εφημερίδες για εγκλήματα, φόνους, πολιτικές διενέξεις, δίκες ποινικών και πολιτικών, και τα στοίβαζε σε μια εσοχή που δημιούργησε όταν έκλεισε το δεύτερο παράθυρο του μαγαζιού που έβλεπε προς τον δρόμο, για να εξασφαλίσει περισσότερη διακριτικότητα στην πελατεία του αλλά και στη δραστηριότητά του.

Το παλιό παράθυρο έγινε ένα ντουλάπι με ράφια που έκλεινε με ένα μπερντέ από λουλουδάτο ύφασμα και φιλοξενούσε στη σκοτεινή κοιλιά του το αρχείο του. Όντας πάντα σε εγρήγορση, έστηνε αυτί στα κουτσομπολιά του καφενείου και της γειτονιάς, μάζευε ακόμα και πληροφορίες που εκ πρώτης όψεως φαίνονταν άχρηστες…Τα μάτια και τα αυτιά του δεν είχαν ωράριο. Ο ίδιος μιλούσε λίγο και μόνο εκεί που έπρεπε.

«Μάζευε κι ας είν΄ και ρόγες» έλεγε και σκεφτότανε ότι την πληροφορία δεν την αξιολογείς μόνο στο παρόν αλλά και στο μέλλον, σε συνάρτηση με τις διαμορφωμένες καταστάσεις της στιγμής. Αν η γνώση είναι θησαυρός για τους επιστήμονες και τους μορφωμένους, ανάλογος θησαυρός ήταν γι΄ αυτόν η πληροφορία, αρκεί να την χρησιμοποιήσεις σωστά στο χρόνο και στον τόπο.
Το μαγαζί τα χρόνια της δόξας του ήταν περιποιημένο. Πάντα ασβεστωμένο με τα τζάμια του αστραφτερά και δυο βασιλικά στο περβάζι του παραθύρου. Δεξιά από το παράθυρο ένα ειδικό σιδερένιο στήριγμα όπου έμπαινε το κοντάρι της Ελληνικής σημαίας που κυμάτιζε γιορτές, καθημερινές και σχόλες δίνοντας το στίγμα του καλού πατριώτη.

Λίγα μέτρα από την πόρτα και με οπτικό πεδίο προς το δρόμο βρισκότανε το ξύλινο τραπέζι κι απάνω του μεζούρες, βελόνες, ψαλίδια, καρφίτσες, κόπιτσες και παραμάνες, κουμπιά, φερμουάρ και το βαρύ σίδερο. Όλα τακτοποιημένα σε κουτιά και γυάλες που επέτρεπαν να βλέπεις το περιεχόμενο τους.

Τα πολύχρωμα κουμπιά και τα μασουράκια με τα κάθε λογής χρώματα, που είχαν μείνει υπόλοιπα ενός λαμπρού παρελθόντος, τότε που το μαγαζί ήταν στις δόξες του κι ο ιδιοκτήτης του διαμόρφωνε τη μόδα στο χωριό, ήταν τα μόνα που έδιναν μια νότα ζωντάνιας στο κακοφωτισμένο δωμάτιο με τους πεσμένους σοβάδες των τοίχων να μαρτυρούν πόσα χρώματα είχαν αλλάξει στο παρελθόν για να καταλήξουν να έχουν αυτό το χρώμα της μπαγιατίλας που συντελούσε στην καταθλιπτική ατμόσφαιρα. Ένας ολόσωμος καθρέφτης σε μια γωνιά και ένα μικρότερο τραπέζι λίγο πιο πέρα, σκεπασμένο με δεκάδες ρυζόχαρτα από παλιά πατρόν με τις διακεκομμένες γραμμές να φαίνονται σαν μυρμήγκια σε ατέλειωτη σειρά που κουβαλάνε στιγμές από μια περασμένη ζωή σαν σπόρια στη τρύπα του χρόνου.

Δίπλα στα χαρτιά, σαπουνάκια φαγωμένα στις γωνίες τους, θυσιασμένα στο καθήκον να αφήσουν το σημάδι τους πάνω σε κασμήρια 3Αλφα αλλά και σε άλλα ταπεινά υφάσματα. Ένα ξεθωριασμένο παραβάν με ωχρά αγγελάκια και ξεβαμμένα παγώνια, σαρακοφαγωμένο, ίσα που στεκότανε όρθιο.
Πιο πέρα μια Σίνγκερ ποδοκίνητη ραπτομηχανή, το πιο σύγχρονο απόκτημά του με την αίγλη της σβησμένη όπως και τα χρυσά διακοσμητικά πλουμίδια της, σιωπηλή κι αυστηρή μέσα στο χαμένο μεγαλείο της, ωστόσο ετοιμοπόλεμη, να ενεργοποιήσει τη μεγάλη βελόνα της για να πέσει κάθετα απανωτές φορές στο ύφασμα και να φτιάξει ατέλειωτες σειρές γαζί, με το πρώτο πάτημα του πεντάλ και το γύρισμα του τροχού.

raptomixani singer
Πίσω από το μεγάλο τραπέζι, στο κέντρο του τοίχου ένας κορνιζαρισμένος Χριστός ευλογεί και παραδίπλα ο Καραϊσκάκης σε σκληρό σκεβρωμένο χαρτόνι, με το τσιγκελωτό μουστάκι έχει μια δυσαρέσκεια στο βλέμμα, σαν να μη βολεύεται σ΄ αυτόν τον τοίχο, θέλει να βγει ξανά στα βουνά.

…Τώρα πια κανένας δεν έφτιαχνε κοστούμια και παλτό. Έβρισκαν εδώ και χρόνια τα πάντα στην πόλη και σε πιο οικονομικές τιμές, αν και τι τα θες… αυτά τα ρούχα ποτέ δεν θα έχουν την αισθητική και τη μαστοριά του ραμμένου στο χέρι… του φοδραρισμένου με το πρώτο ερωτικό σκίρτημα από το μοδιστράκι, του κομμένου με τον αναστεναγμό του ράφτη, από τον πόνο στη μέση, ρούχου.

Τώρα μόνο κάτι γερόντια έρχονταν να τους γυρίσει κανένα γιακά στο πουκάμισο, να αλλάξει κανένα φερμουάρ, να κοντύνει κανένα παντελόνι…ψιλοπράγματα , ίσα να βγάζει ένα χαρτζιλίκι. Όχι πως το είχε κι ανάγκη… Έτσι κι αλλιώς μπακούρι ήτανε…τι έξοδα να έχει… Καθότανε εδώ γιατί δεν είχε όρεξη να πηγαίνει στο καφενείο… είχε και αυτό το άσθμα και δεν μπορούσε τους καπνούς και τα τσιγάρα … όποιος ήθελε να τον δει από τους ελάχιστους «φίλους» του μπορούσαν να τον βρουν εδώ. Γύρναγε τα μάτια κι έβλεπε το μαγαζί του φθαρμένο σαν τον ίδιο να περιμένει το κλείσιμο, την εκκαθάριση, όπως περίμενε κι αυτός να κλείσει τους λογαριασμούς του με τη ζωή. Ήξερε ότι χρώσταγε κι όσο κι αν έψαχνε δεν έβρισκε τρόπο να την σκαπουλάρει.

Που και που άνοιγε ένα κουτί από αυτά που συσκεύαζαν τα πουκάμισα πολυτελείας, με φαγωμένες τις γωνίες του και ξεβαμμένο το χρώμα του. Έβγαζε ένα μπεζ λινό ύφασμα και το έφερνε στη μύτη του και τράβαγε γερές τζούρες σαν πρεζάκιας… Κάποιες φορές έκλαιγε…Το έβαζε ξανά στη θέση του και το παράχωνε ανάμεσα σε κάτι τόπια με υφάσματα.
Πότε περάσανε τα χρόνια; Ήτανε σχεδόν γέρος, μόνος…
Ο πατέρας του είχε μπακάλικο. Τα χρόνια της κατοχής έκρυψε τα λάδια και τα αλεύρια κι όταν έπεσε η πείνα έκανε χρυσές δουλειές. Λίρες και χρυσαφικά ανταλλάσσονταν με μια οκά λάδι και ένα σακούλι αλεύρι κι αν νοστιμευότανε και καμιά γυναίκα περίμενε σαν τον κυνηγό στο δόκανο πότε θα την φέρει η ανάγκη στο κατώφλι του για να την στριμώξει πίσω από τον πάγκο στο κλείσιμο του μαγαζιού για μια χούφτα φασόλια.

Χατίρια στους Γερμανούς δε χάλαγε. Όλο χάιλ Χίτλερ και συχνές επισκέψεις στο διοικητή με ένα μπουκάλι κρασί και ένα χαρτάκι με ονόματα πατριωτών ήταν τα συνηθισμένα δώρα του.

Πολλά κορμάκια πέσανε κι άλλα τόσα βασανίστηκαν χάρη στον κύριο Αργύρη που με τα αλεπουδίσια μάτια του να σπιθίζουν μέτραγε το αβγατισμένο βιός του, μετά τον πόλεμο και τον εμφύλιο, τρίβοντας τα χέρια του. Αγοράζοντας ακίνητα στην Αθήνα και κάνοντας καταθέσεις για το μοναχογιό του το Χαρίδημο, έβαζε τα θεμέλια για μια βασιλική ζωή..
Ο Χαρίδημος μεγάλωνε με τον τσαμπουκά που δίνει στα παιδιά των εχόντων η αίσθηση της υπεροχής τους. Βίαιος και διεκδικητικός ήθελε να έχει την αρχηγία στις παρέες του που απαρτίζονταν από παιδιά ομοϊδεατών του πατέρα του και επειδή η σωματική του διάπλαση δεν ήταν εντυπωσιακή χρησιμοποιούσε την πονηριά και την ισχύ του γονιού του για να επιβάλλεται.
Ένα καταμεσήμερο καλοκαιριού δεν τον έπιανε ο ύπνος τον κυρ-Αργύρη και βγήκε να κατουρήσει. Γυρνώντας για μέσα κάτι παράξενους θορύβους άκουσε στο στάβλο κι η κατσίκα η Κανέλα βέλαζε σαν τρελή. Πάει προς τα κει και βλέπει τον κανακάρη του με κατεβασμένα τα βρακιά να κρατάει το ζώο από τα πισινά και να μανουβράρει σαν τρελός βογκώντας και σφυρίζοντας μέσα από τα δόντια «κάτσε ήσυχα μωρή ρουφιάνα, το στανιό σου».
Βγάζει την ζωστήρα κι όπως τον βρίσκει ξεβράκωτο τον περιλαβαίνει στο ξύλο, βλαστημώντας και τον κάνει μαύρο.
Τον πιάνει από τα αυτιά και τον πάει κάτω από την κληματαριά. Του δένει τα πόδια και γυρισμένο ανάποδα τον κρεμάει. Φέρνει άχυρο και το ανάβει κάτω από τη μούρη του. Καπνός δίχως φλόγα αρχίζει να ανεβαίνει προς τα πάνω από το σάλωμα.

Το αγόρι βήχει, κοκκινίζει, σπαρταρά. Μόνο σαν έγινε μελανός και σχεδόν ξέπνοος τον κατέβασε. Τη γυναίκα του που πήγε να του δώσει νερό την έσυρε από τα μαλλιά στο σπίτι. Δυο μέρες τον άφησε εκεί έξω νηστικό.

Δεκαπέντε χρονών τον έστειλε για δυο χρόνια στον αδελφό του τον Περικλή που ήταν ο καλλίτερος ράφτης στην πόλη. Τα μάτια του τον πρόδιναν και σε λίγο δεν θα μπορούσε να δουλέψει, ευκαιρία να μάθει τη δουλειά στον Χαρίδημο που ούτε έξυπνος πολύ ήταν ούτε και δουλευταρά θα τον έλεγες… Έτσι θα είχε ένα επάγγελμα.
Πήγε στρατό και μετά του άνοιξε το ραφτάδικο. Είχαν μεσολαβήσει πολλά βρισίδια και μπερντάκια ξύλο κι όταν ο κυρ Αργύρης έπαθε το πρώτο εγκεφαλικό και λίγο μετά ένα βαρύτερο που τον έστειλε στον τάφο ο Χαρίδημος ένοιωσε μεγάλη αγαλλίαση.

Η μάνα του άρχισε να του φέρνει προξενιά για να παντρευτεί αλλά η μια του μύριζε, η άλλη του βρώμαγε. Την χόρταινε τη γριά του βρισιές, σπρωξιές και ξεφόρτωνε πάνω της όλες τις αναποδιές του, στα πατήματα του πατέρα του. Είδε κι αποείδε η γυναικούλα, μάζεψε ένα μπόγο τα πράματά της, πήρε κι ένα κομπόδεμα που είχε φτιάξει σουφρώνοντας ότι μπορούσε από τον κυρ- Αργύρη, σκατά στο λάκκο του, κι έφυγε για το νησί της, τη Μυτιλήνη, να ζήσει τα τελευταία της χρόνια με τη χήρα κι άτεκνη αδελφή της. Του βρήκε και μια φτωχιά γυναίκα, την Ανεζώ, να του καθαρίζει και να του μαγειρεύει κι ένα βράδυ την κατάπιε το καράβι και χάθηκε για πάντα. Ούτε στην κηδεία της δεν πήγε…

Η κυρά – Ανεζώ έμενε σε ένα χαμηλό σπίτι απέναντι από το δικό τους και παρόλο που οι οικογένειές τους ανήκαν σε διαφορετικά πολιτικά στρατόπεδα, οι δυο γυναίκες είχαν βρει κάποιες ισορροπίες και λειτουργούσαν σαν γειτόνισσες με την καλημέρα τους κι έναν καφέ στη χάση και στη φέξη. Αν και εξαιτίας του Αργύρη και του πατέρα του είχε περάσει μαύρα χρόνια η οικογένειά της Ανεζώς ποτέ δεν άφηνε έναν υπαινιγμό στην άλλη γυναίκα.

Γι’ αυτό την εκτιμούσε και την εμπιστεύτηκε η μάνα του Χαρίδημου για να τον φροντίζει. Πήγαινε τρείς φορές τη βδομάδα να καθαρίσει και να μαγειρέψει δυο φαγιά κι αυτός της έδινε λίγα χρήματα για να συμπληρώσει το εισόδημά της από δυο χωραφάκια που είχε και ήταν το μοναδικό τους βιός. Ο άντρας της από τους πρώτους που είχε μαζέψει η χούντα, αριστερός με βαρύ οικογενειακό ιστορικό, είχε χορτάσει διωγμούς και εξορίες και η Γυάρος ήταν η τελευταία του.. Καταπονημένο από τα βασανιστήρια και τις κακουχίες τον βρήκε σκωληκοειδίτιδα και έσβησε στο ξερονήσι.
Δυο γιούς είχε η Ανεζώ και γι΄ αυτούς ζούσε. Για τον Στρατή που μόλις είχε γυρίσει από φαντάρος και για τον δωδεκάχρονο Αγγελή της. Δύσκολα τα πράγματα στο στρατό…

Στο τάγμα ανεπιθύμητων στην Ξάνθη όπου είχε φτάσει ο φάκελός του πριν απ΄ αυτόν, όλο στο δεύτερο γραφείο τον φώναζαν για … μια φιλική κουβέντα με τον αξιωματικό. Εκεί που του έδινε πατρικές συμβουλές για να γίνει φιλήσυχος πολίτης και καλός οικογενειάρχης το γύριζε στο «θα σε σκίσω ρε κουμμούνι ή θα γίνεις άνθρωπος ή θα σε στείλω να βρεις τον πατέρα σου… Θα φτύσεις αίμα.
… Θα βάλω να σου κλέψουν το όπλο και θα σε περάσω στρατοδικείο». Τριάντα έξι μήνες στρατός, οι τελευταίοι έξι ήταν ο εφιάλτης του. . Κι ύστερα γύρισε στο χωριό… Με κάποιον πάντα πίσω του να τον ακολουθεί…

Αγώνα έκανε ο Στρατής για ένα μεροκάματο. Αλλά παντού φτάνανε οι συστάσεις του πριν από αυτόν. Χωρίς χαρτί κοινωνικών φρονημάτων δεν είχες θέση στην κοινωνία, δικαίωμα στη δουλειά…

Όμως ο καημός του για λευτεριά έσμιγε με τον καημό των συντρόφων του που σκάβανε στα σκοτεινά το δρόμο του φωτός.

Σ’ αντίθετο δρόμο ο Χαρίδημος με το έμπα της χούντας έθεσε τον εαυτό του στη διάθεση της «επαναστάσεως για την υπεράσπιση της πατρίδος, της θρησκείας και της οικογενείας από τον κομμουνιστικόν κίνδυνον», μιας επαναστάσεως που θα εγγυόνταν βεβαίως και για τα δικά του συμφέροντα, για «το έχειν» το αποκτηθέν με τους εντίμους τρόπους που διάλεγε ο καλός χριστιανός και λαμπρός πατριώτης πατέρας του και τώρα ήταν όλο δικό του.
Με ένα πολυβόλο Τόμσον παραμάσχαλα και με πέντε- έξι άλλα «παλληκάρια» οπλισμένα με τα Μ1 συγκροτούσαν μια ομάδα Τ.Ε.Α. (Τάγματα Εθνοφυλακής Αμύνης) απόγονο των Μ.Α.Υ. (Μονάδων Ασφαλείας Υπαίθρου) που είχε υπηρετήσει πιστά ο πατέρας του.

Μπροστάρης με το όπλο παραβίαζε πόρτες νοικοκυριών κι έστελνε δημοκράτες γυναίκες και άντρες φυλακή, συνόδευε άλλους στο τμήμα «δια προσωπικήν τους υπόθεσιν» κι ερχότανε σε συχνή επαφή και αγαστή συνεργασία με κάθε δωσίλογο, παρακρατικό και χαφιέ για ανταλλαγή πληροφοριών για το γνωστό φακέλωμα του κάθε πολίτη και κάθε δυνατή υποστήριξη στο καθεστώς.

Η Ανεζώ με μισή καρδιά πήγαινε στο σπίτι του και μερικές φορές έπαιρνε και τον Αγγελή να την βοηθάει στις βαριές δουλειές.
Ο Αγγελής έφηβος με τις πλάτες να ανοίγουν λες κι από ώρα σε ώρα θα έβγαζαν φτερά, έπαιρνε πόντους μέρα με τη μέρα κι όλο και σκούραινε το χνούδι στο απανόχειλο. Τον καμάρωνε η μάνα του για τα γερά μπράτσα που έδεναν και σήκωναν με μεγαλύτερη ευκολία τα βάρη και της ελάφρωναν τη ζωή.

Όλο έγραφε και ζωγράφιζε με ένα μολυβάκι ξυσμένο με το μαχαίρι σε ένα μπλε τετράδιο με σκληρό εξώφυλλο και το έβαζε στο ντουλάπι δίπλα στα βιβλία του αδελφού του που γράφανε για το δίκιο του κόσμου. Τον καμάρωνε και χαιρότανε που τον είχε ακόμη κοντά της και γλύκαινε λίγο την αγωνία της για τον άλλον, το μεγάλο της, που δεν ήξερε τι κάνει, που τρέχει τις νύχτες και τι θα του ξημερώσει.

Ο Χαρίδημος κάτι μεσημέρια που γύριζε σπίτι και την πετύχαινε να είναι ακόμα εκεί με τον μικρό, της έλεγε να του βάλει καμμιά ρακή και ρώταγε το αγόρι για το σχολείο κι όλο ζήταγε και δεύτερη ρακή κι έγλυφε τα χείλια του λες και στέγνωναν.
Μια μέρα, άνοιξη ήτανε και ο Αγγελής άνθιζε κι αυτός κι όλο τον έβλεπε από το παράθυρο ο Χαρίδημος που με τη γειτονοπούλα, το Λενιώ όλο γελούσανε στην αυλή κι όλο κάθονταν και πιο κοντά κι ακουμπούσαν ο ένας τον άλλον..
«Κυρά Ανεζώ, καιρός να φτιάξεις κανένα παντελόνι της προκοπής του Αγγελή σου…Κοτζάμ άντρας έγινε… θα του φτιάξω ένα μπεζ λινό από ένα κομμάτι που μου έχει απομείνει στο ράφι… Δε θέλω λεφτά… Ξέρεις τι άνθρωπος είμαι εγώ … Την καλή σας την καρδιά … Άντε κι άμα είναι καλό παιδί, με το που θα μπει το φθινόπωρο θα του φτιάξω κι ένα μπλε, να φυσάει…»
«Δεν είναι ανάγκη κυρ- Χαρίδημε… Άμα θες να μας βοηθήσεις…που είσαι καλός άνθρωπος δηλαδή… πες καμιά κουβέντα να πάρει κανένα μεροκάματο ο μεγάλος τώρα που παίρνουν εργάτες στα δημόσια έργα…»
«Άλλα σου λέω εγώ κι άλλα μου τσαμπουνάς εσύ κυρά Ανεζώ… Ο μεγάλος… ο μεγάλος να κάτσει στα αυγά του και να ανοίξει τα γκαβά του να δει το θαύμα που συντελείται δια της επαναστάσεως!!!

Και τότε θα δει το φως το αληθινόν και θα έρθουν και τα μεροκάματα και η καλή ζωή, διότι η επανάστασης αμείβει τους φίλους της και τιμωρεί τους εχθρούς της. Όσο για τον μικρό να μου τον στείλεις την Πέμπτη το βραδάκι λίγο πριν κλείσω να του πάρω τα μέτρα.»
Κάτι πήγε να ψελλίσει η γυναίκα, την κοίταξε άγρια και χτυπώντας το χέρι στο τραπέζι είπε «είπα και ελάλησα κι αντίρρηση δεν έχει».

Την Πέμπτη το απόγευμα ανοιχτή βρήκε την πόρτα του ραφτάδικου ο Αγγελής αλλά δε μπήκε μέσα. Φώναξε «κυρ- Χαρίδημε» κι αμέσως πετάχτηκε μπροστά του ο ράφτης λίγο ξαφνιασμένος, σαν να μην πίστευε ότι τον έβλεπε.
«Έλα, έλα πέρνα μέσα… Θες να σου παραγγείλω μια πορτοκαλάδα, ένα κανταΐφι;»
«Όχι δε θέλω τίποτα» είπε ξαφνιασμένο το αγόρι με το απρόσμενο χουβαρνταλίκι
«Με περιμένει η μάνα μου για μια δουλειά…έχω να κάνω και μια εργασία με το Λενιώ για το σχολείο… Βιάζομαι»
«Δε χρειάζεται βιασύνη… έχεις όλο τον καιρό μπροστά σου…

Στάσου να κλείσω την πόρτα και τα παράθυρα, να είμαι κι εγώ έτοιμος να φύγω μόλις τελειώσουμε και ξεντύσου να σου πάρω τα μέτρα» είπε και μαντάλωσε από μέσα την πόρτα κι έκλεισε τα παντζούρια στο παράθυρο.
Άναψε ένα άρρωστο κιτρινιάρικο φως, πέρασε τη μεζούρα στο λαιμό και πήρε το μολύβι κι ένα τεφτέρι κοντά του.
«Άντε τι κάνεις … δε θα ξημερώσουμε… βγάλ΄ το παντελόνι να τελειώνουμε» τον αγρίεψε.
Εκείνος υπάκουσε και τον πλησίασε με συστολή.
Άρχισε να του μετρά τη μέση και να σημειώνει στο τεφτέρι, ύστερα το μάκρος, με αργές κινήσεις έφτασε στον καβάλο και η ανάσα του είχε γίνει γρήγορη σαν να ανέβαινε τρέχοντας ανηφόρα…
Ξαφνικά τον χούφτωσε, τον μπούκωσε με ένα πανί και με βία λεηλάτησε το νεανικό του κορμί.
Ιδρωμένος κι εξαντλημένος με μια δόση τρέλας στα μάτια κοίταξε τον έφηβο που ήταν ένας σωρός κουρέλια μπρος στα πόδια του.
«Σήκω και ντύσου…την άλλη Πέμπτη θα έρθεις πάλι για…πρόβα.

Αν κελαηδήσεις, θα κελαηδήσω κι εγώ… και ξέρεις …ξέρω πολλά τραγούδια για τον αδελφό σου…θα τον στείλω για παραθέριση και θα το σκεφτώ αν θα τον ξαναγυρίσω…».
Ο Αγγελής έχασε τα φτερά του πριν προλάβει να τα ανοίξει. Σαν χαμένος πήγαινε στο σχολείο, στο σπίτι σκυφτός σε μια γωνιά έφτιαχνε σκοτεινές ζωγραφιές στο μπλε του τετράδιο και μισές φράσεις και το έβαζε πάντα στο ντουλάπι, δίπλα στου αδελφού του. Όλο έβρισκε μια δικαιολογία για να μην πάει με τη μάνα στο σπίτι του Χαρίδημου, ώσπου ήρθε η Πέμπτη που δεν έπαιρνε αναβολές …

Πήγε στο ραφτάδικο λίγο πριν σκοτεινιάσει…
Ο Χαρίδημος, με περισσή σπουδή σφάλισε την πόρτα από μέσα κι έκλεισε τα παντζούρια. Πήρε τη μεζούρα κι άρχισε ξανά να τον μετρά… Αυτή τη φορά αργά, τελετουργικά…

Κάθε φορά που το χέρι του πέρναγε από το κορμί του ένα κομμάτι σάρκας του Αγγελή ξεσκιζότανε μαζί με ένα κομμάτι της ψυχής του. Όταν ολοκλήρωσε κάθιδρος και λιγωμένος σαν να είχε φάει ένα ταψί μπακλαβά, τον χάιδεψε στα μαλλιά.
Ντύθηκε, έβγαλε από την τσέπη του παντελονιού του ένα χαρτονόμισμα και το έβαλε στην παλάμη του μικρού που ήταν σωριασμένος πάνω στο πάτωμα με τα μάτια να βλέπουν το κενό.
«Άντε πάγαινε τώρα… του είπε. Την Τρίτη πάλι… και τσιμουδιά»
Όλο το βράδυ έψαχνε ο Στρατής τον αδελφό του και κανένας δεν τον είχε δει. Ως κι ο κυρ- Χαρίδημος είπε ότι δεν είχε πάει στην πρόβα. Την άλλη μέρα λίγο πριν το μεσημέρι ήρθε μαντάτο στην κυρά Ανεζώ ότι ο γιος της ο μικρός βρέθηκε πνιγμένος στον απόκρημνο βράχο του Γέρου.
Η αστυνομία είπε ότι ήταν ατύχημα.

Ο Στρατής ένα μήνα μετά το χαμό του αδελφού του συνελήφθη και εξορίστηκε. Η μάνα μαυροφορέθηκε σαν να είχε χάσει δυο παιδιά. Λίγο πριν πέσει η χούντα τον βγάλανε. Δεν είχαν τίποτα για να ζήσουνε. Τα χωράφια τα είχε πουλήσει η μάνα για ένα κομμάτι ψωμί. Ο Στρατής έφυγε στην Αμερική στον αδερφό της μάνας του στην Αστόρια. Γύρισε πολιτείες και χωριά και φτιάχτηκε στη Βοστώνη. Για χρόνια δεν ήθελε να έρθει στην Ελλάδα. Ώσπου ένα καλοκαίρι του μήνυσαν πως η μάνα του δεν ήταν καλά και το πήρε απόφαση.
Έφτασε με ένα φίλο του. Δεν πήγαν σε ξενοδοχείο, μόνο μείναν με τη μάνα στο πατρικό. Ένα απόγευμα Πέμπτης βρέθηκαν μπροστά στο ραφτάδικο του Χαρίδημου. Ήταν ανοιχτό. Έστειλαν έναν πιτσιρικά να πει στο Χαρίδημο ότι ένας Αμερικάνος φωτογράφος θέλει να φωτογραφίσει το μαγαζί του και θέλει να τον δει.
Πήγε ο φίλος του Στρατή, ένα μελαμψό ντερέκι δυο μέτρα και συστήθηκε σαν Μπεν.

Ο Χαρίδημος του είπε πως μπορούσε να φωτογραφίσει αμέσως τώρα . Εκείνος αρνήθηκε προφασιζόμενος άλλο ραντεβού και είπε ότι θα έρθει με τον βοηθό του το βράδι λίγο πριν το κλείσιμο.
Έφτασαν την ώρα που άρχισε να πέφτει το σκοτάδι. Πρώτος μπήκε ο Μπεν και μετά τις χαιρετούρες του είπε πως θα προτιμούσε να κλείσει την πόρτα και τα παντζούρια. Ήθελε να κάνει μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα και να παίξει με το φωτισμό. Μπήκε μέσα κι ο Στρατής με μια κάμερα κι έναν τρίποδα. Ο Χαρίλαος ούτε που του έδωσε σημασία. Ο Μπεν του είπε να καθίσει μπροστά στο μεγάλο τραπέζι, να περάσει τη μεζούρα στο λαιμό και να ποζάρει για την πρώτη φωτογραφία. Με το άναμμα του προβολέα τα μάτια του γούρλωσαν βλέποντας τον Στρατή…

Κουρασμένο, στεγνό, μόνο τα ματιά του ήταν υγρά και τα χείλη του έτρεμαν.
Πήγε κοντά του και του έδωσε ένα χαρτί . Είχε μια ζωγραφιά σκοτεινή και λίγες λέξεις.
«Διάβασε» τον πρόσταξε
Πήγε να κατευθυνθεί προς την πόρτα και του έφραξε τον δρόμο ο Μπεν.
«Διάβασε» του φώναξε μπροστά στο πρόσωπο.
«Με χάλασε ο Χαρίδημος. Δεν μπορούσα να ζήσω έτσι». Η φωνή τρεμούλιασε κι έσβησε κι έδωσε τη θέση της σε λυγμούς. Σάλια και μύξες κατέβαιναν στο πρόσωπό του κι αυτός επαναλάμβανε υστερικά
«Δεν ήθελα να του κάνω κακό, δεν ήθελα να του κάνω κακό…»
Τον έσπρωξαν προς τον πάγκο και ο Στρατής τον έπιασε από το σαγόνι και τον κοίταξε ίσα στα μάτια
«Γλέντησες καλά λέρα…τώρα είναι η σειρά σου να σε γλεντήσουνε άλλοι… έτσι για να νοιώσεις τη γλύκα…»
«Κατέβασε τα βρακιά σου ρε… να δεις τι κουστούμι θα σου ράψω…», του είπε ο Μπεν κι έκανε πως κατεβάζει το φερμουάρ.
Τον σπρώξανε στον πάγκο … Διπλώθηκε στα δυο, σαν να είχε φάει σφαίρα στην κοιλιά και λιποθύμησε. Έπεσε στο πάτωμα σαν σακί. Οι δυο άντρες πέρασαν από πάνω του… Ο Στρατής τον έφτυσε.

Ο Μπεν άναψε τσιγάρο κι έδωσε και στο Στρατή. Άναψε, τράβηξε τρεις τέσσερεις απανωτές ρουφηξιές, φύσηξε μακριά τον καπνό και πέταξε το τσιγάρο πάνω στις στοίβες με τα ρυζόχαρτα… Έφυγαν τραβώντας πίσω τους την πόρτα…