HomeΜνήμες

Πλημμύρα στον Τύρναβο του ‘ 1972

Βάσω Κ. Κοκκίνου - Από το ανέκδοτο βιβλίο: "σοκά

Πλημμύρα στον Τύρναβο του ‘ 1972

Άρχισε να ψιχαλίζει με χοντρές – χοντρές σταγόνες, στα μέσα Ιουλίου, ημέρα Σάββατο του 1972. Ο ουρανός βαρύς, μαύρα σύννεφα απειλητικά κατέβαιναν, άγγιζαν το Λουσφάκι, το σκέπασαν.

 

Ο Προφήτης Ηλίας καλύφθηκε από αντάρα* κακόβουλη. Τα δέντρα όρθια, πράσινα, λαίμαργα να καταπιούν το νερό. Το νερό χείμαρρος μπούκωσε τις ρίζες τους, ίσια που κρατιόνταν ευθυτενή, απειλούμενα κάθε φορά από τη λάμψη, την καταστροφή. Ο Νεφεληγερέτης Δίας έδειχνε την ισχύ του, για κάποιο λόγο σύναζε τα σύννεφα πάνω στην πόλη. Κανείς δεν μπόρεσε να διακόψει τη μήνι του.

Ποτάμια νερό στην πόλη, ανεξέλεγκτος χείμαρρος κατέκλυζε τους μεγάλους δρόμους και τα σοκάκια με τα μικρά χαμηλά σπίτια. Πλίθινα πολλά, έρμαια του λασπωμένου νερού άνοιξαν τα σωθικά τους, παραδόθηκαν αμαχητί. Άδειασαν, ξεφούσκωσαν και αυτά από τα φτωχικά υπάρχοντά τους και άλλα πιο πλούσια…την ίδια μοίρα.

Μεγάλες καταστροφές στα ” γύφτικα” εκεί στην Αγία Λαύρα, στην περιοχή γύρω στα κυκλικά στενά των Αγίων Αναργύρων και στα όρια του Αγιου Δημητρίου και του Αγίου Παντελεήμονα.

Στον Τύρναβο οι εκκλησίες ήταν τότε ( και είναι ) σημάδι αναφοράς, θρησκευόμενοι άνθρωποι με αξιοπρέπεια, οι προσευχές τους δεν μπόρεσαν να εξευμενίσουν τη φύση.

Στον δρόμο, μπροστά από το παλιό σπίτι της Στρατηγού Λιμπρίτη, το νερό κυριολεκτικά ποτάμι, όμως ευθύς ο δρόμος έτρεχε μπροστά έως την πλατεία και το νερό τον ακολουθούσε ορμητικά, κατακτητικά. Όπου μπορούσε τρύπωνε. Στο διάβα του παρέσυρε μικρά και μεγάλα αντικείμενα, όσα δεν είχαν στήριγμα, το νερό διακλαδιζόταν σε παράδρομους, σοκάκια, σε αυλές, σε κήπους, σε μπαξέδες. Αν και χωμάτινοι οι δρόμοι δεν κατάπιαν το τόσο νερό, τα πηγάδια δεν πρόλαβαν να ρουφήξουν, ούτε οι υπόγειες διαδρομές το περισσευούμενο….το αποτέλεσμα καταστροφικό για σπίτια, υπόγεια, μαγαζιά.

Το δικό μας, ψηλό σπίτι, προστατεύτηκε από τον μαντρότοιχο* , λίγο νερό μπήκε, τρύπωσε κάτω από τη μεγάλη ξύλινη πόρτα, προχώρησε στο καλντερίμι* αλλά μια ρουφήχτρα που τότε την ανακαλύψαμε, στην αρχή, δεξιά της αυλής τράβηξε μεγάλο ποσοστό του όγκου, το υπόλοιπο περπάτησε μέχρι το πρώτο σκαλί του υπογείου, έγλειψε την πέτρα και κούρνιασε εκεί, ούτε σταγόνα παρακάτω, παραμέσα. Ποιος ξέρει τι…υπόγειες διαδρομές, οικείες βρήκε το υγρό στοιχείο της φύσης και κάνοντας δαιδαλώδεις στροφές τραβήχτηκε στα έγκατα της γης να υγράνει το στεγνό από τα δάκρυα σώμα της.

Δάκρυα άρχισαν να πέφτουν από τα μάτια μας…ο μπαρμπα- Θόδωρος βρισκόταν μ’ αυτή την κοσμοχαλασιά έξω για το απογευματινό καφεδάκι του, στο ζαχαροπλαστείο του ανιψιού του Αποστόλη για μια κολτσίνα με κέρδος ένα λουκούμι, για την παρέα.

Η μάνα χωρίς δεύτερη κουβέντα αρπάζει τη μεγάλη, αντρική, μαύρη ομπρέλα με το γυριστό, ξύλινο χερούλι, σκεπάζει τις κακές σκέψεις της και τραβάει για την πλατεία με κίνδυνο της ασφάλειάς της….την ” έζωσαν τα φύδια ” πως ο παππούς κινδυνεύει, πως βρίσκεται στα μισά του δρόμου…με τα μικρά, σβαρνιστά βηματάκια του λόγω του “πάρκινσον” δεν θα κατάφερνε να αντισταθεί στη δύναμη του νερού. Τίναξε το κεφάλι της, απόδιωξε τις κακές σκέψεις, εξάλλου κάποιος θα βρεθεί για βοήθεια, μικρή πόλη ο Τύρναβος , όλοι τον ήξεραν τον παππού, θα τον βοηθούσαν να γυρίσει στο σπίτι με ασφάλεια, τώρα κάπου θα στρέχιασε* για να περάσει η μπόρα.

Οι θετικές σκέψεις της επαληθεύτηκαν, στα μισά του δρόμου τον συνάντησε σώο αλλά μούσκεμα ως το κόκκαλο. Με θέληση και δυσκολία τον μετέφερε κυριολεκτικά στο σπίτι και αφού τον μαλώσαμε γλυκά για την αποκοτιά με τέτοιο καιρό να βρίσκεται έξω από την οικία του, βαλθήκαμε όλοι να τον περιποιούμαστε και με προσοχή να τον ακούμε για τα τεκταινόμενα στην πλατεία….μάθαμε αργότερα για τους ανήσυχους ανθρώπους, για το Ξηριάρη που φούσκωσε, για τη γέφυρα που λαβώθηκε και για τις βαρκούλες σωσίβια που βγήκαν παγανιά, για τα καρπούζια του Ψωφάκα που επέπλεαν στον δρόμο κυριολεκτικά, για τη βουή και τη μανία του νερού.

Την άλλη μέρα το πρωί φάνηκε η καταστροφή για πολλούς Τυρναβίτες, για αγρούς που βούλιαξαν, για μπαξέδες που ρήμαξαν, για ζώα που χάθηκαν, για προίκες που χάλασαν, για σπίτια που πλημμύρισαν.

Μεταξύ αυτών και το σπίτι το χαμηλό, πλινθόκτιστο, νοικιασμένο της φίλης μου Μαρίας στους Αγίους Αναργύρους. Πάν’ τα βιβλία, πάνε οι γραμματικές και οι αριθμητικές της συμμαθήτριάς μου. Εκείνη η πιο καλή μαθήτρια της τάξης, του σχολείου, μεγάλο κεφάλι…έλεγαν οι δάσκαλοι, την παραδεχόμασταν και τη σεβόμασταν όλοι γιατί και έντιμος άνθρωπος είναι με αισθήματα αλληλεγγύης χωρίς κομπασμούς και επάρσεις. Είθε οι άριστοι να είναι σαν τη Μαρία! (τιμή μου που ήταν φίλη μου εκείνα τα χρόνια και πάντα στην καρδιά μου).

Κακόβουλη βροχή που πήρες ό, τι αγαπημένο αντί να το δροσίσεις, να το τρανέψεις για να βγάλει καρπούς.

Ποιος ξέρει τι συγκρούσεις ανθρώπων ώθησαν τα σύννεφα! Μήπως κακιά μάγισσα τις συγκρούσεις των ανθρώπων τις μετέφεραν στον ουρανό, στα σύννεφα και έγιναν δάκτρυ, στεναγμός, βροχή ή μήπως εμπαιγμός της φύσης για τους ανθρώπους που τον παραπόταμο του Πηνειού Ξηριάρη τον ονόμασαν.

Δείτε όλες τις τελευταίες ειδήσεις στο tirnavospress.gr, ακολουθήστε μας στο FacebookInstagramGoogle News, YouTube και Twitter.  Προσοχή! Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των πληροφοριών του παραπάνω άρθρου (όχι αυτολεξεί) ή μέρους αυτών μόνο αν: Αναφέρεται ως πηγή το tirnavospress.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά. – Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή – Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος