Την είδηση του θανάτου του Μίκη Θεοδωράκη έκανε γνωστή η Έλενα Ακρίτα μέσα από τον προσωπικό της λογαριασμό στο Facebook.
Ο Μίκης Θεοδωράκης αποτελεί μία από τις σημαντικότερες και πιο πολυσυζητημένες προσωπικότητες της νεώτερης Ελλάδας με παγκόσμιο κύρος.
Σε ηλικία μόλις 12 ετών συνέθεσε το πρώτο μουσικό του έργο, ενώ στα 17 έδωσε το πρώτο του ρεσιτάλ στην Τρίπολη με το δικό του έργο «Κασσιανή».
Το 1943 ο Μίκης Θεοδωράκης εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα και συνεχίζει τις μουσικές του σπουδές, με δάσκαλο τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη. Ταυτόχρονα, αναπτύσσει αντιστασιακή δράση, μέσα από τις τάξεις της ΕΠΟΝ και του ΚΚΕ. Τότε, θα συλληφθεί από τους Ιταλούς και στη φυλακή θα γνωρίσει το έργο του Μαρξ.
Επίσης, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου (1946-1949) θα εξοριστεί πρώτα στην Ικαρία και στη συνέχεια στη Μακρόνησο. Οι πολιτικές του διώξεις δεν ανακόπτουν το δημιουργικό του έργο.
Με την επιβολή της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967 ξεκινήσει ένας νέος κύκλος διώξεων και εξοριών για τον συνθέτη, που τελείωσε το 1970 με την αμνηστία που του χορηγήθηκε, ύστερα από διεθνή κατακραυγή και προσπάθειες προσωπικοτήτων, όπως ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς, ο Λέοναρντ Μπερνστάιν, ο Χάρι Μπελαφόντε, ο Άρθουρ Μίλερ και ο Χανς Άισλερ.
Έφυγε στο εξωτερικό και έδωσε δεκάδες συναυλίες εναντίον των συνταγματαρχών, που τον έκαναν παντού γνωστό ως σύμβολο του αντιδικτατορικού αγώνα.
Η ενασχόληση με την πολιτική
Κατά την διάρκεια της Μεταπολίτευσης ο Μίκης Θεοδωράκης ασχολήθηκε ενεργά με την πολιτική, ενώ έθεσε το περίφημο δίλημμα «Καραμανλής ή τανκς». Μάλιστα, εκλέχθηκε βουλευτής (2 φορές με το ΚΚΕ και δύο φορές με τη Νέα Δημοκρατία) κι έγινε υπουργός στην κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Παράλληλα, ξεκίνησε με τον Τούρκο μουσικό Ζουλφί Λιβανελί μία προσπάθεια προσέγγισης ανάμεσα στους λαούς της Ελλάδας και της Τουρκίας.
Το 1978 ήταν υποψήφιος δήμαρχος Αθηναίων με την στήριξη του ΚΚΕ. Τότε, ήρθε τρίτος με ποσοστό 16,32%, πίσω από τον κυβερνητικό Γιώργο Πλυτά και τον Δημήτρη Μπέη που εξελέγη στον β’ γύρο.
Ο Μίκης Θεοδωράκης έχει γράψει όλων των ειδών μουσικής
Όπερες, συμφωνική μουσική, μουσική δωματίου, ορατόρια, μπαλέτα και χορωδιακή εκκλησιαστική, έως μουσική για αρχαίο δράμα, θέατρο, κινηματογράφο, έντεχνο λαϊκό τραγούδι και μετασυμφωνικά έργα. Το έργο του μπορεί να διακριθεί σε τρεις κύριες περιόδους: Στην πρώτη περίοδο (1937-1960) συνθέτει έργα συμφωνικά και μουσικής δωματίου σύμφωνα με δυτικοευρωπαϊκές μορφές και σύγχρονες τ:εχνικές, στη δεύτερη περίοδο (1960-1980) επιχειρεί σύζευξη της συμφωνικής ορχήστρας με λαϊκά όργανα και δημιουργεί νέες φόρμες με βάση τη φωνή, ενώ από το 1981 επιστρέφει στις συμφωνικές μορφές και ασχολείται με την όπερα.
Η μελοποίηση ποιημάτων έχει θεωρηθεί ως ο «κεντρικός πυλώνας της δημιουργικότητάς του», όπως έχει πει η ερμηνεύτρια Νένα Βενετσάνου. Εκεί οι ποιητές παρελαύνουν: Άγγελος Σικελιανός, Ανδρέας Κάλβος, Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, Γιάννης Ρίτσος, Μανόλης Αναγνωστάκης, αλλά και Πάμπλο Νερούδα, Λόρκα, Μπέρναρντ Μπίαμ. Οι στίχοι τους γίνονται έτσι προσιτοί στο ευρύ κοινό, πλαισιώνοντας λαϊκά τραγούδια που θέτουν θεμελιώδεις αξίες και σταθερές στη σύγχρονη ελληνική μουσική δημιουργία. Ο ίδιος εξάλλου, όταν ήταν κρατούμενος στις φυλακές Ωρωπού, έγραφε: «Εν αρχή ήν ο λόγος….η μεγαλύτερή μου φιλοδοξία είναι να υπηρετήσω πιστά τη νεοελληνική κυρίως ποίηση. Σε τέτοιο βαθμό, ώστε ακούγοντας ένα τραγούδι, να μη μπορείς να φανταστείς τη μουσική σε άλλο κείμενο, ούτε όμως και το ποίημα με διαφορετική μουσική». Ο Μίκης Θεοδωράκης ουσιαστικά δημιούργησε το κίνημα της Μελοποιημένης Ποίησης, συμβάλλοντας στην ανάδυση μιας πλειάδας ποιητών και στην αναβάθμιση του τραγουδιού. Συγχρόνως, βοήθησε μια ολόκληρη γενιά να αποκτήσει τον δικό της λόγο.
Η φήμη του ξεπέρασε από νωρίς τα σύνορα της χώρας. Συνέθεσε τον πιο αναγνωρίσιμο, ίσως, ελληνικό ρυθμό διεθνώς, το συρτάκι από την ταινία «Αλέξης Ζορμπάς» (1964), ενώ τραγούδια του ερμηνεύτηκαν από διάσημους καλλιτέχνες, όπως οι Beatles, η Σίρλεϊ Μπάσεϊ και η Εντίθ Πιάφ. Επένδυσε μουσικά γνωστές ταινίες, όπως το «Ζ» (1969), που τιμήθηκε με το βραβείο BAFTA πρωτότυπης μουσικής, η «Φαίδρα» (1962), με τραγούδια σε στίχους Νίκου Γκάτσου και «Σέρπικο» (1973), για τη μουσική της οποίας ήταν υποψήφιος για Grammy το 1975 (το ίδιο βραβείο διεκδίκησε και για τη μουσική του «Αλέξη Ζορμπά» το 1966).