HomeΙΣΤΟΡΙΑ

Η παγιωμένη άποψη των Τούρκων για τον προορισμό τους πάνω στη γη, όπως όρισε ο Θεός τους

Η παγιωμένη άποψη των Τούρκων για τον προορισμό τους πάνω στη γη, όπως όρισε ο Θεός τους

Οι Τούρκοι  κοιτίδα τους, ήταν η Κεντρική Ασία (η οποία στους θρύλους τους αναφέρεται με το όνομα «Κόκκινη Μηλιά»).Η αντίληψη που είχαν διαμορφώσει για τον υπόλοιπο κόσμο ήταν πολύ απλή.

Πίστευαν ότι  σε ένα μέρος του κόσμου υπήρχαν οι άνθρωποι και στο άλλο τα ζώα που συμμετείχαν στην παραγωγή των αγαθών, είτε άμεσα, είτε έμμεσα.

Στις μετακινήσεις τους προς τα  δυτικά, μετέφεραν μαζί τους αυτή την αντίληψη για τον κόσμο, με μία διαφορά ,ότι στη θέση των  ζώων τοποθέτησαν πλέον τους λαούς τους οποίους κατακτούσαν.

 Νομάδες, δεινοί αναβάτες και άριστοι τοξότες, είχαν ως κύρια ασχολία τους τις πολεμικές δραστηριότητες, θεωρώντας τον πόλεμο τη μόνη ασχολία αντάξια για ανθρώπους.

Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος αναφέρει σχετικά ότι, επειδή στην ειρήνη δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να απολαμβάνουν τα κέρδη του πολέμου, «είχον αναπόδραστον ανάγκην υπηκόων εργαζομένων και φορολογουμένων, τοιούτοι δε δεν ήτο δυνατόν να είναι ει μη οι Χριστιανοί».

Η άποψη ότι όλοι οι υπόλοιποι λαοί είχαν δημιουργηθεί από τον Θεό αποκλειστικά και μόνο για να υποταχθούν σε αυτούς και για να καταστούν εν καιρώ τα «δίποδα πρόβατα» των Τούρκων ήταν ριζωμένη στο μυαλό και στην καρδιά τους. Ο κατακτημένος λαός κατά την υποδούλωσή του σύμφωνα με τους κατακτητές ήταν ένα κοπάδι ανθρώπων . 

Ο όρος που χρησιμοποιούσαν ρ(ε)αγιά, δηλώνει ότι οι άνθρωποι των περιοχών που κυρίευαν ήταν ένα υποταγμένο κοπάδι και αυτό τον όρο χρησιμοποιούσαν και για τα κοπάδια τους.

Οι Τούρκοι θεωρούσαν ότι αποκατάσταση της φυσικής αρμονίας για να επιτευχθεί θα έπρεπε να είναι κυρίαρχοι μόνον αυτοί έναντι των άλλων λαών .

Ο πόλεμος για αυτούς ήταν θέλημα Θεικό και οποιαδήποτε αντίσταση  και απόπειρα αντίστασης στην κατακτητική τους μανία ήταν βλασφημία.

 Σχετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του κύριου υπεύθυνου για τις σφαγές της Χίου το 1822, του Βαχήτ Πασά, σύμφωνα με το οποίο :

Η ζωή ενός απίστου (άρα και ραγιά) είναι κάτι αμελητέο: «Το ιερόν νομικόν βιβλίον του Ιμάμ Σερχουσνή», εξηγεί ο Βαχήτ, «αναφέρει ότι η αποτομή ξύλου και λάρυγγος ανθρωπίνου διαφέρουσιν αλλ’ όχι εν περιπτώσει λάρυγγος γκιαουρικού…».

Η Οθωμανική Αυτοκρατορία έδινε την εντύπωση μιας ομοσπονδία ανεξάρτητων εθνοτήτων που ζούσαν μέσα σε κλίμα ιδανικής σύμπνοιας και ανοχής μεταξύ τους. 

 Στην πραγματικότητα βέβαια, η εθνότητα που είχε ως αρχηγό της έναν απόγονο του οίκου του Οσμάν, κυριαρχούσε σε όλες τις υπόλοιπες. Κάθε συμπεριφορά των Τούρκων έναντι των ραγιάδων ήταν αποδεκτή, υπό την προϋπόθεση ότι δεν τίθετο σε κίνδυνο η παραγωγικότητα του «κοπαδιού». Απόδειξη των παραπάνω ήταν η περίπτωδη του  Βαχήτ Πασάπου εξοριστήκε εξορίστηκε, πριν ακόμη τερματιστούν οι σφαγές στη Χίο. Ο λόγος δεν ήταν η γενοκτονία  επειδή, αλλά αχρήστευέ πλήρως την παραγωγικότητα του «κοπαδιού» ραγιάδων στο νησί.

Οι υψηλές πρόσοδοι που απέδιδε η Χίος (υπενθυμίζουμε τη μοναδική παγκοσμίως μαστίχα και τα εσπεριδοειδή του Κάμπου) κατέληγαν στην αδελφή του σουλτάνου Εσμέ . Αγανακτισμένη από τις επιπτώσεις που είχε στα εισοδήματά της η απώλεια τόσων ανθρώπων, έπεισε τον αδελφό της να τιμωρήσει τον υπαίτιο της καταστροφής και να χορηγήσει αμνηστία σε όσους κατοίκους διασώθηκαν.

Τα τουρκικά φύλα ΠΡΌΓΟΝΟΙ των Οθωμανών όταν μόνιμα εγκαταστάθηκαν σε βυζαντινές επαρχίες, ήλθαν σε μερική επιμειξία με τους τοπικούς πληθυσμούς και εν μέρει αφομοιώθηκαν από αυτούς. Οι Σελτζούκοι, για παράδειγμα, κατέληξαν να αποκαλούν τους εαυτούς τους Ρουμ (Ρωμαίους), και τη σπουδαιότερη επαρχία τους «Βιλαγιέτ – ι – Γιουνάνι» (ελληνική επαρχία, δηλαδή Ελλάδα), ενώ το ίδιο το κράτος τους σουλτανάτο του Ρουμ (Ρωμαϊκό κράτος).

Οι απόγονοι  Οθωμανοί αντιλήφθηκαν πολύ νωρίς ότι, για να αποφύγουν μια τέτοια εξέλιξη και να επιτύχουν εκεί όπου απέτυχαν οι προγενέστεροι ομοεθνείς τους, έπρεπε να διατηρήσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόσταση από τους κατακτημένους, ‘Ηταν αδύνατον να έχουν τα ίδια με αυτούς δικαιώματα ούτε βέβαια να αποφασίζουν εκείνα για την τύχη τους.

Ακόμη και το είδος της επικοινωνίας μεταξύ των κατακτητών και των υποδούλων έπρεπε να καθορίζεται μόνο στον βαθμό κατά τον οποίο εξυπηρετούντο τα συμφέροντα και οι επιδιώξεις τους.

Ο Μωάμεθ Β’ Ο Πορθητής ήταν εμπνευστής του συστήματος των μιλέτ.

Επικεφαλής κάθε μιλέτ (που ήταν θρησκευτική και όχι εθνική κοινότητα) τοποθέτησε τον Μιλέτμπασι, ο οποίος προκειμένου για το μιλέτ των Ρωμιών ήταν ο Οικουμενικός Πατριάρχης.

Έτσι η διακυβέρνηση της Αυτοκρατορίας έγινε ευκολότερη και παγιώθηκε η κυριαρχία των Οθωμανών επάνω στους υπόδουλους.

 Αυτό το σύστημα κατέληξε να γίνει η βασική αιτία της κατάρρευσης της Αυτοκρατορίας.

Η ιεράρχηση των μιλέτ μεταξύ τους (τα οποία κατέληξαν να θεωρούν όσα ήταν σε κατώτερη θέση ως ρεαγιά), δημιουργούσε εντάσεις.

Λόγω της βίαιης ανάδυσης των εθνικισμών των επιμέρους μιλέτ (με τελευταίο τον τουρκικό, μέσω του κινήματος των Νεότουρκων) και όλων των γεγονότων που επακολούθησαν, η Οθωμανική Αυτοκρατορία διαλύθηκε.

 Δεν είχαν κανένα δικαίωμα έναντι των Οθωμανών και ο ισχυρισμός ότι «ήταν δεύτερης κατηγορίας υπήκοοι σε βαθμό που ο πρώτος στην τάξη μη Μουσουλμάνος (μη Τούρκος, δηλαδή) να έπεται του τελευταίου στην κοινωνική ιεραρχία Μουσουλμάνου» δεν αποτελεί υπερβολή, αλλά εκφράζει ακριβώς αυτή την πραγματικότητα. Το πάθημα του Φαναριώτη άρχοντα Αλεξάνδρου Σούτζου, ο οποίος οδηγήθηκε στο ικρίωμα μετά από μια αντιδικία με κάποιους Τούρκους εργάτες ναυπηγείου, και μάλιστα με απόφαση του ίδιου του σουλτάνου Οσμάν Γ’, είναι χαρακτηριστικό.

Οι ραγιάδες βρισκόταν σε απόλυτο ζόφο και απλώς επιβίωναν. Η επιβίωση όμως αυτή καθαυτή δεν είναι ποτέ αρκετή για κάποιον που θέλει όχι μόνο να λέγεται αλλά και να είναι άνθρωπος.

Η λύση ήταν μία, η άρση του αδιεξόδου, η οποία υλοποιείται μέσω μιας και μοναδικής διαδικασίας, της Επανάστασης. Το τελικό ζητούμενο όλων ανεξαιρέτως των επαναστάσεων είναι η ελευθερία όσων τις πραγματοποιούν. Ελεύθερος δεν μπορεί να θεωρηθεί κάποιος αν του έχει αφαιρεθεί η δυνατότητα να ονειρεύεται ή αν την έχει εκχωρήσει ο ίδιος. Τελικά, τα όνειρα και η ελευθερία είναι έννοιες ταυτόσημες, όπως και η ελπίδα.

Η Ελληνική Επανάσταση απλά συνέβη.

Η αφετηρία της εντοπίζεται στις 30 Μαϊου του 1453.

Το 1821, τα επί αιώνες ανεκπλήρωτα όνειρα ορθώθηκαν μπροστά στους Ρωμιούς (τους οποίους η παιδεία τους είχε εν τω μεταξύ ξανακάνει Έλληνες) και απαίτησαν από εκείνους να πάψουν να είναι τα αντικείμενα , να πάψουν να είναι υπήκοοι και να γίνουν επιτέλους πολίτες, να ανακτήσουν τις ανθρώπινες ιδιότητές τους ώστε να λάβουν αυτά την εκδίκησή τους.

 Με της Επανάστασης του 1821  ήταν  το γεγονός ότι όλοι όσοι ανταποκρίθηκαν τότε στην απαίτηση των ονείρων, έδρασαν όπως αρμόζει σε ανθρώπους πράγματι ελεύθερους. Δεν αισθάνθηκαν φόβο μπροστά στις εξελίξεις ή, ακόμη και αν αυτό συνέβη, δεν τους εμπόδισε να προχωρήσουν. Αντίθετα, τους απέτρεψε από το να υποχωρήσουν. Τους φόβιζε περισσότερο η νύκτα που πέρασαν χωρίς όνειρα ή ακόμη η συσσώρευση τόσων ονείρων που παρέμεναν ανεκπλήρωτα επί αιώνες.

Αυτό που απομένει σε εμάς, τους επιγόνους τους, είναι η επιδίωξη να αναδειχθούμε καλύτεροι από εκείνους. Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι «τα μάτια της ψυχής μας» να είναι «ανοιχτά πάντα κι άγρυπνα», ώστε η πρόσκληση της εκάστοτε ιστορικής συγκυρίας να μας βρίσκει σε αντιστοιχία με τη σοβαρότητά της: να μην είμαστε δηλαδή ούτε σαν τη «Γυναίκα της Ζάκυνθος» του Σολωμού ούτε όπως οι προσκυνημένοι, τους οποίους ο Κολοκοτρώνης απείλησε με «φωτιά και τσεκούρι». Αυτό είναι το καθήκον μας. Την απάντηση όμως στο ερώτημα αν ανταποκριθήκαμε σε αυτή την πρόσκληση δεν είναι δυνατόν να τη δώσουν παρά μόνον οι επόμενοι από εμάς.

 Πηγή από Γεώργιος Μ. Ζησιμόπουλος

Ο Γ. Μ. Ζησιμόπουλος γεννήθηκε στις 6-12-1949 στο Βουνό των Μαστιχοχώρων της Χίου. Μεγάλωσε στα Φλάτσια κοντά στο Βουνό. Η καταγωγή του είναι από το Ντεμίσι της Μικράς Ασίας. Από το 1968 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Το 1976 μετά από διαγωνισμό διορίστηκε στη Μηχανογράφηση του Υπουργείου Παιδείας, όπου σταδιοδρόμησε ως Αναλυτής – Προγραμματιστής Η/Υ. Τώρα είναι συνταξιούχος. Τελείωσε τη Σχολή Στατιστικής και τη Βιομηχανική Σχολή Πειραιά.
Έχει συγγράψει διδακτικά εγχειρίδια σχετικά με την Πληροφορική και τη Λογιστική, τα οποία έχουν εκδοθεί από τον ΟΕΔΒ, και τα οποία διδασκόταν για πολλά χρόνια στα ΕΠΛ και στα ΤΕΛ.
Για πολλά χρόνια ήταν Επιστημονικός Συνεργάτης στο μηνιαίο περιοδικό “Ιστορικά Θέματα” στο οποίο δημοσίευσε άρθρα ιστορικού ενδιαφέροντος.
Άλλα του άρθρα έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα έντυπα, και σε ιστότοπους.
Εκτός από την έκδοση “Όσα φέρνει η ώρα”, ο Φιλοτεχνικός Όμιλος Χίου κυκλοφόρησε, σε επιμέλεια του Γεώργη Διλμπόη, ένα ακόμη βιβλίο του με διηγήματα.