Έγεννήθη έν Τυρνάβω τό 1931. Τό 1950 ένεγράφη εις τήν Φιλοσοφικήν Σχολήν τοϋ Άριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τό δέ 1954 έλαβε τό πτυχίον τής κλασσικής Φιλολογίας μέ τόν βαθμόν άριστα. Μετεκπαιδευθείς κατά τά σχολικά έτη 1963 – 1964 καί 1964-65 είς τό Διδασκαλεΐον Μέσης Έκπαιδεύσεως ήρίστευσε. ‘Υπηρετεί νϋν είς τό Α’ Λύκειον Θηλέων Λαρίσης. ‘Εγραψε σχετικά μέ τήν Θεσσαλίαν, άλλά τό έργον του μένει άνέκδοτον.
Ή Ευρώπη έκανε τις προμήθειές της στόν Τύρναβο μεσΐτες έρχονταν άπό τά Γιάννινα, τή Βοσνία, τή Βλαχία περίμεναν νά Ετοιμαστούν οι παραγγελίες τους καί προσπαθούσαν νά επιταχύνουν τή δουλειά, γιατί βιάζονταν πολύ. ‘Υπήρχαν επίσης στον Τύρναβο σαράντα μπογιατζήδες πού έβαφαν σε διάφορα χρώματα καί δυόμιση χιλιάδες άργαλειοί, πού υφαιναν βαμβακερά· πρέπει νά προσθέσωμε άκόμα έκατό περίπου σερβετάδες, πού άσχολούνταν μέ τήν ύφανση τοϋ μεταξιού. Σήμερα ή γεωργία, ή οποία ανεπαίσθητα άπό τούς Τούρκους πέρνα στά χέρια των Ελλήνων, προοδεύει, ενώ ή βιομηχανία παρακμάζει. Ό Τύρναβος παράγει δυο χιλιάδες όκάδες ακατέργαστο βαμβάκι περισσότερο άπό άλλοτε, ενώ ή παραγωγή κουκουλιών είναι έξη χιλιάδες όκάδες. Ή πλήρης παρακμή τής βιομηχανικής δραστηριότητος οφείλεται σέ δυό λόγους: στό πέρασμα τού στρατού κατά τόν πόλεμο τής έλληνικής έπαναστάσεως καί στήν έξάπλωση τού εύρωπαϊκοΰ εμπορίου. Επίσης μεγάλες οικογένειες Τυρναβιτών, πού εγκαταστάθηκαν στή Βιέννη, άρχισαν νά μεταφέρουν στή Δύση τήν κατασκευή άνατολικών υφασμάτων. Τά σχολεία είναι τρία: τό Ελληνικό τό διευθύνει ένας παλιός καθηγητής, πού άντιπροσωπεύει τήν παράδοση τών
παλιών σχολείων τού Όλυμπου καί πού ήταν δάσκαλος τού κ. Θωμά. Εξηγεί Λυσία στό νεαρό Μιλτιάδη. Ή τάξη του άριθμεϊ άκόμα πέντε ή έξη άλλους μαθητές· άλλά είναι γέρος πιά και νομίζουν ότι άρχισε νά βαριέται. Σε δυό σχολεία άλληλοδιδακτικά, άπό τά όποια τό δεύτερο έγινε τελευταία, φοιτούν άπό έκατό παιδιά στό καθένα. ‘Ένας άπό τούς δασκάλους είναι γαμπρός τού κ. Θωμά. Ό άλλος πού συναντάμε δέν μάς προξενεί καλή έντύπωση μέ τό άτημέλητο ευρωπαϊκό του κοστούμι. Φαίνεται κάπως άπερίσκεπτος. Θά μπορούσε πολύ καλά νά διδάξη τή γλώσσα μας (δηλ. τά γαλλικά), πού τήν είχε μάθει στή Βιέννη άπό Γάλλο δάσκαλο, στον όποιο γιά άντάλλαγμα μάθαινε τήν ελληνική, άλλά άρνεΐται καί ό κ. Θωμάς στά χαμένα τού προσέφερε χίλια γρόσια, γιά νά διδάξη γαλλικά στούς δυό γιούς του. Αυτή είναι στον Τύρναβο ή κατάσταση τής δημοσίας έκπαιδεύσεως.
Ό Τύρναβος είχε έπίσης μιά κάποια ελευθερία, επειδή ό Τουρχάμπεης, ό κατακτητής τής Θεσσαλίας, τόν κατέλαβε μετά άπό συνθηκολόγηση. Τά προνόμια αυτά ήταν ή ελεύθερη έκλογή τής κυριώτερης χριστιανικής εξουσίας, δηλ. τού Κατσάμπαση, καί ή δημοτική αυτονομία, όσο τουλάχιστο ήθελαν οί Τούρκοι νά τήν σεβαστούν γιατί κάπου-κάπου υπήρχαν δυσκολίες. Συνέβαινε έπίσης οί Τυρναβϊτες νά έχουν τήν δυνατότητα νά εκλέγουν ή νά στέλνουν πίσω στον μ ο υ ν τ ί ρ καί στόν Τούρκο κ α δ ή όποιον δέν ήθελαν. “Εκαμαν μέ όλη τήν θρησκευτική πομπή καί μεγαλοπρέπεια τήν ταφή τών νεκρών καί τούς γάμους των Οί Ιερείς έβγαιναν μέ τά ιερατικά τους άμφια τά τραγούδια καί τά μουσικά όργανα (παιγνίδια) έπρεπε μόνο νά σταματήσουν είκοσι βήματα μπροστά άπό τό τζαμί καί ξανάρχιζαν είκοσι βήματα μακρύτερα. Ό κ. Θωμάς διάβασε στόν μεγάλο κώδικα τής μητροπόλεως στή Λάρισα ένα γράμμα, πού άπευθύνονταν στόν Πατριάρχη, μέ τό όποιο ό άρχιεπίσκοπος άγιος Βησσαρίων ζητούσε νά προσθέση στόν τίτλο του καί εκείνον τού επισκόπου Τυρνάβου, γιά νά μπορή εκεί τουλάχιστο νά βρή κοινωνία Χριστιανών. Ό Τύρναβος ήταν ή Χριστιανική πόλη καί ή Λάρισα ή τουρκόπολη. Ό άριθμός τών Χριστιανών στά χωριά καί στά γύρω προάστια είχε φοβίσει τόν Τουρχάμπεη καί άποφάσισε νά μεταφέρη άπό τό Ικόνιο τούς άποίκους αυτούς Τούρκους, πού μέ τό όνομα Κ ο ν ι ά – ρ ο ι κατέχουν καί καλλιεργούν άκόμα ένα μεγάλο μέρος τού εδάφους τής Θεσσαλίας μέσα στήν πεδιάδα. Έκτος άπό τά προνόμια αύτά, στά όποια πρέπει νά προσθέσωμε καί τήν οργάνωση τών έργασιών σέ σωματεία
μέ τόν πρωτομάστορά του τό καθένα, οί Τυρναβϊτες διατηρούν παλιά έθιμα, πού άποτελοΰν λαϊκή έκφραση τής έλευθερίας πού είχαν. Σήμερα άκόμη τήν ήμέρα τής Καθαράς Δευτέρας οί άνθρωποι τού λαού εκλέγουν έναν βασιλιά.
Τού βάφουν μαύρο τό πρόσωπο καί τού βάζουν πάνω στό κεφάλι κ α λ π ά κ ι- μετά άφοΰ κάνη τό δικαστή καί καθορίση τούς φόρους, τόν περιφέρουν πάνω σέ γαϊδούρι μέ τό πρόσωπο προς τό πίσω μέρος κρατώντας τήν ούρα για χαλινάρι’ τέλος οταν νυχτώση, τόν πηγαίνουν
στήν άκρη ένός έλους καί τόν ρίχνουν κάτω. Οί Τούρκοι νομίζοντας ότι μ’ αυτό τόν τρόπο χλευάζουν τό σουλτάνο, ήρθαν μιά μέρα νά σφάξουν τόν βασιλιά των Τυρναβιτων καί ολη τη συνοδεία του. Ευτυχώς τήν ημέρα εκείνη φορούσε καπέλλο, μέ τό όποιο διακρίνονταν οί Εύρωπαϊοι στήν ’Ανατολή. Οί Τούρκοι άντί νά έκτελέσουν τό άπαίσιο σχέδιό τους, άρχισαν τό παιγνίδι καί πλήρωσαν μάλιστα τόν φόρο πού τούς όρισε ό βασιλιάς. Κατά τό ταξίδι μου στόν Όλυμπο στά 1855 είχα ήδη άκούσει νά μιλούν γιά παρόμοια γιορτή στήν Τσαρίτσανη, μιά μικρή πόλη πού βρίσκεται πάνω από τήν επίδραση τού Τυρνάβου.
Ό κ. Θωμάς μοϋ κάνει λόγο γιά μιά άλλη πατροπαράδοτη γιορτή, πού γίνεται τήν πρωτομαγιά: τρία κοριτσάκια, ντυμένα νύφες, οδηγούνται από τις γυναίκες σέ γειτονικό μοναστήρι· τά όνομάζουν Ρ ω μ ά ν ε ς καί μέ τήν εύκαιρία αυτή τραγουδούν τό τραγούδι πού αρχίζει έτσι:
«’Άχ! καημένη Ρωμάνα, Ρωμανοπούλα’ «Πήραν τόν καλό σου καί πήγαν νά τόν κρεμάσουν!» Είναι μιά άνοιξιάτικη γιορτή, πού δέν μπορεί κανείς νά συλλάβη τήν αληθινή της σημασία. ’Αντίθετα άπό ο,τι πιστεύει ό κ. Θωμάς, ή σχέση πού θά μπορούσε νά έχη μέ τή ρωμαϊκή άρχαιότητα είναι περισσότερο άπό προβληματική.
Γυρίζομε στό σπίτι, γιά νά έπισκεφθοΰμε μιά έρημη έκκλησούλα, πού βρίσκεται στήν άκρη τής πεδιάδας καί όπου πρόοειται νά μάς δείξουν «τό κόκκαλο τού “Ε λ λ η ν ο ς». Μιά γριά βγάζει άπό τό οστεοφυλάκιο καί μάς φέρνει έξω ένα πλευρό, πού θά ήταν άσφαλώς γιγάντένιο, άν προέρχονταν άπό άνθρώπινο θώρακα. Ή έξωτετική δψη του όμως είναι πολύ πρόσφατη, γιά νά σκεφτή κανείς κάποιο ζώο τής προκατακλυσμιαίας περιόδου άλλά θυμάμαι οτι άκουσα νά λένε ότι άλλοτε οί Τούρκοι οταν οί Έλληνες ήταν ακόμα κάτω άπό τήν έξουσία τους, είχαν συγκροτήσει ένα καραβάνι άπό καμήλες, οί όποιες ξεκινώντας άπό τόν κόλπο τής Ναυπάκτου έκαμαν τις μεταφορές
διασχίζοντας τή θεσσαλική πεδιάδα. Ή κάπως ελεύθερη αύτή έρμηνεία μου σκανδαλίζει τήν γριά πού φυλάγει καί καθαρίζει τό ερημοκκλήση «Πώς, μοΰ λέει, δέν πιστεύεις οτι έζησαν οί αρχαίοι “Ελληνες; ήταν ομως γίγαντες, πού είχαν τόσο μπόι, ώστε, δταν έπεφταν, δέν μπορούσαν νά ξανασηκωθοΰν, καί έτσι πέθαιναν!» ’Επειδή δέν φαίνομαι πεπεισμένος: «Οί “Ελληνες αύτοί, προσθέτει, ήταν άρχαιότεροι άπό τόν Άδάμ καί ύπήρχαν επίσης τόσο μικροσκοπικοί άνθρωποι, ώστε, πέφτοντας στήν τροφή τους πιάνονταν, οπως οί μυϊγες σέ μιά σταγόνα γάλα, κι’ έτσι πέθαιναν! Δέν κάνεις καλά πού δέν τό πιστεύεις, αύτό είναι γραμμένο στό Εύαγγέλιο!» Ή άπλοϊκή γυναίκα δέν καταλαβαίνει οτι μέ τή διήγησή της μάς έπαναλαμβάνει, προσαρμοσμένη στόν έλληνικό τρόπο, τήν αιώνια ιστορία τών μεγάλων καί τών μικρών ανθρώπων, τών Γιγάντων καί τών Πυγμαίων. Τήν ώρα πού κουβεντιάζουμε, μερικές νόστιμες κοπέλες καθισμένες μπροστά στήν πύλη τής εκκλησίας μας παρακολουθούν περίεργα άπό μακριά, χωρίς νά καταλαβαίνουν τίποτα άπό τήν μακάβρια αύτή έπίδειξη.
Ή κανονικότης τού γυναικείου τύπου είναι άλλωστε άξιοσημείωτη στόν έλληνικό πληθυσμό τού Τυρνάβου ίσια μύτη, πολύ μικρή, ομορφα μάτια σέ σχετική άπόσταση άναμεταξύ τους, τά ξανθά βαθιά μαλλιά διακρίνουν συχνά τις ομορφότερες. Τό σεργιάνισμα ξαναρχίζει τό άπόγευμα, οταν πέφτει ή μεγάλη ζέστη. Πάμε πρώτα-πρώτα νά βρούμε έναν παπά, γιά νά πάρη τά ίερά σκεύη, πού έμπόδιζαν τήν έξήγηση
μιάς έλληνικής έπιγραφής μέσα στό μοναστήρι τού ‘Αγίου Αθανασίου, τό όποιο είναι γειτονικό μέ τήν πόλη. Δυστυχώς μας είναι άδύνατο νά συναντήσομε παπά, γιατί ήνΠαρασκευή είναι μέρα πού οί “Ελληνες ιερείς πηγαίνουν σέ κάθε σπίτι νά ψάλουν την έβδομαδιαία παράκληση γιά τήν άφεση των άμαρτιών. Παίρνουν γι’ αυτή σαράντα γρόσια τό χρόνο. Στά πιο πολλά σπίτια ή άκολουθία γίνεται πολύ επιφανειακά’ ό άντρας συνεχίζει νά καπνίζη τό τσιμπούκι του, ή γυναίκα νά καθαρίζη τις κατσαρόλες της. Στο σπίτι όμως τού κ. Θωμά τά πράγματα αλλάζουν: συγκεντρώνει πάντα τήν οίκογένειά του καί όλοι στέκουν όρθιοι τήν ώρα τής παρακλήσεως. Επειδή δεν βρίσκομε παπά, πηγαίνομε νά έπισκεφθοϋμε τόν μ ο υ ν τ ί ρ. Μάς δέχεται μέ τό τσιμπούκι στό στόμα, καθισμένος σ’ ένα τεζιάκι όμοιο μ’ εκείνα των μαγαζιών.
Τά ρούχα του άπό τσίτι όχι καλό τόν δείχνουν περισσότερο καφετζή παρά Τούρκο υποδιοικητή. Στον τελευταίο περίπατο ό κ. Θωμάς μέ οδηγεί στό ζευγολατιό του, όχι μακριά άπό τήν πόλη. “Αλλοτε οί “Ελληνες τού Τυρνάβου ήταν όλοι έμποροι- πολύ λίγα ήταν τ’ άμπέλια τους. Τώρα πού ή τοπική βιομηχανία βρίσκεται σέ παρακμή, άρχισαν νά στρέφωνται στή γεωργία, παίρνοντας στά ζέρια τους τά χωράφια των Τούρκων. Ό κ. Θωμάς προσπαθεΐ σιγά-σιγά νά μεγαλώση τήν περιουσία του άγοράζοντας άπό δώ κι’ άπό κεΐ μερικά στρέμματα, άλλοτε γιά νά βοσκήση τό άλλογό του, άλλοτε γιά νά έπεκτείνη τις καλλιεργούμενες εκτάσεις του. «Οί Τούρκοι, λέγει, άπό τή στιγμή πού άντάλλξαν τις περιουσίες τους, επειδή δέν βρίσκουν άνάμεσά τους κανένα πόρο, συχνά δέν έχουν άλλα μέσα ζωής παρά νά γίνωνται κουρεΐς ή ν’ άνοίγουν καφενείο έκεΐ είναι ή μεγαλύτερη τους δυστυχία καί έτσι θά ξοφλήσουν».
Σήμερα στον Τύρναβο οί Χριστιανοί φαινομενικά μόνο διατηρούν τις δημοτικές τους ελευθερίες. ‘Ο Κοτσάμπασης, πού τόν εκλέγουν οί ίδιοι, αλλά κάτω άπό τήν τουρκική έπιρροή, δέν έχει στήν πραγματικότητα καμιά έξουσία. ‘Η κυβέρνηση φροντίζει νά υποστήριξή τούς
φτωχούς (φουκαράδες), γιά νά ύποτάξη σ’ αύτούς τούς πιο πλούσιους. “Ομως ό πληθυσμός άποτελεϊται άπό ένιακόσιες έλληνικές οικογένειες, ενώ οί τουρκικές είναι εβδομήντα. Οί φόροι είναι οί έξής:
ή τιμητεία (πού οί “Ελληνες τήν όνομάζουν έπιτήδευμα), φόρος δηλ. γιά τις περιουσίες, πού άποτιμώνται μέ δικαστική άπόφαση, ή δεκάτη τών δημητριακών, ή δεκάτη τών σταφυλιών, ή δεκάτη τών κουκουλιών, ό στρατιωτικός φόρος πού οί Χριστιανοί μετά τό ρωσοτουρκικό πόλεμο είχαν τήν άδυναμία νά τόν προτιμούν άπό τή στρατολογία, οί δασμοί τών κρασιών καί οί τελωνειακοί δασμοί. Αύτοί οί φόροι αφορούν επίσης καί τούς Τούρκους, έκτος άπό τόν στρατιωτικό φόρο, άπ’ τόν όποιο φυσικά άπαλλάσσονται. “Οταν δέν πληρώνουν ούτε τούς δασμούς τών κρασιών ούτε τών τελωνείων, δέν εμπορεύονται ούτε φτιάχνουν κρασί.
Ή τιμητεία, πού περιλαμβάνει καί τήν άποτίμηση τών έμπορικών υποθέσεων, προσδιορίζεται βάσει κτηματολογίου, πού τό συνράσσει βιαστικά μιά επιτροπή σύμφωνα μέ τόν νέο κανονισμό τού τανζιμάτ. Οί δετάτες προαφαιρούνται στή συγκομιδή, ένώ τό ζύγισμα τών καρπών εύνοεϊ άνάλογα εκείνου πού δίνει τό μεγαλύτερο φιλοδώρημα (μ π α χ τ σ ί σ ι). Πάντως ό κ. Θωμάς βεβαιώνει ότι μετά τό Χάττι Χουμαγιούν (αύτοκρατορικό διάταγμα) οί φόροι είναι έλαφρότεροι, ή ζωή εύκολώτερη καί άπαλλαγμένη άπό τούς συνεχείς φόβους πού δοκίμαζαν τήν έποχή τών Γενιτσάρων.
Τό βράδυ έπιστρέφομε στήν πόλη άπό ένα στραυρο- δρόμι πού τό σκεπάζει πελώριος πλάτανος- είναι ή κατοικία πολλών πουλιών καί οί πελαργοί πού κουρνιάζουν ψηλά κάνουν ν’ άντηχή ό κρότος άπό τά ράμφη τους.