HomeΙΣΤΟΡΙΑ

Ιστορία και κατάργηση της θανατικής ποινής στην Ελλάδα

Ιστορία και κατάργηση της θανατικής ποινής στην Ελλάδα

Γράφει ο Γεώργιος Κ. Μακαγιός, Φοιτητής Νομικής Α.Π.Θ.

        Η 10η Οκτωβρίου έχει καθιερωθεί ως η Παγκόσμια Ημέρα κατά της θανατικής ποινής και εορτάζεται πανηγυρικά ανά τον κόσμο, αφού η παύση επιβολής της εν λόγω ποινής θεωρείται ως το πλέον δημοκρατικό βήμα για ένα Κράτος που σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Σε αυτή την αρχή, άλλωστε, βασίστηκε και η όλη επιχειρηματολογία των Κρατών κατά τις συζητήσεις περί κατάργησης τέτοιου είδους ακραίων ποινών ακόμα και για τα ειδεχθέστερα κακουργηματικού χαρακτήρα αδικήματα. Είναι, όμως, πράγματι λίγο οξύμωρο να τιμούμε μια τέτοια ημέρα σε διεθνές επίπεδο τη στιγμή που 34 και πλέον χώρες έχουν ακόμα σε ισχύ τη συγκεκριμένη ποινή για ορισμένα εγκλήματα. Αξίζει, για το λόγο αυτό, να δούμε εν συντομία την ιστορία της επιβολής θανατικών ποινών τόσο στην παγκόσμια σκηνή, όσο και συγκεκριμένα στη χώρα μας στο πέρασμα των αιώνων.

       Ορίζοντας, κατά πρώτον, τον όρο, η θανατική ποινή είναι η ποινή που επιβάλλεται από τις αρμόδιες (δικαστικές κατά βάση) αρχές ενός Κράτους σε κάποιον εγκληματία και χαρακτηρίζεται από την αφαίρεση της ζωής του καταδικασθέντος. Είναι η αυστηρότερη από τις ποινές που μπορούν να επιβληθούν από το Δικαστήριο και για το λόγο αυτό συχνά καλείται ως «η εσχάτη των ποινών».

       Η ιστορία της επιβολής της εν λόγω ποινής χάνεται στα βάθη των αιώνων με απολύτως τεκμηριωμένη την ύπαρξή της ως ποινής στον Κώδικα του Χαμμουραμπί, ένα από τα αρχαιότερα κείμενα νόμων που χρονολογείται περίπου στο 1754 π.Χ. και αποδίδεται στον Βασιλιά της Βαβυλώνας Χαμμουραμπί από τον οποίο έλαβε και το όνομα. Εκτός αυτού, ποινή θανάτωσης κρατουμένων θεσπίστηκε ακόμα και για ασήμαντα αδικήματα (λ.χ. κλοπή ενός μήλου) και στην Αθήνα της αρχαϊκής περιόδου με τους νόμους του Τυράννου Δράκοντα (621 π.Χ.), οι οποίοι -σύμφωνα με τον θρύλο- γράφτηκαν με αίμα. Η ιστορία της ποινής συνεχίζεται και στη ρωμαϊκή εποχή, κατά την οποία οι θανατοποινίτες σταυρώνονται, όπως στην περίπτωση του Χριστού, ή κατασπαράζονται από άγρια θηρία, όπως συνέβη κατά τους διωγμούς των πρώτων Χριστιανών. Τέλος, κατά τον Μεσαίωνα έγινε ιδιαιτέρως δημοφιλής η τακτική της θανάτωσης κρατουμένων στην πυρά με κατηγορίες, κατά κύριο λόγο, τη δημιουργία αίρεσης ή τη συμμετοχή σε μαγεία.

       Η διαφορά στον τρόπο επιβολής της θανατικής ποινής δεν ενέκειτο μόνο στην χρονική περίοδο, αλλά και στον ιδιαίτερο συμβολισμό του κάθε τρόπου θανάτωσης. Στην Ευρώπη, για παράδειγμα, ο θάνατος δι’ αποκεφαλισμού θεωρείτο αριστοκρατικός και επιλεγόταν για άτομα ευγενικής καταγωγής, ενώ ο θάνατος δι’ απαγχονισμού προβλεπόταν για ληστές αφού θεωρούνταν εξευτελιστικός για τον καταδικασθέντα. Στη δε περίπτωση των αιρετικών οι οποίοι θανατώνονταν διά της πυράς, θα πρέπει να επισημάνουμε πως η κρατούσα άποψη της εποχής ήθελε την φωτιά να λειτουργεί ως μέσο κάθαρσης και εξυγίανσης από καθετί «μολυσματικό».

       Φτάνοντας στη νεότερη ιστορία της Ελλάδος, εντοπίζουμε τις πρώτες θανατώσεις εγκληματιών με την ίδρυση του νεότερου Κράτους και λίγα χρόνια μετά την ψήφιση του ήπιου (κατά γενική ομολογία) Απανθίσματος των Εγκληματικών από τη Β’ Εθνοσυνέλευση του Άστρους στις 17 Απριλίου του 1823. Συγκεκριμένα, η πρώτη εφαρμογή θανατικής ποινής διά τυφεκισμού στη νεότερη Ελλάδα έγινε στις 15 Οκτωβρίου 1830 και αφορούσε τον 25χρονο Γεώργιο Λεμονή, ο οποίος κατηγορήθηκε για κλοπή και φόνο τριών ανθρώπων και στον οποίο ο Κυβερνήτης Ι. Καποδίστριας αρνήθηκε να δώσει «χάρη» η οποία προβλεπόταν από το άρθρο 124 του Συντάγματος της Ελλάδος (1827). Το ίδιο έτος επιβλήθηκε η ίδια ποινή και σε άλλους δύο εγκληματίες, ενώ το επόμενο καλοκαίρι ο Καποδίστριας μετέτρεψε σε δεκαετή ποινή φυλάκισης τη θανατική ποινή τεσσάρων στρατιωτών που κατηγορούνταν για φόνο. Επιπλέον, θα πρέπει να επισημάνουμε πως τον Οκτώβριο του 1831 εκτελέστηκε και ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης, αφού θεωρήθηκε ένας εκ των ηθικών αυτουργών της δολοφονίας του Κυβερνήτη της χώρας (27/09/1831).

       Με το τέλος της εποχής του Καποδίστρια και την άφιξη του Βασιλιά Όθωνα, μία από τις αλλαγές ήταν και ο τρόπος θανάτωσης κρατουμένων, καθώς επιλέχθηκε η λαιμητόμος (γκιλοτίνα) για μια σειρά εγκλημάτων (μέχρι το 1913 οπότε αναγνωρίστηκε ο τυφεκισμός ως ο μόνος επίσημος τρόπος θανάτωσης κρατουμένων στην Ελλάδα), μεταξύ αυτών και η εξύβριση του Βασιλιά (!) κατά το άρθρο 137 Ποινικού Κώδικα του 1834. Στη διάρκεια του επόμενου αιώνα η εσχάτη των ποινών επιβλήθηκε και με ειδικούς Νόμους σε αρκετούς εγκληματίες για τα αδικήματα, λόγου χάρη, της ναυλώσεως πλοίου σε εχθρική δύναμη (Δ. 15/12/1836), της παραίνεσης για λιποταξία (Ν. 1345/18), της ανυποταξίας ναυτικών (Ν.Δ. 1/12/1922) ή της συνέργειας ληστείας και πειρατείας (Ν.Δ. 4 Μαΐου 1924). Εντούτοις, δεν έλειψαν και οι προσπάθειες κατάργησης της θανατικής ποινής με προτάσεις διαφόρων πολιτικών πλευρών κατά την ψήφιση του Συντάγματος το 1844, το 1864 και το 1927 ή κατά την αναθεώρησή του το 1911.

       Παρά τις όποιες προσπάθειες, όμως, για αλλαγή των επιβαλλομένων ποινών στέρησης της ανθρώπινης ζωής, η θανατική ποινή συνέχιζε για πάρα πολλά χρόνια να είναι διαθέσιμη στα χέρια του εκάστοτε δικαστή ως μέτρο καταστολής βαρέων εγκλημάτων. Η τελευταία επιβολή της εσχάτης των ποινών στη χώρα μας εντοπίζεται το 1972 (Ηράκλειο Κρήτης, 25 Αυγούστου), στην εκδίκαση της υπόθεσης του 27χρονου Βασίλη Λυμπέρη, ο οποίος καταδικάστηκε τετράκις σε θάνατο με την κατηγορία πως έκαψε ζωντανούς τη σύζυγό του, τη μητέρα της, τη δύο ετών κόρη του και τον ενός έτους γιο του. Την έντονη, όμως, δυσαρέσκεια για τη συγκεκριμένη ποινή προκάλεσε κατά γενική ομολογία όχι η τελευταία, αλλά η προτελευταία επιβολή της στην υπόθεση του Δράκου του Σέιχ Σου. Επρόκειτο για την εις θάνατο καταδίκη του Αριστείδη Παγκρατίδη, ο οποίος εκτελέστηκε στη Θεσσαλονίκη την 16η Φεβρουαρίου του 1968 με πολλαπλές κατηγορίες για δολοφονικές επιθέσεις και όχι μόνο, μια καταδίκη που από την πλειοψηφία των πολιτών θεωρήθηκε εξ αρχής ως η μεγαλύτερη (και μη αναστρέψιμη) δικαστική πλάνη των νεότερων χρόνων. Από πολλούς υποστηρίζεται πως η έντονη δυσαρέσκεια λόγω της προαναφερθείσας καταδίκης οδηγούσε εκ των υστέρων τους Δικαστές να μην επιβάλλουν σχεδόν ποτέ θανατική ποινή σε κατηγορουμένους ή όταν το πράττουν να μετατρέπεται η ποινή αυτή σε ισόβια κάθειρξη.

       Φτάνοντας στην θέσπιση νέου Συντάγματος το 1975, αμέσως μετά την πτώση της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών, ορίζεται και επισήμως πως απαγορεύεται η επιβολή θανατικής ποινής σε καιρό ειρήνης με μόνη εξαίρεση τις περιπτώσεις εσχάτης προδοσίας. Τα παραπάνω, μάλιστα, διασαφηνίζονται στο άρθρο 7 του Συντάγματος του 1975, στο οποίο ο νομοθέτης αναφέρει πως «Θανατική ποινή ἐπί πολιτικῶν ἐγκλημάτων, ἐκτός τῶν συνθέτων, δέν ἐπιβάλλεται». Συνεπώς, η πλήρης απαγόρευση επιβολής της εσχάτης των ποινών σε κατηγορουμένους δεν επετεύχθη με το Συνταγματικό κείμενο του ΄75, αλλά λίγα χρόνια αργότερα, επί Πρωθυπουργίας Α. Παπανδρέου, με τον Νόμο 2172/1993 περί τροποποιήσεως -μεταξύ άλλων και- του Ποινικού Κώδικα. Συγκεκριμένα, το 33ο άρθρο του νέου για την εποχή νόμου διευκρίνιζε τα εξής: «Η ποινή του θανάτου καταργείται. Όπου στις κείμενες διατάξεις προβλέπεται για ορισμένη αξιόποινη πράξη αποκλειστικώς η ποινή του θανάτου, νοείται ότι απειλείται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Αν η ποινή του θανάτου προβλέπεται διαζευκτικώς με άλλη ποινή, νοείται ότι απειλείται μόνο η τελευταία».

       Η απλή νομοθετική ρύθμιση της απαγόρευσης δεν θα αρκούσε σαφώς για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα και για το λόγο αυτό υπήρξε και συνταγματική κατοχύρωση με την αναθεώρηση του Συντάγματος της Ελλάδας το 2001, στο οποίο έγινε σαφές πως «Θανατική ποινή δεν επιβάλλεται, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο νόμο για κακουργήματα τα οποία τελούνται σε καιρό πολέμου και σχετίζονται με αυτόν» (ΦΕΚ Α’ 85-18/04/2001 άρθρο 7, παρ. 3, εδ. 2). Τέλος, πλήρης και ρητή απαγόρευση της ποινής του θανάτου σε οποιαδήποτε περίπτωση (ακόμα και σε καιρό πολέμου) υιοθετήθηκε από το Ελληνικό Κράτος με το «13ο Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών σχετικά με την κατάργηση της θανατικής ποινής σε όλες τις περιστάσεις». Το εν λόγω νομοθετικό κείμενο, το οποίο υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης στη Βίλνιους την 3η Μαΐου 2002, κυρώθηκε με τον Νόμο 3289/2004 περί κύρωσης του Πρωτοκόλλου αριθ. 13 στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών Ελευθεριών, σχετικά με την κατάργηση της θανατικής ποινής σε όλες τις περιστάσεις (ΦΕΚ 227, τ. Α΄) και στο 1ο άρθρο σαφέστατα υπογραμμίζει πως «η θανατική ποινή θα καταργηθεί. Κανείς δεν θα καταδικάζεται σε τέτοια ποινή ή θα εκτελείται».

       Κλείνοντας, θα ήταν σαφέστατα περιττό να προσχωρήσουμε σε μια σύγκριση μεταξύ θετικών και αρνητικών απόψεων περί της θανατικής ποινής, αφού η απάντηση τείνει υπέρμετρα υπέρ της ανθρώπινης ύπαρξης και της προστασίας της στον ύψιστο βαθμό. Αν αναζητούσαμε πρόχειρα μερικούς λόγους που επιβάλλουν σε κάθε περίπτωση την απαγόρευση της ποινής του θανάτου ακόμα και για τον πλέον αδίστακτο εγκληματία, εκτός των πιθανών δικαστικών λαθών ή της εξάλειψης κάθε ευκαιρίας του δράστη να αλλάξει τρόπο ζωής, θα μπορούσαμε ίσως να αναφέρουμε και έναν επιπλέον υπολανθάνοντα λόγο. Ποιος είναι αυτός; Ο εκβαρβαρισμός ακόμα και του ίδιου του θύματος ή του εν γένει κοινωνικού συνόλου. Οι εποχές που οι πολίτες συγκεντρώνονταν στα στάδια και τις αρένες για να παρακολουθήσουν τον κατασπαραγμό καταδίκων από τα άγρια θηρία έχουν ευτυχώς περάσει ανεπιστρεπτί και ζούμε πλέον σε κοινωνίες που προάγουν τον σεβασμό σε πανανθρώπινες αξίες και ατομικά δικαιώματα. Δεν είναι, έτσι, δυνατόν να οδηγούμε ανθρώπους στο θάνατο υπό τις επευφημίες (εντός και εκτός εισαγωγικών) ενός πλήθους γεμάτου μένος. Σε εκτελέσεις καταδίκων το μόνο αίσθημα που διαπίστωνε κάποιος ότι διακατέχει τους γνώστες της υπόθεσης, είτε επρόκειτο για τους αντιδίκους, είτε για απλούς παρατηρητές, ήταν το μίσος, η δίψα για εκδίκηση και θάνατο. Σαφώς δεν επρόκειτο για το κοινό περί δικαίου αίσθημα που αποζητούσε απλώς την απόδοση δικαιοσύνης, αλλά μια βαρβαρότητα που ήταν κάπου στη ψυχή τους κρυμμένη αναμένοντας την κατάλληλη ώρα να εμφανιστεί και να ικανοποιηθεί βλέποντας την πολυπόθητη δικαιοσύνη, όπως την ήθελαν εκείνοι, να απονέμεται μέσα από μία σφαίρα σε ένα ανθρώπινο σώμα ή από μία θηλιά στο λαιμό του εκάστοτε παραβάτη. Ας αφήσουμε, για το λόγο αυτό, τις αιμοδιψείς διαθέσεις μας κατά μέρος και ας αφήσουμε την αδέκαστη Δικαιοσύνη να κάνει το χρέος της με γνώμονα, όπως πάντα, το γενικό καλό του κοινωνικού συνόλου, αλλά και του ίδιου του κατηγορουμένου. Όλοι μας υπέρ της ζωής!!!

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Ανδριανάκη Μανώλη, Η κατάργηση της ποινής του θανάτου, Αθήνα, Δεκέμβριος 1950
  • Αποστολοπούλου Β. Ευαγγέλου, Ἡ ποινή τοῦ θανάτου (ἀπό κριτικῆς σκοπιᾶς), Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1980
  • Ευαγγέλου Ιάσων, Το Πρόβλημα της Θανατικής Ποινής, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα 1999
  • Χαμαλίδου Μαρία, Πτυχιακή Εργασία με θέμα: Η θανατική ποινή, Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Δυτικής Ελλάδας, Μεσολόγγι 2018
  • Archimandritou Maria, Histories of Penality, Sakkoulas Publications, Athens – Thessaloniki 2006
  • Roger Hood and Carolyn Hoyle, The Death Penalty – A Worlwide Perspective, 4th Edition – Revised and Expanded, Oxford University Press
  • πηγή
  • πηγή
  • πηγή

[quads id=5]