Φωτογραφίες από το αρχείο του Μουσείου Μπενάκη απεικονίζουν μια πραγματικότητα στην Πρωτεύουσα του 1960 Χριστούγεννα. Νομίζω ότι δεν πρέπει να ζηλεύουμε το παρελθόν απλά να το νοσταλγούμε και να αναθαρρήσουμε λιγάκι .Σίγουρα Υπάρχουν ομοιότητες του τότε και του σήμερα. Το σήμερα είναι ελπίζω παροδικό το τότε εάν σκεφτείτε ότι αγγίζει κάποιες νοοτροπίες του 2020 δεν το λες παροδικό.
Το 1960 οι Έλληνες ήταν ένας φτωχός λαός που έκλεινε τις πληγές του και όπως λένε τα στοιχεία της εποχής, δηλαδή η Έκθεση του ΟΟΣΑ, παρουσίαζε έναν από τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης. Είχε πληθωρισμό κοντά στο 2%, δηλαδή όσο η Βρετανία, η Γαλλία και η Αμερική. Είχε νομισματική σταθερότητα και τα επιτόκια της ήταν στο 4,5 % όσο και της Γερμανίας. Τα βασικά αγαθά ήταν φθηνά, καθώς το λευκό ψωμί κόστιζε 5 δρχ. το κιλό, το μοσχαρίσιο κρέας 29 δρχ., το ρύζι είχε 5,7 δρχ., το ελαιόλαδο 17 δρχ. και οι πατάτες μόλις 2 δρχ. το κιλό…
Δεκαετία 50,60 τα Χριστούγεννα Πρωτοχρονιά μια καθαρά οικογενειακή υπόθεση. Για διαφορετικούς λόγους το 2020 θα είναι μετά από χρόνια οικογενειακή υπόθεση. Ισως ήταν καιρός να αποστασιοποιηθούμε από την επίπλαστη ομορφιά των γιορτών και να επικεντρωθούμε στο πυρήνα της ζωής μας στην οικογένεια. Φώτα, χρυσόσκονη, γιορτές για το άναμμα των δένδρων, Χριστουγιεννιάτικα χωριά με καθαρά καταναλωτικό χαρακτήρα, ρεβεγιόν ,ανταλλαγές ευχών με φιλιά αγκαλιές χωρίς ουσία ,έτσι κάνει όλος ο πολιτισμένος κόσμος εμείς να μείνουμε πίσω αλοίμονο! Νοσταλγούμε τις γιορτές σε παλαιότερες δεκαετίες μέσα από επιλεκτικές φωτογραφίες .Σαφώς και τότε όπως και τώρα υπάρχουν οι άνθρωποι που αντέχουν να τις γιορτές να τις κάνουν glamorous,υπήρχε και υπάρχει η πλειονότητα που οι γιορτές ήταν μια γιορτινή καθημερινότητα με τα λίγα ή τα περισσότερα που καθενός.
Τότε αυτές τις ημέρες δεν ήταν τα κοσμικά χιονοδρομικά κέντρα αυτοσκοπός .Τα τελευταία χρόνια ένας αναδυόμενος celebritie ,ή επιθυμία να ανεβάσεις φωτογραφίες από top εορταστικούς προορισμούς είναι προγραμματισμός χρόνου. Δεν αποτελώ εξαίρεση και το 2019 έκανα ένα πέρασμα από Αράχωβα για καφέ… Ένα χωριό που προσπαθεί να αντέξει την κάθοδο των μυρίων αυτές τις ημέρες, μια πλατεία με τραπεζοκαθίσματα ασφυκτικά τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο ,με σόμπες εξωτερικού χώρου και γούνινες κουβερτούλες για να αντιμετωπίζεις το κρύο.Μετά αυτό το κιτς περίμενα μια παρουσίαση σερβιρίσματος καφέ ανάλογο με το περιβάλλον. Έμεινα να το φαντάζομαι… Στο κεντρικό δρόμο το αδιαχώρητο, αφήνεις το αυτοκίνητο χιλιόμετρα μακριά στα ριζά του χωριού και περπατάς. Άπειρα μαγαζάκια που τα συναντάς οπουδήποτε must προορισμό, με είδη λαϊκής τέχνης κοσμήματα, ρούχα και κάποια παραδοσιακά εδέσματα. Μα πρέπει να κάνω χιλιόμετρα για να αγοράσω γκλίτσα, πνακωτά, γκιούμια… έλεος, επώνυμα brands φυσικά δηλώνουν την παρουσία τους στο χωριό, εαν έχετε το Θεό σας θα πάω στην Αράχωβα να αγοράσω αυτό που μπορώ να αγοράσω σε μία μεγαλούπολη. Νεολαίοι που ξοδεύουν το χαρτζιλίκι των εορτών για πέντε λεπτά δημοσιότητας. Περπατώταντας και με προσπάθεια όταν τελειώσει ο πανηγυριώτικος δρόμος βρίσκεσαι σε μια περισσότερο αληθινή όψη του χωριού. Αυτό ήταν καθεστώς μέχρι αρχές το 2020 φέτος θα προσγειωθούμε στα ταπεινά που είναι και τα καλύτερα. Θεωρώ ότι «οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ᾿ ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ»
Ρωτήστε ανθρώπους που ήταν νέοι τότε και ζούσαν στην Αθήνα. Δεν θα σας μιλήσουν για γκλάμουρ, θα σας μιλήσουν για φτώχεια, φόβο, πολιτική αστάθεια, κυνήγι και μιζέρια. Όσο για το πρωτευουσιάνικο lifestyle; Θα σας πουν ότι όλη η πόλη ήταν γιαπί. Σκόνες, λάσπες και τσιμέντο σε κάθε γειτονιά, που μπάζωνε ρυάκια και ποτάμια και αποκτούσε γρήγορα-γρήγορα τις δικές της πολυκατοικίες. Όσοι ζούσαν ήδη σε διαμερίσματα, ήταν οι τυχεροί, με θέρμανση και μπάνιο! Αλλά αυτοί, το 1960, ήταν οι προνομιούχοι της ελληνικής κοινωνίας. Η μάζα έκανε μπάνιο στη σκάφη και έκαιγε μαγκάλι για να ζεσταθεί, μέχρι να έρθει η ώρα της αντιπαροχής. Το φαγητό επίσης ήταν μετρημένο. Δεν υπήρχαν χρήματα για όλα αυτά που τρώμε σήμερα, ούτε κατά διάνοια. Το ίδιο κλίμα και στην επικράτεια . Οι περισσότεροι άφηναν τα χωριά για να ζήσουν στην πρωτεύουσα ,με την προσδοκία καλύτερης ζωής. Και τα βερεσέδια, φυσικά, λόγω της ανέχειας πήγαιναν σύννεφο. Η διαφορά είναι ότι ο νεοέλληνας για το image χαλαλίζει και το τελευταίο ευρώ ανεξαρτήτως καταστάσεων. Τότε η πρωτεύουσα ήταν ενναλακτική για όσους δεν είχαν την δυνατότητα της μετανάστευσης στην Αμερική Αυστραλία ή χώρες της Ευρώπης.
Οι φοιτητές έπρεπε να βρίσκουν νυχτερινές δουλειές για να εξασφαλίζουν τα χρήματα των σπουδών και να παρακολουθούν τα μαθήματα το πρωί – οι απουσίες τότε απαγορεύονταν. Οι φοιτητές στα ‘60s περνούσαν τα ρεβεγιόν δουλεύοντας γκρουμ και σερβιτόροι, ως επί το πλείστον. Πλέον και σήμερα αυτό συμβαίνει απλά οι νεολαία άλλαξε. Με δυο λόγια όλα αυτά που εμείς έως χθες θεωρούσαμε δεδομένα, στην εποχή που ζηλεύουμε, ήταν η πολυτέλεια των ελαχίστων ,και επειδή η ζωή κάνει κύκλους γυρίζουμε εκεί που είμασταν.
Σκεφτείτε και κάτι ακόμη: οι σκηνές με τα τραγούδια και τα νυχτερινά κέντρα που βλέπουμε στις ταινίες, δεν προβάλλονταν ως απεικόνιση του lifestyle της εποχής. Προβάλλονταν επειδή ο κόσμος δεν είχε δυνατότητα να πάει και να τα ακούσει live, και λαχταρούσε να τα δει, έστω στο σινεμά. Πόσο μπροστά οι τότε… δώσαν τα φώτα για εκπομπές με τραγούδια απλά για ξεγελάμε την μελαγχολία.
Πηγή:protagon.gr