HomeΕΚΚΛΗΣΙΑ

Αθανάσιος Δ. Χρυσοβέργης: Προσέγγιση στην Ορθόδοξη Θεολογία του θαύματος

Αθανάσιος Δ. Χρυσοβέργης: Προσέγγιση στην Ορθόδοξη Θεολογία του θαύματος

Αθανάσιος Δ. Χρυσοβέργης – Δρ Θεολογίας Α.Π.Θ. – Oικονομολόγος

Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία ποτέ δέν ἐξέτασε τό θαῦμα σάν ἕνα ξεχωριστό πρόβλημα, καί μάλιστα σέ σχέση μέ τήν φυσική νομοτέλεια. Τό
θαῦμα ἐντάσσεται στήν ὅλη πορεία τῆς ἱστορίας τῆς θείας οἰκονομίας καί στήν ζωή τῆς κοινότητας, τήν ὁποία πάντα ἐξυπηρετεῖ, ἔστω καί ἄν ἀναφέρεται σ᾽ ἕνα μεμονωμένο ἄνθρωπο.

Θαύματα ὡς καταπληκτικά γεγονότα παρουσιάσθηκαν καί παρουσιάζονται καί ἔξω ἀπό τό χριστιανικό περιβάλλον. «Θαύματα» ἀναφέρονται καί σέ δαιμονικές δυνάμεις, κάτι πού δέν τό ἀρνεῖται καί ἡ Καινή Διαθήκη3, ὡστόσο τά «θαύματα» αὐτά δέν φανερώνουν τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ὅσον ἀφορᾶ τήν προβληματική σύγκρουσης τῶν φυσικῶν νόμων καί τοῦ θαύματος, μερικοί ἰσχυρίζονται ὅτι τό θαῦμα ἀντιτίθεται στούς φυσικούς νόμους καί ἀναστέλλει τήν ἐνέργειά τους, κατ᾽ ἄλλους δέν ἀποτελεῖ ἄρση τῶν φυσικῶν νόμων, ἀλλά περιλαμβάνεται στό σχέδιο τῆς θείας δημιουργίας καί τῆς συντήρησης τοῦ κόσμου, ἐνεργεῖ ἐλεύθερα καί συμπληρώνει τό σχέδιο αὐτό. Ὑποστηρίζεται καί ἡ ἄποψη ὅτι τά θαύματα ἀποτελοῦν ἐπαναφορά τῆς φύσεως στήν προπτωτική κατάσταση. Ἄλλοι πάλι ξένοι δογματολόγοι κάνουν λόγο γιά «σπέρματα», πού εἶχε θέσει κατά τήν δημιουργία ὁ Θεός, ὁπότε στά θαύματα ἐπεμβαίνει καί ἁπλῶς ἀναπτύσσει αὐτά τά σπέρματα.

Ὅλη ἡ παραπάνω προβληματική ἐκκολάφθηκε κυρίως στούς κόλπους τῆς σχολαστικῆς δυτικῆς θεολογίας, ἡ ὁποία δοκιμάστηκε σκληρά, ὅταν οἱ ἐπιστῆμες χειραφετημένες ἀπό τή δογματική κηδεμονία τοῦ Μεσαίωνα ἐπέβαλαν τήν μέθοδο τῆς δικῆς τους ἔρευνας σέ κάθε τομέα τοῦ ἐπιστητοῦ. Τότε ἡ θεολογία ἔπρεπε ὑποχρεωτικά καί ἐπιστημονικά νά λύσει τό πρόβλημα τῆς σύγκρουσης φυσικῶν
νόμων καί θαύματος. Σχολαστικισμός καί νεότερα ἐπιστημονικά δεδομένα ἀνάγκασαν τούς δυτικούς θεολόγους νά δημιουργήσουν τό «θαῦμα» τῆς ἀπολογητικῆς.

Τό ἀδιέξοδο αὐτό προσπάθησε νά ξεπεράσει ὁ Γερμανός θεολόγος R. Bultman μέ μία πράγματι «ρωμαλέα» θεολογία, χωρίς βέβαια νά μπορέσει νά ἀρνηθεῖ τά δυτικά σχήματα, ὅπως εὔστοχα ἐπισημαίνει καί ὁ καθηγητής Ν. Ματσούκας6.
Σοβαρά καί φθοροποιά ἀπηχήματα δοκίμασε μέ κακέκτυπες ἀπομιμήσεις καί ἡ ὀρθόδοξη θεολογία, προσπαθῶντας νά ἐναρμονήσει ἐπιστήμη καί θρησκεία, μακριά ἀπό τήν διπλή θεολογική μεθοδολογία τῶν πατέρων τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἡ διπλή μεθοδολογία ἀναφέρεται στήν χαρισματική θεολογία καί στήν ἐπιστημονική θεολογία, σύμφωνα μέ τήν διάκριση ἀκτίστου καί κτιστοῦ ἀντίστοιχα, τήν ὁποία κάνει ἡ ὀρθόδοξη παράδοση ἀπό τά πρῶτα της βήματα.

Ἄλλο πράγμα εἶναι ἡ ἔρευνα τῶν κτιστῶν καί ἄλλο ἡ ἐμπειρία τῶν ἀκτίστων. Οἱ ὀρθόδοξοι πρῶτα γεύονται τόν Θεό, Τόν βλέπουν καί Τόν ψηλαφοῦν ἐμπειρικά στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί ἔπειτα κάνουν ἐπιστημονική ἔρευνα καί φιλοσοφία. Κάθε φορά πού ἐπιστῆμες καί φιλοσοφία διεκδικοῦσαν νά ἐξηγήσουν τήν λειτουργία τῆς χαρισματικῆς θεολογίας ἤ νά τήν ἀντικαταστήσουν, οἱ Πατέρες ἀπέρριπταν τήν θύραθεν γνώση ὡς δαιμονική.

Οἱ σχολαστικοί διαφωνοῦν ριζικά ὡς πρός τήν προτεραιότητα τῆς ἐμπειρίας, πού ἔχει ὁ θεολόγος μέ τήν θέα τοῦ ἀκτίστου φωτός8. Ἀκόμη καί ὁ πολύς G. Podskalsky δέν μπόρεσε νά κατανοήσει τήν διπλή μεθοδολογία τῶν ὀρθόδοξων Πατέρων ἔναντι τῆς ἑνιαίας τῶν σχολαστικῶν.

Θαῦμα10 εἶναι ἡ ἐκ τοῦ μή ὄντος δημιουργία τοῦ κόσμου. Κλασσική εἶναι ἡ πατερική διδασκαλία, ὅπως διατυπώθηκε ἀπό τόν Μ. Ἀθανάσιο, ὅτι «ὁ Πατήρ δι᾽ Υἱοῦ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ ποιεῖ τά πάντα» (Ψαλμ. 32,9· Ἱερ. 10,12· Ἰώβ 9,9· Πράξ. 4,24· 14,15). Ἡ δημιουργία τῆς κτίσεως εἶναι κοινή ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός δέν εἶναι κατ᾽ οὐσία δημιουργός, ἀλλά κατ᾽ ἐνέργεια καί κατά βούληση. Ἡ οὐσία καί ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστες καί διαφέρουν ἀπό τήν οὐσία καί ἐνέργεια τῶν κτισμάτων πού εἶναι κτιστές. Ὁ ἐκ τοῦ μή ὄντος κόσμος, ὡς μή αὐτοδύναμος καί αὐτάρκης, ἐξαρτᾶ ὅλες τίς βαθμίδες τῆς ὕπαρξής του ἀπό θεῖες καί δημιουργικές ἐνέργειες. Ὁ κόσμος, ἡ ζωή καί οἱ
λεγόμενοι φυσικοί νόμοι βρίσκονται στά χέρια τοῦ Θεοῦ (Ψαλμ. 103,28-30). Ὁ Θεός μέ τήν παρουσία Του οὐσιώνει τά πάντα, τά ἀναζωογονεῖ καί τά καταξιώνει. Αὐτός εἶναι πού καλεῖ «τά μή ὄντα ὡς ὄντα» (Ρωμ. 4,17).

Προικίζει κατά χάρη τήν δημιουργηθεῖσα ἑτερούσια πρός τήν δική Του φύση πραγματικότητα, νά μετέχει στίς ἐνέργειές Του. Στήν κτίση ὑπάρχει ἡ δημιουργική καί συνεκτική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία διαβρώνει τό σύμπαν (Ματθ. 6,26-33). Ὁ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής12, ὅταν ἀναφέρεται στήν συνεκτική-συντηρητική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, πού βρίσκεται σέ ὅλη τήν κτίση, κάνει λόγο γιά τούς «λόγους τῶν ὄντων», οἱ ὁποῖοι δέν εἶναι ἀρχέτυπα εἴδη, ἀλλά εἶναι θεῖα «θελήματα», «προορισμοί» καί «παραδείγματα», δέν ἔχουν εἶδος, εἶναι ἀνείδεοι.

Τό σημαντικό εἶναι ὅτι οἱ Πατέρες ἔφθασαν κάποτε μέ τήν θεοποιό καί φωτιστική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, νά δοῦν τήν συντηρητική καί προνοητική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ στήν κτίση, πράγμα πού λέγεται «φυσική θεωρία»13.
Οἱ προαιώνιοι λόγοι τῶν ὄντων πραγματώνονται μέ τήν ἄχρονη θεία ἐνέργεια σέ περαιτέρω στάδια τῆς κτίσης. Ἡ δημιουργία εἶναι μιά συνεχής πορεία, ἐξελικτική καί τελειωτική14. Ἡ δημιουργία στό σύνολό της πότε καλλύνεται καί πότε κακύνεται.
Κίνητρο τοῦ δημιουργικοῦ ἔργου εἶναι ἡ μετάδοση εἰς τά ὄντα τῆς μακαριότητος, δηλ. ἡ ἄπειρος καί ἀνεξερεύνητος θεία ἀγάπη15. Ἡ διδασκαλία περί τοῦ σκοποῦ τῆς δημιουργίας διδάσκεται τόσο ἀπό τήν Ἁγία Γραφή ὅσο καί ἀπό τήν Ἱερά Παράδοση16.

Ἡ βαρύτητα τῆς παραπάνω διδασκαλίας γιά τή δημιουργία ἐκ τοῦ μηδενός, διόλου δέν πέφτει στό «ἀξιοθαύμαστο» γεγονός πώς τά πάντα ἔγιναν ἀπό τό «τίποτα». Τέτοια προβολή τῆς αὐτονόητης ἄλλωστε παντοδυναμίας τοῦ ὄντος δέν προτίθεται μέ κανέναν τρόπο νά κάνει ἡ θεολογία. Τό ἐνδιαφέρον της εἶναι νά τονίσει τήν ἐνδεδειγμένη «νομοτελειακή» σχέση κόσμου καί Θεοῦ. Ὁ αὐθύπαρκτος Τριαδικός Θεός παράγει κάτι ὄχι ἀπό τήν οὐσία Του, τό ὁποῖο ὅμως ὡς ἑτερούσια προσωπικότητα, κατά χάρη θά μετέχει στίς ἐνέργειές Του.
Ἐδῶ βρίσκεται ἡ ἔννοια τοῦ μυστηρίου καί τό λογικό σκάνδαλο17.

Ὅπως θαῦμα ἦταν ἡ ἀρχή τῆς δημιουργίας, θαῦμα εἶναι καί ἡ νέα δημιουργία μέ τήν Ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Σύμφωνα μέ τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, ὁ κόσμος δημιουργήθηκε γιά τήν ἐνσάρκωση τοῦ Λόγου, ὅπως ἄλλωστε τονίζεται καί στήν πατερική διδασκαλία. «Δέν ἔγινε ἡ ἐνσάρκωση γιά τήν σωτηρία, ἀλλά ἀπεφασίσθη ἡ ἐνσάρκωση, γι᾽ αὐτό δημιουργήθηκε ὁ κόσμος καί παρεμβάλλεται ἡ πτώση καί ἡ σωτηρία…»18.

Ὁ ρόλος τοῦ Λόγου εἶναι ἡ φανέρωση τῆς Τριαδικῆς δόξας, ὁ φωτισμός τοῦ Πνεύματος καί ἑπομένως ἡ μεταμόρφωση τῆς κτίσης (Α´ Ἰωάν. 1,1-2). Ὁ Χριστός ἑνώνει ὡς μοναδικός μεσίτης καί ἱερέας τήν κτίση μέ τόν Θεό (Α´ Τιμ. 2,5). Ὁ σαρκωμένος Λόγος σαρκώνει ἱστορικά τήν ἀλήθεια στήν συνεχιζόμενη ἱστορική κοίτη τῆς θείας οἰκονομίας ὡς βασιλιάς, προφήτης καί ἀρχιερέας. Ὡς εἰκών τοῦ
Θεοῦ (Β´ Κορ. 4,4 καί Κολ. 1,15) ἀποκάλυψε πλήρως τήν ἔννοια τῆς φράσης «κατ᾽ εἰκόνα» καί «καθ᾽ ὁμοίωση», ἡ ὁποία βιώνεται ἀπό τούς θεουμένους19. Χωρίς καμιά ὑπερβολή θά μποροῦσε νά ἰσχυριστεῖ κανείς ὅτι ὁ Θεός μέ τήν δημιουργία ἔκτισε τήν Ἐκκλησία, κάτι ἀπέραντα καθολικό, πού εἶναι σύμβολο, τύπος καί εἰκόνα δική Του, προτυπωμένη, μέσῳ τοῦ λόγου, ἡ Ἐκκλησία στήν Ἁγία Τριάδα20 (Ἐφεσ. 1,3-4)

Ἡ κοινωνία τῶν λογικῶν καί νοερῶν ὄντων ὡς ἕνα σῶμα σέ μιά πορεία μέσα στόν αἰσθητό καί νοητό χῶρο ὅλης τῆς κτίσης λογίζεται ὡς Ἐκκλησία. Αὐτός ἄλλωστε εἶναι ὁ κεντρικός σκοπός τῆς δημιουργίας. Τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι πηγή τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Ἡ
ἔλευση τοῦ Θεανθρώπου σηματοδοτεῖ τήν ἀλλαγή τοῦ σχήματος τοῦ παρόντος κόσμου, στην μεταμόρφωσή του, μέ μιά πράξη συμπλησιασμοῦ θείου καί ἀνθρώπινου. Εἶναι πλέον διάχυτος ὁ ὀργανισμός ἑνός συντελούμενου ἔργου, τό ὁποῖο κινεῖται καί διαδραματίζεται ἐντός τῶν ἱστορικῶν μορφῶν, ὑπό τήν ἐνέργεια τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ μέ στόχο τήν ἀνακαίνιση τῆς δημιουργίας καί τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου ἐκ τῆς παρακοῆς.

Ἡ πράξη αὐτή τοῦ Θεοῦ εἶναι τό γεγονός τοῦ θαύματος στήν Καινή Διαθήκη. Θαῦμα εἶναι ἡ «νέα δημιουργία», ὅπως θαῦμα ἦταν καί ἡ ἀρχή τῆς δημιουργίας, ὅπως προαναφέραμε21.
Ὅπως ἐπισημαίνει καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, τό μεγαλύτερο θαῦμα εἶναι ἡ ἀνάπλαση καί ὁ ἁγιασμός τοῦ ἀνθρώπου, πού τόν καθιστοῦν θεοειδῆ. Ἡ μετοχή του στό «σῶμα τοῦ Χριστοῦ», στόν «θάνατο αὐτοῦ καί τήν ἀνάστασιν» στίς νέες ἀνακαινιστικές μορφές τῆς ζωῆς. Μόνο μέσα σ᾽ αὐτό τό κλῖμα τῆς «καινῆς κτίσεως» ζοῦμε τό θαῦμα καί ἐπιτελοῦμε τό θαῦμα22.

Προϋπόθεση ἀποδοχῆς τοῦ νέου ἔργου εἶναι ἡ στροφή τοῦ ἀνθρώπου πρός τήν νέα ζωή μέ τήν πίστη. Ἡ συνάντηση καί ἡ συνεργασία Θεοῦ καί ἀνθρώπου, ὅπου ἡ πίστη ὁλοκληρώνεται καί ἔτσι συντελεῖται τό θαῦμα τῆς μεταμόρφωσης τῆς ὕπαρξής μας23.
Ὁ Χριστός ἐνεργεῖ ὡς ἄνθρωπος, ἀλλά ἐνεργεῖ καί ὡς Θεός. Ὁ ἴδιος εἶναι πηγή ἄκτιστων ἐνεργειῶν. Αὐτή ἡ ἀποκάλυψη τῆς ἄκτιστης φύσεως τοῦ Χριστοῦ γίνεται μέ τά θαύματα καί μέ τήν διδασκαλία Του, ἀλλά καί μέ τήν φανέρωση τῆς θείας δόξας Του ὡς φῶς, ὅπως συνέβη στήν Μεταμόρφωσή Του, ὅπου οἱ τρεῖς μαθητές Του ἀπέκτησαν μέθεξη τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ24.

Ἡ μέθεξη τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ εἶναι συνάρτηση τῆς πολεμικῆς ἐναντίον τῶν δαιμονίων. Ἔχουμε τήν κάθαρση τῶν παθῶν, στήν οὐσία ἐκδίωξη τῶν δαιμονίων (Ματθ. 12,28).

«Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν ἐκηρύχθη, οὔτε ἐβεβαιώθη μέ λόγους εὔγλωττους καί ρητορικούς ἀλλά μέ σημεῖα καί θαύματα τά γινόμενα μέ τήν ὑπερφυσικήν δύναμιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»25.
«Φῶς τοῖς κεκαθαρμένοις τήν διάνοιαν, τοὐτέστι Θεόν ὁρώμενον τε καί γιγνωσκόμενον, κατά τήν ἀναλογίαν τῆς καθαρότητος, ὅ δή καί βασιλείαν οὐρανῶν ὀνομάζομεν»26.

Μέ τά θαύματα-ἔργα Του ὁ Χριστός εἶχε ὡς στόχο νά μεταδώσει ἕνα ἐλπιδοφόρο μήνυμα στήν ἀνθρωπότητα καί νά τήν ὁδηγήσει στή σωτηρία φανερώνοντας τήν δόξα Του, τήν ἀληθινή Του ταυτότητα καί τό περιεχόμενο τῆς ζωοποιοῦ δωρεᾶς Του27. Τά θαύματα παραπέμπουν στό πρόσωπό Του, ὡστόσο ὁ ἴδιος τά θεωρεῖ «ἔργα τοῦ Πατρός», τοῦ «πέμψαντος Αὐτόν», πού ὁ ἴδιος ἀνέλαβε νά τελειώσει (Ἰωάν. 10,37· 14,10· 9,4). Οἱ διατυπώσεις αὐτές γιά τήν ὑπαρκτική σχέση Ἰησοῦ Χριστοῦ μέ τόν Πατέρα Του, ἔχουν ἀπερίφραστα
ὀντολογικό περιεχόμενο, δηλώνουν τρόπο ὑπάρξεως28. Τά θαύματα ὡς σημεῖα-ἔργα ἔχουν Χριστολογικό καί Τριαδολογικό χαρακτῆρα. Ἄλλωστε, βασική ἰδιαιτερότητα τῆς ὀρθόδοξης Θεολογίας εἶναι ὁ ὀργανικός δεσμός Τριαδικοῦ καί Χριστολογικοῦ δόγματος.

Τό πλῆθος τῶν θαυμάτων τοῦ Ἰησοῦ εἶναι δυσεξαρίθμητον (Ἰωάν. 21,25), χωρίς βέβαια ἡ καταγραφή τους νά καθίσταται ἀναγκαία καί ἀπαραίτητη30. Ὁ Χριστός θαυματουργεῖ παντοῦ, καί στήν ἔρημο (Ἰωάν. 6,1-13) καί τήν θάλασσα (Ἰωάν. 6,14-21) καί στίς οἰκίες (Ματθ. 8,14) καί ἡμέρα καί νύχτα (Ματθ. 9,26). Θαυματουργεῖ ἐνώπιον πολλῶν καί κατ᾽ ἰδίαν καί ἐκδιώκει τούς «ἀπηνεῖς καί θηριώδεις» δαίμονες (Ματθ. 15,30). Προκαλεῖ τήν ἴαση μέ μόνο τόν λόγο Του, ἤ μέ ἕνα του νεῦμα. Πολλές φορές συμμετέχει καί τό σῶμα Του, «ἐνεργόν δέ πρός θεραπείαν ἀποφαίνων τήν ἑαυτοῦ σάρκαν»31.

Γιατί ἐπιλέγει ὁ Ἰησοῦς καί τήν συμμετοχή τοῦ σώματός Του (ἀφή, σίελος) στίς θεραπεῖες; Διότι «τῆς τοῦ Λόγου δυνάμεως τήν ἐνέργειαν πεφόρηκεν ἡ ἁγία σάρξ», «νεύματι πληροῦν δυνάμενος τάς τερατουργίας καί τήν τοῦ διαβόλου δύναμιν καταστρέφει», «ἐνεργόν ἐστί καθ᾽ ἑαυτό (σῶμα), διά τόν ἐνοικοῦντα Λόγον».

Βέβαια πέραν τῆς πατερικῆς παραδόσεως, σύγχρονοι ἐρευνητές ἀποδίδουν στά θαύματα στοιχεῖα ἰατροσυμβολικά, ὁμοιοπαθητικά, ψυχοδυναμικά καί ἐκστατικά καί πρακτικές ἰάσεων παρόμοιες μέ τήν ἑλληνιστική θαυματουργική θεραπευτική. Δέν λείπουν βέβαια καί ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἀμφισβητοῦν τήν ἱστορικότητα τῶν θαυμάτων.

Ὁ Χριστός, ὅσες φορές προκλήθηκε γιά νά κάνει θαῦμα, μόνο καί μόνο γιά νά πεισθοῦν οἱ ἄνθρωποι, ἀρνήθηκε κατηγορηματικά36. Στήν Ναζαρέτ, λόγῳ ἀπιστίας τῶν ἀνθρώπων ὁ Χριστός δέν ἔκανε θαύματα (Μᾶρκ. 6,5), ἐνῶ σέ ἄλλες περιπτώσεις κατά τήν ἀνεξιχνίαστη κρίση Του αὐτόβουλα θαυματουργεῖ.
Ἀνέστησε νεκρούς ἐκ κλίνης καί ἐκ τάφου (Λουκ. 7,14, Μᾶρκ. 5,41, Ἰωάν. 11,43) δείχνοντας τήν αὐθεντία Του μέ τό ἐξουσιαστικό Του πρόσταγμα. «Ἡ σάρξ Του ζωοποιεῖ τούς νεκρούς» (Ζιγαβηνός) καί «μεταδίδει δύναμη» (Θεοφύλακτος Βουλγαρίας).
Ὁ Γρηγόριος Νύσσης ἀναφερόμενος στά θαύματα τῶν ἰάσεων καί νεκραναστάσεων ἐπισημαίνει ὅτι ἡ θαυματοποιία προχωρεῖ ἀπό τά ἁπλούστερα στά ὑψηλότερα σημεῖα. Στόχος αὐτῆς τῆς διαβάθμισης εἶναι ἡ προσδοκώμενη κοινή ἀνάσταση τῶν χριστιανῶν, ὕστερα ἀπό τό μέγα καί ἐξαίσιον ἀληθῶς θαῦμα-σημεῖο τῆς ἐκ νεκρῶν Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός προλογίζει μέ τά θαύματα τό γεγονός τῆς δικῆς Του Ανάστασης.

Ταξιθέτηση τῶν θαυμάτων τοῦ Ἰησοῦ ἐπισημαίνεται καί στό χωρίο Ματθ. 11,5, ὅπου ἡ εὐσπλαγχνία καί ἡ φροντίδα τοῦ Κυρίου ἐκδηλώνεται πρός πάντα ἄνθρωπο. Δέν ἦταν ἔργα ἐπίδειξης δύναμης, ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι ἀνέμεναν νά δώσει ὁ Μεσσίας, ἀλλά δεῖκτες μιᾶς νέας πραγματικότητας, τῆς ἀνακαίνισης τῆς δημιουργίας, τῆς μεταμόρφωσης, τῆς ζωῆς, τῆς ἀποκατάστασης τῆς φθαρείσας φύσης τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς κλήσης σέ μετάνοια. Μέ ἄλλα λόγια, στήν θεραπεία τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου καί στήν θέωσή του. Ὁ ἄνθρωπος νά ξαναβρεῖ τό κάλλος τῆς ὕπαρξής του, νά συνειδητοποιήσει τόν προορισμό του, σέ μιά κοινωνία ἀγάπης μέ τόν Θεό καί τούς συνανθρώπους του.
Τό θαῦμα εἶναι ἄνοιγμα ἀπό τόν «παρά φύσιν» κόσμο, στόν «κατά φύσιν» κόσμο, ἀπό τήν κίβδηλη, τήν παραχαραγμένη πραγματικότητα στήν πραγματική πραγματικότητα, πού δέν γνωρίζει οὔτε ἀνεπάρκεια, οὔτε ἔλλειψη οὔτε ἀρρώστια οὔτε τήν φθορά οὔτε τόν θάνατο καί πού δέν βρίσκεται ἀλλοῦ, ἀλλά βρίσκεται ἀλλοιῶς40.
Στούς Πατέρες ἀλληγορικές προσεγγίσεις στήν ἑρμηνεία τῶν θαυμάτων κάνουν ὁ Ἐφραίμ ὁ Σῦρος, ὁ Ζιγαβηνός καθώς καί ὁ Αὐγουστῖνος, πού θεωρεῖ τά θαύματα ὡς ἕνα εἶδος λόγων, πού θέλουν νά ποῦν κάτι βαθύτερο. Ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας ἐπιβάλλει τήν συμπλήρωση τῶν διηγήσεων τῶν θαυμάτων μέ λεπτομέρειες καί ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐπιμένει στήν ἑρμηνεία μέ βάση τήν ἱστορική ἀλληλουχία τῶν θαυμάτων.

Σήμερα, στό πλαίσιο μιᾶς ψεύτικης πνευματικότητας, μερικοί ἑρμηνεύουν τό θαῦμα μέ ὅρους ἐπιστημονικῶν λογικῶν, παραψυχολογικῶν ἤ τηλεπαθητικῶν φαινομένων ἤ σάν ἐπίτευγμα κρυμμένων καί ἀναξιοποίητων δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς φύσης. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος χτυπιέται μεταξύ αὐτοειδωλολατρίας καί φυσιοκρατίας.

Μάλιστα δέν εἶναι λίγοι οἱ δῆθεν χαρισματικοί ἡγέτες ποικιλώνυμων ὁμάδων, οἱ ὁποῖοι μέσα στήν σύγχυση τῆς ἐποχῆς μας ἐμφανίζουν «θαυματουργικές» ἱκανότητες μέ στόχο νά προσελκύουν ἀφελεῖς καί τρεφόμενους μέ μάταια ἐλπίδα πονεμένους ὀπαδούς στή σέκτα τους. Προφανῶς πειράζονται κατά τήν διάνοιά τους καί ἐξαπατῶνται ἀπό τούς δαίμονες. Οἱ ἀληθινοί ἅγιοι δέν ἐπιθυμοῦν χαρίσματα καί θαυματουργίες ἀλλά τά ἀποστρέφονται.

Τό μεγαλύτερο θαῦμα εἶναι ἡ μετάνοια καί ὁ ἁγιασμός τοῦ ἀνθρώπου. Τό χάρισμα τῆς θαυματουργίας κρίνει ὁ Θεός πότε θά τό δώσει, ἄν καί ὁ Χριστός, διά μέσου τοῦ Ἀπ. Παύλου, τονίζει ὡς μεγαλύτερο χάρισμα καί σημεῖο τήν
ἀγάπη, ἀνώτερο καί ἀπό τό νά ἀνασταίνει κανείς νεκρούς. Ὅλη ἡ κτιστή πραγματικότητα, ὡς ἕνα ἐνεργειακό πλέγμα, συνδεδεμένη μέ
τό ἐνεργειακό οἰκοδόμημα τῶν ἄκτιστων ἐνεργειῶν πορεύεται σέ μιά ἐξέλιξη καί τελείωση. Τό θαῦμα εἶναι μιά πτυχή αὐτῆς τῆς πορείας στό σύνολο τῆς ἐξελισσόμενης αὐτῆς πραγματικότητας, πάντοτε βεβαίως στή σχέση ὄντος καί μή ὄντος, δηλαδή κατά μετοχή στό ὄν, καί ὄχι αὐτονόητα καί αὐτοδύναμα.

[quads id=5]

πηγή