HomeΑΠΟΨΕΙΣ

Ανήλικοι παραβάτες ενώπιον Ποινικού Δικαστηρίου

Γράφει ο Γεώργιος Κ. Μακαγιός, Φοιτητής Νομικής Α.Π.Θ.

Ανήλικοι παραβάτες ενώπιον Ποινικού Δικαστηρίου

Μέσα στο ευρύ φάσμα των περιγραφόμενων από τον Ποινικό Κώδικα αδικημάτων και των ποινών τους, ιδιαίτερη θέση καταλαμβάνουν οι διατάξεις που αφορούν τους ανήλικους παραβάτες του Νόμου.

Πιο συγκεκριμένα, στο όγδοο κεφάλαιο του πρώτου βιβλίου του Ποινικού Κώδικα (άρθρα 121 έως και 133 Π.Κ.) περιγράφεται λεπτομερώς η ποινική μεταχείριση ατόμων «που κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης είχαν ηλικία μεταξύ του δωδέκατου και του δέκατου όγδοου έτους της ηλικίας τους συμπληρωμένων». Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να επισημανθεί πως οι πράξεις που έχουν τελεστεί από ανηλίκους κάτω των δώδεκα ετών αποτελούν αντικείμενο υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας, αλλά όχι των ποινικών δικαστηρίων.

Αντίθετα, σύμφωνα με τον νόμο, οι ανήλικοι δώδεκα έως δεκαπέντε ετών θεωρούνται ποινικά ανεύθυνοι και το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει σε αυτούς μόνο αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα τα οποία θα αναλύσουμε στη συνέχεια. Στους ανηλίκους, όμως, οι οποίοι έχουν συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας τους, ο Ποινικός Κώδικας ορίζει (άρθρ. 126 Π.Κ.) πως θεωρούνται ποινικά υπεύθυνοι και μπορούν να τους επιβληθούν αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα, «εκτός αν κρίνεται αναγκαίο να επιβληθεί περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων», κατά το άρθρο 127 Π.Κ..

Επί του θέματος της νεανικής παραβατικότητας έχουν διενεργηθεί επιστάμενες έρευνες και μελέτες σε παγκόσμιο επίπεδο, οι οποίες αποπειρώνται να καταδείξουν τα αίτια τέτοιου είδους συμπεριφορών, αλλά και τη βέλτιστη αντιμετώπισή τους από τον ποινικό νομοθέτη. Στο επίκεντρο των εν λόγω συζητήσεων τέθηκε εκτός των άλλων και η καταλληλότητα συγκεκριμένων γλωσσικών επιλογών που αφορούν τη συγκεκριμένη περίσταση, με τους διαλόγους να κινούνται ανάμεσα στις έννοιες του «ανήλικου εγκληματία» και του «ανήλικου παραβάτη». Στη χώρα μας, ήδη από το 1976, προτάθηκε από την τότε Ομότιμη Καθηγήτρια Εγκληματολογίας-Σωφρονιστικής του Νομικού Τμήματος ΕΚΠΑ, κ. Καλλιόπη Σπινέλλη, ο όρος «παραβάτης», ο οποίος φαίνεται να είναι και ο ευρέως αποδεκτός με αποφυγή του όρου «εγκληματίας» λόγω του στιγματισμού του ανηλίκου.

Εκεί έγκειται και η όλη ουσία της ιδιαίτερης μεταχείρισης των ανηλίκων σε ποινικού ενδιαφέροντος υποθέσεις, αφού σκοπός του Νόμου δεν είναι στην περίπτωση αυτή η τιμωρία του δράστη, αλλά η διαπαιδαγώγησή του με τα καλύτερα δυνατά μέσα που διατίθενται στα χέρια του εκάστοτε δικαστικού λειτουργού που επιλαμβάνεται τέτοιων υποθέσεων. Τα μέσα αυτά κατατάσσονται κλιμακωτά στα άρθρα του Ποινικού Κώδικα και διέπονται από την αρχή της επικουρικότητας διότι προτάσσονται τα εξωϊδρυματικά μέτρα έναντι των ιδρυματικών.

Πρώτο εργαλείο στα χέρια του Δικαστή Ανηλίκων είναι τα «αναμορφωτικά μέτρα», τα οποία περιγράφονται στο νόμο (άρθρ. 122 § 1 Π.Κ.) με τη μορφή λίστας και μπορούν να χρησιμοποιηθούν διαζευκτικά ή σωρευτικά προς όφελος του ανηλίκου και με γνώμονα την αποφυγή επανάληψης από μέρους του της παραβατικής συμπεριφοράς. Προς τον σκοπό αυτό, τα αναμορφωτικά μέτρα ξεκινούν, λόγου χάρη, από την απλή «επίπληξη του ανηλίκου», την «ανάθεση της υπεύθυνης επιμέλειας του ανηλίκου στους γονείς ή στους επιτρόπους του» ή «σε ανάδοχη οικογένεια» και καταλήγουν στην «ανάθεση της επιμέλειας και επιτήρησης του ανηλίκου σε προστατευτικές εταιρείες ή σε επιμελητές ανηλίκων» ή την «τοποθέτηση σε κατάλληλο κρατικό, δημοτικό, κοινοτικό ή ιδιωτικό ίδρυμα αγωγής». Εκτός των παραπάνω, η ποινική νομοθεσία δίνει τη δυνατότητα στο δικαστήριο «να επιβάλει ως πρόσθετα αναμορφωτικά μέτρα επιπλέον υποχρεώσεις που αφορούν στον τρόπο ζωής του ανηλίκου ή στη διαπαιδαγώγησή του» (π.χ. απαγόρευση προσέγγισης του θύματος, αλλαγή ή καθορισμός τόπου μόνιμης κατοικίας κλπ.).

Δεύτερη κατηγορία μέτρων που μπορούν να επιβληθούν σε ανήλικους παραβάτες είναι τα χαρακτηριζόμενα από τον νόμο (άρθρ. 123 § 1 Π.Κ.) ως «θεραπευτικά μέτρα», τα οποία επιλέγονται κατά βάση σε περιπτώσεις που «η κατάσταση του ανηλίκου απαιτεί ιδιαίτερη μεταχείριση, ιδίως αν αυτός έχει ψυχική ασθένεια ή οργανική νόσο ή βρίσκεται σε κατάσταση που του δημιουργεί σοβαρή σωματική δυσλειτουργία ή του έχει γίνει έξη η χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών, οινοπνευματωδών ποτών ή ναρκωτικών ουσιών και δεν μπορεί να την αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις ή εμφανίζει ουσιώδη καθυστέρηση στην πνευματική και ηθική του ανάπτυξη». Τα μέτρα δεν είναι σαφώς μια απλή απόφαση του δικαστηρίου, αλλά «διατάσσονται ύστερα από προηγούμενη διάγνωση και γνωμοδότηση από εξειδικευμένη ομάδα ιατρών, ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών, οι οποίοι κατά περίπτωση υπάγονται σε Μονάδα του Υπουργείου Δικαιοσύνης ή σε ιατρικά κέντρα υγείας ή κρατικά νοσηλευτικά ιδρύματα» προς διασφάλιση της αντικειμενικότητας και διαφάνειας των διαδικασιών. Πιο συγκεκριμένα, οι διατάξεις του εν λόγω άρθρου του Ποινικού Κώδικα προβλέπουν ουσιαστικά την ανάθεση της υπεύθυνης επιμέλειας -εξετάζοντας την εκάστοτε περίπτωση- είτε στους γονείς, στους επιτρόπους του ή σε ανάδοχη οικογένεια, είτε σε προστατευτικές εταιρείες ή σε επιμελητές ανηλίκων. Επιπρόσθετα, υπάρχει η δυνατότητα επιβολής παρακολούθησης συμβουλευτικού θεραπευτικού προγράμματος από τον ανήλικο ή ακόμα και παραπομπή του ανηλίκου σε θεραπευτικό ή άλλο κατάλληλο κατάστημα ως μια ύστατη προσπάθεια θεραπείας του.

Τελευταίο και βαρύτερο από τα προηγούμενα μέτρο είναι ο περιορισμός σε Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων (άρθρ. 127 Π.Κ.). Αποτελεί κατά βάση την έσχατη λύση που επιλέγεται στις δικαστικές αίθουσες λόγω της βαρύτητας και της σημασίας που αυτή θα έχει στη ζωή του ανηλίκου. Στο πλαίσιο αυτό κινείται άλλωστε και ο ίδιος ο νομοθέτης, ο οποίος θέσπισε κάποιους συγκεκριμένους περιορισμούς στις περιπτώσεις που μπορεί να επιβληθεί το εν λόγω μέτρο σε νεαρούς παραβάτες του νόμου. Πιο συγκεκριμένα, η πρώτη παράγραφος του 127ου άρθρου του Ποινικού Κώδικα ορίζει πως «περιορισμός σε Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων επιβάλλεται μόνο σε ανηλίκους που έχουν συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας τους, εφόσον η πράξη τους, αν την τελούσε ενήλικος θα ήταν κακούργημα και εμπεριέχει στοιχεία βίας ή στρέφεται κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας». Μάλιστα, επισημαίνεται ρητά στο κείμενο του νόμου η ύψιστη σημασία επαρκούς αιτιολόγησης από το Δικαστήριο της εν λόγω απόφασης για περιορισμό του ανηλίκου, η οποία θα πρέπει να τεκμηριώνει απολύτως τους λόγους για τους οποίους «τα αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα δεν κρίνονται στη συγκεκριμένη περίπτωση επαρκή ενόψει των ιδιαίτερων συνθηκών τέλεσης της πράξης και της προσωπικότητας του ανηλίκου». Θα πρέπει δε να σημειώνεται στην απόφαση σαφέστατα ο χρόνος παραμονής του ανηλίκου στο Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων, σύμφωνα με τις επιταγές του νόμου (άρθρ. 54 Π.Κ.).

Εν κατακλείδι, θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε πως οι ειδικές περί ανηλίκων διατάξεις του Ποινικού Κώδικα αντιμετωπίζουν επιεικώς κατά το δυνατόν τους νεαρούς παραβάτες του Νόμου. Πρόκειται για μια πάγια τακτική που αποσκοπεί στον σωφρονισμό και όχι στην τιμωρία των ανηλίκων, οι οποίοι διανύουν μια ευαίσθητη περίοδο της ζωής του και το επίκεντρο της προσοχής (θα πρέπει να) εστιάζεται στην ορθή καθοδήγησή τους για το μέλλον. Άλλωστε, δεν θα πρέπει ποτέ να ξεχνάμε τη ρήση του Βίκτωρ Ουγκώ πως «όπου ανοίγει ένα σχολείο, κλείνει μια φυλακή». Το ενδιαφέρον για την εξέλιξη των παιδιών είναι αυτό στο οποίο θα πρέπει να εστιάζουμε, προσβλέποντας στην εξέλιξη των νέων γενεών και τη δημιουργία μιας κοινωνίας συνειδητοποιημένων και ενεργών νομοταγών πολιτών για το μέλλον!

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Παραβατικότητα ανηλίκων: Μορφές, αιτίες, αντιμετώπιση (talcmag.gr)

Δείτε όλες τις τελευταίες ειδήσεις στο tirnavospress.gr, ακολουθήστε μας στο FacebookInstagramGoogle News, YouTube και Twitter.  Προσοχή! Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των πληροφοριών του παραπάνω άρθρου (όχι αυτολεξεί) ή μέρους αυτών μόνο αν: Αναφέρεται ως πηγή το tirnavospress.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά. – Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή – Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος.