HomeΜΝΗΜΕΣ

Ξύνεται στη γκλίτσα του τσοπάνη….

Ξύνεται στη γκλίτσα του τσοπάνη….

Ο όρος κλίτσα, κλούτσα, γκλίτσα, αγκλίτσα προέρχεται από το κυκλικό σχήμα της χειρολαβής, σύμφωνα με την άποψη του Hocg.

Η «ετυμολογία της λέξης κλίτοα <αγκλίτσα> μπορεί να αναχθεί στο αρχαίο ελληνικό αγκύλο, που με τη νεότερη υποκοριστική κατάληξη -ιτσα έδωσε τον μεταβατικό τύπο αγκίλτσα, απ’ όπου με συγκοπή προήλθε η αγκλίτσα<γκλίτσα<κλίτσα».

(ετυμολογική πρόταση του Γεωργίου Μπαμπινιώτη )

Η γκλίτσα  την συναντάμε από την αρχαιότητα με το όνομα αρχαία κορύνη ή ράβδος.

Ο Αρκάδας θεός Πάνας, προστάτης των ποιμένων, των δασών, των πηγών και των βοσκοτόπων, παριστάνεται συνήθως να κρατά τον αυλό που ο ίδιος κατασκεύασε (αυλό του Πανός), σε σπάνιες περιπτώσεις τον συναντάμε να να φέρει γκλίτσα.

Στα νεότερα χρόνια με την εμφάνιση και εξάπλωση του χριστιανισμού, τόσο ο Ιωάννης ο Πρόδρομος όσο και ο Χριστός παρουσιάζονται στην χριστιανική εικονογραφία -την αγιογραφία- να κρατάνε γκλίτσα, πράξη συμβολική που χαρακτηρίζει τον καλό ποιμενάρχη που θέλει να φέρει στον σωστό δρόμο τους ποιμένες.

Στη συνέχεια συναντάμε την γκλίτσα και μάλιστα με την σημερινή της μορφή τόσο επί εποχής Βυζαντίου όσο και επί τουρκοκρατίας.

Η γκλίτσα ή κλούτσα  έχει συνδυαστεί με τους βοσκούς ως μέσο για να καθοδηγούν το κοπάδι τους. Η γκλίτσα του προσέφερε το ξαπόσταμα στα κακοτράχαλα μονοπάτια του βουνού,  ήταν το φόβητρο για απροσδόκητους επισκέπτες *ζώα)με άγρια αισθήματα ,αλλά και για να συλλαμβάνει από μακριά το πισινό πόδι των αιγοπροβάτων..

klitsa-tsopanis

Στα χάνια των χωριών του ορεινού όγκου της Ελλάδας είναι το τρίτο πόδι των ηλικιωμένων ,το μπαστούνι που τους δίνει ασφάλεια στο βάδισμα. 

Γκλίτσα ονομάζεται η χειρολαβή, ενώ το μακρύ ξύλο πάνω στο οποίο εφαρμόζει το ξύλο ονομάζεται στυλιαρόξυλο, κλιτσόκυλο, ραβδί, σκόπι, μπασούνι, τ’ εάγκου στα βλάχικα. Ενδιαφέρουσα είναι η διαδικασία της εξεύρεσης στυλιαρόξυλου. Συνήθως προτιμούν ξύλο που δεν σπάει εύκολα. Έτσι διάλεγαν ξύλο από κρανιά, από αγριελιά, από πουρνάρι, από κυδωνιά, λυγαριά (Η λυγαριά έχ’ πουλύ γιρό ξύλου).
Το ξύλο, επιπλέον, έπρεπε να έχει λίγους κόμπους. Το καψάλιζαν για να φύγουν τα υγρά. Μαλάκωνε και το ισιώνανε. «Το ‘βαζες στο γόνα και το ίσιωνες». Δυο-τρεις ημέρες μετά προχωρούσαν στην αποφλοίωση και την αφαίρεση των κόμπων.

Παλιότερα, υπήρχαν δύο ειδών γκλίτσες. Την “Τσοπάνικη” και την “Γεροντική”.

Η “Τσοπάνικη” είχε μεγάλη κεφαλή, με μεγαλύτερη καμπούρα και μακρύ μπαστούνι. Συνήθως ήταν μονοκόμματη. Δηλαδή, η γυριστή κεφαλή, που ήταν συνήθως ασκάλιστη, αποτελούσε προέκταση του μπαστουνιού και λύγιζε με το καψάλισμα. Η “Τσοπάνικη” ονομάζεται αλλιώς και “Λαγούσα”, “Στροβολέγγα” και “Στραφαγκούλα”. Διευκόλυνε τον βοσκό να συλλαμβάνει από μακριά το πισινό πόδι των γιδοπροβάτων και όταν επιτηρούσε τα ζωντανά του, να στηρίζεται άνετα. 

Στην τσομπανόκλιτσα η χειρολαβή, δηλαδή η γκλίτσα, κατασκευαζόταν ανάλογα  με τη χρήση του συγκεκριμένου εργαλείου. Έπρεπε να έχει το κατάλληλο άνοιγμα, καθώς και να είναι «στρογγυλή και γυρισμένη, για να μην τραυματίζει τις προβατίνες στα λαγαρά και τις ξεκοιλιάζει» . Παλιότερα η γκλίτσα,  ήταν σιδερένια και την κατασκεύαζαν στις πόλεις σε χαλκουρyoύς. Αργότερα προτίμησαν το ξύλο (πιξάρι που έβγαζε ωραίο κίτρινο χρώμα, πουρνάρι, ρείκι από τη ρίζα) ή κέρατο κριαριού, τράγου και βουβαλιού. Η γκλίτσα, πολλές φορές έδειχνε και την ιδιότητα του κατόχου της. Οι γκλίτσες που χρησιμοποιούσαν οι απλοί άνθρωποι και οι βοσκοί ήταν απλές με λίγο κέντημα. Οι γκλίτσες των ζωεμπόρων, εμπόρων, τσορμπατζήδων κ.λ.π. ήταν περισσότερο διακοσμημένες. Οι γκλίτσες των τσελιγκάδων, των αρχόντων, προυχόντων κ.λ.π. ήταν οι λεγόμενες “βαρειές” γκλίτσες, με πολλές παραστάσεις και κεντήματα. Αυτές ήταν και οι πιο ακριβές.

Εκτός όμως από την τσομπανόκλιτσα, στους Σαρακατσάvouς υπήρχε και η γκλίτσα του τσέλιγκα, συνήθως έμφορτη με ξυλόγλυπτα μοτίβα, αλλά και η γκλίτσα του γεροντότερου ή του ανθρώπου της αγοράς.

Η “Γεροντική” είναι μικρότερη και καλλιτεχνικότερη και χρησιμεύει για συντροφιά και αποκούμπι των ηλικωμένων κυρίως, καθώς και πρόχειρο όπλο για προφύλαξη από εξαγριωμένα αδέσποτα σκυλιά ή από ερπετά.

Η εργασία συνήθως γίνεται με ένα μόνο εργαλείο το οποίο ονομάζεται “Κοπίδι” ή “Τρυπητάρι” (είδος σουγιά). Οι παραστάσεις είναι συνήθως ζώα (φίδια, άλογα, σκυλιά, τράγοι, δράκοι κ.λ.π.) ή και κάποιες ανθρώπινες μορφές.

Η γκλίτσα, έχει διάφορα ονόματα, σε διάφορες περιοχές, όπως επίσης και διαφορετικές μορφές και διακόσμηση. Τα ονόματα που συναντούμε είναι : στην αρχαιότητα “Κορύνη” ή “Ράβδος”. Αργότερα, συναντούμε τις λέξεις “Αγκούλα (Αγκύλη)”, “Αγκιουλίτσα”, “Αγκλούτσα”, “Γκλίτσα”, “Κλούτσα”, “Αγκούτσα”, “Ράβδα”, “Γιδόγκλιτσα”, “Στραβολέγκα”, “Ματσούκα”, “Κατσούνα”, “Τσομπανίκα” κ.λ.π.