HomeΜΝΗΜΕΣ

Το καφενείο ή Ντουκιάνι ένα ταξίδι νοσταλγικό στο παρελθόν

Το καφενείο ή Ντουκιάνι ένα ταξίδι νοσταλγικό στο παρελθόν

Τα παλιά καφενεία ή όπως τα κληρονομήσαμε από τους τους Τούρκους ντουκάνια.

 

 

Ήταν ένας λιτός χώρος με χωμάτινο δάπεδο και ένα δώμα. Λίγες καρέκλες πλεγμένες με βούρλα και κάποια λίγα στρόγγυλα τρίποδα τραπεζάκια και ένας ξύλινος πάγκος γεμάτος ποτά ,ποτήρια, φλυτζάνια και πήλινα ή εμαγιέ πιατελάκια, το τεζιάκι. Γύρω του μια ξύλινη κατασκευή με ράφια ,χώριζε το χώρο και από την πίσω πλευρά ήταν το άβατο του καταστήματος για τους πελάτες.

Τα ράφια γεμάτα από μπουκάλια με κρασί, ρακή ,κουτιά με λουκούμια, βανίλια το γνωστό ακόμη και σήμερα υποβρύχιο και χύμα τσιγάρα για τους θεριακλήδες. Εκεί ετοιμαζόταν ο δίσκος για την παραγγελία εκεί ήταν συνήθως και ο μπεζαχτάς του καφενείου το ταμείο όπως θα λέγαμε την σήμερον ημέρα.

Στο χώρο του τεζακιού ήταν το τζάκι με την παραστιά και πάνω στο τοίχο ένα δοχείο με βρυσάκι, το γεντέκι ή γιογούμι που δεν είναι άλλο από το καζανάκι του νερού. Σε αυτό τον χώρο  δουλεύει, με γυρισμένες τις πλάτες προς τη σάλα, ο ταμπής που έπιανε δουλειά τα μεσάνυχτα.

Η δουλειά του ήταν να  προετοιμάζει το τζάκι για την επόμενη ημέρα για να ετοιμάσει την χόβολη, την πυρακτωμένη στάχτη δηλαδή, που την έκανε με ξυλοκάρβουνα ή ελαιοπύρηνα. Ο ίδιος φρόντιζε την καθαριότητα του μπρικιού ενώ τα φλυτζάνια τα έπλενε ο βοηθός του.

Ο καφετζής φρόντιζε την χόβολη να είναι ζεστή όλη μέρα και ο ταμπής ήταν ο μάστορας του καφέ ,έβαζε ζεστό νερό στο μπρίκι και το έβαζε στη χόβολη για να ψηθεί ο καφές σιγά σιγά . Έξω από τον καφενέ βρισκόταν ένα μεγάλο πέτρινο χαβάνι που έτριβαν τους κόκκους του καφέ και τους έκαναν σκόνη.

Το λιόλυχνο, το πετρόλυχνο ή η λάμπα και αργότερα το λουξ ήταν ο τρόπος φωτισμού ,και κάθε τόσο ο καφετζής τρόμπαρε το λουξ… Ακόμα και όταν έφθανε η ώρα να κλείσει ο καφενές κάποιοι είχαν το συνήθειο να κοιμούνται στις καρέκλες και όχι στα κρεβάτια τους.

Όσοι δε ,οι ντάμες ,οι βαλέδες και οι ρηγάδες τους κρατούσαν ξύπνιους ,έπρεπε να καταβάλουν το βιδάνιο στον καφετζή, που να πει ποσοστό από τα κέρδη του παιχνιδιού. Τις κρύες μέρες του χειμώνα πολλές φορές οι άντρες πήγαιναν στο καφενείο για να ζεσταθούν από τα χνώτα των άλλων. Ηταν το καταφύγιο ή καλύτερα η διέξοδος των ανδρών να φεύγουν από το σπίτι για να γλυτώνουν από την συζυγική γκρίνια.

Στο καφενείο συζητούσαν τα πολιτικά και τα κοινωνικά δρώμενα και έλεγαν ιστορίες φανταστικές ή πραγματικές. Εκεί γινόταν τα γλέντια των γάμων και των πανηγυριών.

Οι πραματευτάδες στα καφενεία έβρισκαν πελάτες για να πουλήσουν την πραμάτεια τους, και όταν κάποιος ξένος έφθανε στο χωριό διανυκτέρευε στο καφενείο. Το καφενείο ήταν για όλους  για τους ζητιάνους και για τους νοικοκυραίους, δεν υπήρχαν αποκλεισμοί ,μόνο κάποιοι εξυπνάκηδες που διακωμωδούσαν τους αγαθιάρηδες θαμώνες.

Για το τέλος κρατήσαμε τους υπέροχους στοίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου στοτραγούδι ”Στο λαϊκό Καφενείο του Λοίζου”

Κι εγώ που λες παΙδάκι πράμα πότε ταμπής πότε γκαρσόνι, χρόνια να καρτερώ το θάμα που δεν ζυγώνει.