HomeΕλλάδα

Τα ποιήματα της Εθνικής Επετείου: 28η Οκτωβρίου 1940

Τα ποιήματα της Εθνικής Επετείου: 28η Οκτωβρίου 1940

Τα ποιήματα που γράφτηκαν με αφορμή αυτή την ημέρα

Η Επέτειος του «ΟΧΙ» την 28η Οκτωβρίου 1940 μνημονεύει την άρνηση της Ελλάδας στις ιταλικές αξιώσεις που περιείχε το τελεσίγραφο που επιδόθηκε από τον Ιταλό πρέσβη στον Έλληνα δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά.

 

Οκτώβρης 1940, του Γιάννη Ρίτσου

Ανοίγουν τα παράθυρα
κι όσοι μένουν χαιρετούν αυτούς που φεύγουν
και φεύγουν όλοι.
Γέμισαν οι πόλεις τύμπανα και σημαίες.
Ορθή η αυγή σημαιοστολίζει τα όνειρά μας
κι η Ελλάδα λάμπει μες στα φώτα των ονείρων μας .
Ο ήλιος πλυμένος
με το καθάριο πρόσωπο στραμμένο στον άνθρωπο,
χαιρετάει τους δρόμους που τραβούν στη μάχη.
Αυτοκίνητα περνούν γεμάτα πλήθος.
Αποχαιρετιούνται στις πόρτες και γελάνε
ύστερα ακούγονται τ’ άρβυλα στην άσφαλτο,
το μεγάλο τραγούδι των αντρίκιων βημάτων
που μακραίνει και σβήνει στο βάθος του δρόμου,
ως το βραδινό σταθμό με τα χαμηλωμένα φώτα.
Εκεί τα τρένα περιμένουνε
σφυρίζουν για λίγο έξω από την πόλη,
ακούγονται οι αποχαιρετιστήριοι πυροβολισμοί
κι ύστερα όλα σωπαίνουν και περιμένουν.
Διαβάζουμε τα τελευταία παραρτήματα:
Νικούμε. Νικούμε.
Πάντα νικάει το δίκιο!
Μια μέρα θα νικήσει ο άνθρωπος.
Μια μέρα η λευτεριά θα νικήσει τον πόλεμο.
Μια μέρα θα νικήσουμε για πάντα.”

Αθήνα, Νοέμβριος 1940, Γιάννης Ρίτσος

Μάνα και Γιος, του Νικηφόρου Βρεττάκου

Στης ιστορίας το διάσελο όρθιος ο γιος πολέμαγε
κι η μάνα κράταε τα βουνά, όρθιος να στέκει ο γιος της,
μπρούντζος, χιόνι και σύννεφο. Κι αχολόγαγε η Πίνδος
σαν να ‘χε ο Διόνυσος γιορτή. Τα φαράγγια κατέβαζαν
τραγούδια κι αναπήδαγαν τα έλατα και χορεύαν
οι πέτρες. Κι όλα φώναζαν: “Ίτε παίδες Ελλήνων …”
Φωτεινές σπάθες οι ψυχές σταύρωναν στον ορίζοντα,
ποτάμια πισωδρόμιζαν, τάφοι μετακινιόνταν.

Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ’ ανέβαιναν
Με τη ευκή στον ώμο τους κατά το γιο παγαίναν
και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες
κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους
κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε,
μ’ αυτές αντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα την πέτρα,
κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες στα σύννεφα
χάνονταν ορθομέτωπες η μια πίσω απ’ την άλλη.

28 Οκτωβρίου, του Γιώργου Κοτζιούλα

Σειρήνα που στριγγά σκούζεις, σκληρίζεις πάλι,
σαν κουκουβάγιας θρήνος λάλησες αυγή.
Σ’ ενός πρωινού σε πρωτακούσαμε τη ζάλη
και πέντε χρόνια ακέρια έχουν βγει.

Κίνησαν τότε κατ’ εμάς τα εκατομμύρια
κι οι λόγχες που θα μας τσακίζαν τα πλευρά,
μα δεν αργήσαν ν’ ακουστούν τα νικητήρια
με το δικό μας τον «αέρα!» βροντερά.

Γεια σας, της Αλβανίας απλόκαρδοι φαντάροι,
που ανήξεροι νικήσατε όλα τα στοιχειά
και που χωρίς νεφέλη δόξας να σας πάρει
δε θα ’χετε ποτέ απ’ το έθνος αστοχιά.

Γεια σας κι οι κουβαλήτρες, οι παλληκαρούδες
γυναίκες απ’ την Πίνδο, η ρίζα κι η ψυχή,
θα’ χουν να λεν οι νιοι σα γίνουνε παπούδες
για κείνο το κατόρθωμά σας στην αρχή.

Γεια σου, ήρωα στρατέ, γεια σου λαέ πατριώτη,
που ενώ στην άκρη σ’ είχαν φέρει του γκρεμού,
στερεώθηκες στη γη και τίναξες την πρώτη
κλωτσιά του απάνθρωπου, υπερόπτη Φασισμού.

Ελλάδα 1940, του Ηλία Σιμόπουλου

Τι εποχή εκείνη του Σαράντα!

Έβρεχαν άστρα οι ουρανοί
και χύνονταν από χιλιάδες στόματα
το χρυσάφι των λέξεων

Τα παλικάρια γράφανε στα μέτωπα
τα πιο ωραία ποιήματα

Δεν υποτεύονταν
πως ήταν μια παρένθεση
ένα παιχνίδι στον καθρέφτη των νερών
μια λάμψη μόνο που άλλαζε
τα βάτα σε σμαράγδια και τριαντάφυλλα
Ασύνορη ήταν η ζωή
Ουρανοδρόμοι της ελπίδας
σημαδεύαν όνειρα
γράφαν πρωτάκουστα ποιήματα
με λέξεις βόλια λέξεις πυρκαγιές
λέξεις φιτίλια στους αστερισμούς
του στίχου.

«Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας», του Οδυσσέα Ελύτη (απόσπασμα)

Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε·
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
Μια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του·
Βγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
Και το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα…
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι
Καβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν
Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
Κι ήρθαν από της γης τα πέρατα
Οι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
Εκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά,
Εκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!

………………………………………….

Ήταν γενναίο παιδί.
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του,
Με τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά,
Και με το κράνος του – γυαλιστερό σημάδι
(Φτάσανε τόσο εύκολα μεσ’ στο μυαλό
που δεν γνώρισε κακό ποτέ του)
Με τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά
Και την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του.
-Φωτιά στην άνομη, φωτιά!
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Τα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε

Ύστερα λυώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Το κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Και το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο,
Και τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας.
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν.
Γιατί να κλάψουν
Ήταν γενναίο παιδί!

Απ’ το «Άσμα ηρωϊκό και πένθιμο για τον
χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας»
του Οδυσσέα Ελύτη
Άσμα ηρωϊκό και πένθιμο για τον χαμένο
ανθυπολοχαγό της Αλβανίας
Ήταν γενναίο παιδί
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του
Με τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά
Και με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι
(Φτάσανε τόσο εύκολα μεσ’ στο μυαλό
Που δεν εγνώρισε κακό ποτέ του)
Με τους στρατιώτες του ζερβά-δεξιά
Και την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του
– Φωτιά στην άνομη φωτιά! –
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Τα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
Ύστερα λυώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Το κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Και το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο
Και τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν
Γιατί να κλάψουν
Ήταν γενναίο παιδί!

Κείνοι που επράξαν το κακό – τους πήρε μαύρο σύγνεφο
Μα κείνος που τ’ αντίκρυσε στους δρόμους τ’ ουρανού
Ανεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος!
Τόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά του
Φαίνεται μεσ’ στα σύγνεφα ο Όλυμπος ο αληθινός
Και στον αέρα ολόγυρα ο αίνος των συντρόφων …

Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο από το αίμα
Στους όχτους του μονοπατιού συνάζουνται τα ζώα
Γρυλίζουν και κοιτάζουνε σαν να μιλούνε
Ο κόσμος όλος είναι αληθινά μεγάλος
Γίγας που κανακεύει τα παιδιά του
Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
Ολοένα εκείνος ανεβαίνει

Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο
Αύριο, αύριο λένε: το Πάσχα τ’ ουρανού!
Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο μέσ’ στο αίμα
Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει:
Ελευθερία,
Έλληνες μέσ’ στα σκοτεινά δείχνουν το δρόμο:
Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ι Α
Για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος.

Ο Όρθιος σκοπός (Άγγελος Σικελιανός)
από τα Χωρικά της Σίβυλλας
Το γένος βουλιαγμένο μες στον αιώνα
να λυτρωθεί μονάχο του μπορεί
μα να ξυπνήσει πρέπει η πλέρια Μνήμη
βαθειά του, αδάμαστη και τρομερή
Κανείς δε θα ξεφύγει τη γενιά του!
το βάρος της θα σπάσει ως τη στιγμή
που βγαίνοντας από τη λησμονιά του
στο φως που πια δεν στέκουν δισταγμοί,
……………..
Της ζωής θε να ντυθεί την πανοπλία,
και μ’ ακέριο τον άγιο σκελετό
των περασμένων, θα στηθεί στη γη του
με το κεφάλι αλύγιστο κι ορτό!

Ελέγαμε: ένα Μαραθώνα ακόμα!
Ελέγαμε: Μια Σαλαμίνα ακόμα!
Ελέγαμε: Ακόμα ένα εικοσιένα!
Κι ήρτες τέλος συ, Μητέρα-Μέρα,
οπού αγκάλιασες κι ανύψωσες
ολόκληρα τα περασμένα
στον ανώτατο λυτρωτικό σκοπό τους,
στον υπέρτατο τους ηθικόν Ιστορικό Ρυθμό!

Ω δικαίωση όλων των ελληνικών αγώνων!
Ω ύψιστη ηθική στροφή μέσα στο χάος ολόκληρου του Κόσμου!
Και μαζί, ω γιγάντια, πλέρια ιστορική καταβολή, από την οποία,
Ν ι κ η τ έ ς, οι Έλληνες, θα ξεκινήσουμε αύριο,
πρωτοπόροι της πνευματικής ανάπλασης ολόκληρης της γης!
Ω Μέρα-Μάννα, που μας έσπασες ακέρια κι ως το ύστατο,
όλα τα κρυφά εσωτερικά δεσμά μας!
Ω κοσμοϊστορική Ελευθερία, τόσο βαθειά λαχταρισμένη!
Να Σε! Σε κατέχουμε! Σε νιώθουμε! Σε θέλουμε!

Και θε να Σε κρατήσουμε όλοι,
στο τεράστιο ύψος που μας φανερώθηκες απ’ τα χαράματα
των Εικοσιοχτώ του Οχτώβρη του 1940,
κι ως με τη συντέλεια των αιώνων, είτε ζήσουμε,
είτε, αύριο που θα φέγγεις πάνω απ’ όλο τον πλανήτη το γιγάντιο φως Σου,
θα βρισκόμαστε στα σπλάχνα Σου, ω Μητέρα, αθάνατοι νεκροί!
5 του Νοέμβρη 1940, Αθήνα

Ο λαός – Γιάννης Ρίτσος

Τούτος ο λαός, αφέντη μου, δεν ξέρει πολλά λόγια,
σωπαίνει, ακούει, κι όσα του λες τα δένει κομπολόγια.
Και κάποιο βράδυ – πες σαν χτες – υψώνει το κεφάλι
κι αστράφτουνε τα μάτια του κι αστράφτει ο νους του πάλι.
Κι όπως περνάν κι όπως βροντάν, μαδάει ο αγέρας ρόδα
κι από τη λάσπη ξεκολλά της Ιστορίας η ρόδα.
Και τούτο το περήφανο, τ’ άμετρο ψυχομέτρι,
μόνη σημαία το φως κρατεί, μόνο σπαθί το αλέτρι.
Κι από τους τάφους ξεκινάν όλοι οι νεκροί του Αγώνα
και μπαίνουν πάλι στη σειρά με σιδερένιο γόνα.
Και φέγγουνε τα μάτια τους σ’ όλο το μέγα βάθος
σάμπως Ανάστασης κεριά μετά από τ’ Άγιο Πάθος.
Νάτος, περνάει ο αδούλωτος στρατός της δικαιοσύνης
και πάει να σπείρει όλη τη γης με στάρι κι άστρα ειρήνης.
Κι ως πάνω τους η Λευτεριά πάλλοντας ανατέλλει
φουσκώνει η άκρατη καρδιά του ανθρώπου σαν καρβέλι.

Το Πανανθρώπινο Εμβατήριο της Ελλάδας – Άγγελος Σικελιανός

Ὀμπρός! Μὲ ὀρθή, μεσούρανη
τῆς Λευτεριᾶς τὴ δᾴδα,
ἀνοίγεις δρόμο, Ἑλλάδα,
στὸν Ἄνθρωπον … Ὀμπρός!
Ὁρμᾶνε πρῶτοι οἱ Ἕλληνες
κι ὅλοι οἱ λαοὶ σιμά Σου
-μεγάλο τ᾿ ὄνομά Σου-
βροντοφωνᾶν: «Ὀμπρός,
» ὀμπρός, νὰ γίνουμε ὁ τρανὸς
στρατὸς ποὺ θὰ νικήσει,
σ᾿ Ἀνατολὴ καὶ Δύση,
τὸ μαῦρο φίδι ὀμπρός,
» ὀμπρός, κ᾿ ἡ Ἑλλάδα σκώθηκε
καὶ διασκορπάει τὰ σκότη!
Ἀνάστα, ἡ Ἀνθρωπότη,
Κι ἀκλούθα την … Ὀμπρός!»

Μιχάλης Σταυρακάκης, Προσκυνώ τη χάρη σου λαέ μου

Προσκυνώ τη χάρη σου λαέ μου,
σκύβω το κεφάλι στα μαρτύριά σου
και θαυμάζω λαέ μου τα έργα σου.

Ματώνεις τη σκέψη σου,
ματώνεις τα νύχια σου λαέ μου
για να βγάλεις τον άρτο τον επιούσιο.

Προσκυνώ τη χάρη σου λαέ μου,
σκύβω το κεφάλι στα μαρτύριά σου
και θαυμάζω λαέ μου τα έργα σου.

Πυθαγόρας, Ο Ναπολιτάνος

Μελαχρινέ Ναπολιτάνο,
ο πόλεμος είναι φρικτός,
Εσύ μαχαίρωσες τον Πάνο,
μετά σε σκότωσε κι αυτός.

Τώρα κοιμάστε αγκαλιασμένοι
όπως το θέλησε ο Θεός,
νάν’ οι λαοί αδελφωμένοι,
μαύροι λευκοί ένας λαός.

Εσύ στη Νάπολη Μπαρμπέρης
κι αυτός ψαράς στο Αιτωλικό
να μάθεις δεν θα καταφέρεις
πως φτάσαμε στο φονικό.

Τώρα κοιμάστε αγκαλιασμένοι
όπως το θέλησε ο Θεός,
νάν’ οι λαοί αδελφωμένοι,
μαύροι λευκοί ένας λαός.

Τάσος Λειβαδίτης, Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι για την ειρήνη και
για το δίκαιο.
Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα
ματώσουν απ’ τις φωνές
το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες – μα ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων
Κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζει την αδικία.
Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.
Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια
αφήνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις πολιτείες
μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα
αύριο οι άνθρωποι θα χάνουνται στη νύχτα του πολέμου
έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω από τις οβίδες.
Δεν έχεις καιρό
δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί ν’ αφήσεις τη μάνα σου, την αγαπημένη
ή το παιδί σου.
Δε θα διστάσεις.
Θ’ απαρνηθείς τη λάμπα σου και το ψωμί σου
Θ’ απαρνηθείς τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι
για τον τραχύ δρόμο που πάει στο αύριο.
Μπροστά σε τίποτα δε θα δειλιάσεις κι ούτε θα φοβηθείς.
Το ξέρω, είναι όμορφο ν’ ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδυ,
να κοιτάς έν’ άστρο, να ονειρεύεσαι
είναι όμορφο σκυμμένος πάνω απ’ το κόκκινο στόμα της αγάπης σου
Να την ακούς να σου λέει τα όνειρα της για το μέλλον.
Μα εσύ πρέπει να τ’ αποχαιρετήσεις όλ’ αυτά και να ξεκινήσεις
γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου,
για όλα τ’ άστρα, για όλες τις λάμπες και
για όλα τα όνειρα
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι ή
και περισσότερα χρόνια
μα εσύ και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη,
τη μάνα σου και τον κόσμο.
Εσύ και μες απ’ το τετραγωνικό μέτρο του κελιού σου
θα συνεχίσεις τον δρόμο σου πάνω στη γη .
Κι’ όταν μες στην απέραντη σιωπή, τη νύχτα
θα χτυπάς τον τοίχο του κελιού σου με το δάχτυλο
απ’ τ’ άλλο μέρος του τοίχου θα σου απαντάει η Ισπανία.
Εσύ, κι ας βλέπεις να περνάν τα χρόνια σου και ν’ ασπρίζουν
τα μαλλιά σου
δε θα γερνάς.
Εσύ και μες στη φυλακή κάθε πρωί θα ξημερώνεσαι πιο νέος
Αφού όλο και νέοι αγώνες θ’ αρχίζουνε στον κόσμο
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αποβραδίς στην απομόνωση θα γράψεις ένα μεγάλο τρυφερό
γράμμα στη μάνα σου
Θα γράψεις στον τοίχο την ημερομηνία, τ’ αρχικά του ονόματος σου και μια λέξη : Ειρήνη
σα να ‘γραφες όλη την ιστορία της ζωής σου.
Να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό
να μπορείς να σταθείς μπροστά στα έξη ντουφέκια
σα να στεκόσουνα μπροστά σ’ ολάκαιρο το μέλλον.
Να μπορείς, απάνω απ’ την ομοβροντία που σε σκοτώνει
εσύ ν’ ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που
τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη.

ΠΗΓΗ: cretaone.gr