Ο Λάζαρος είναι πρόσωπο της Καινής Διαθήκης, φίλος και μαθητής του Χριστού, ο οποίος «ηγέρθη εκ νεκρών» προαναγγέλλοντας την Ανάσταση του Κυρίου. Το όνομα «Λάζαρος» είναι εξελληνισμένος τύπος του εβραϊκού Ελεάζαρ.
Ο Λάζαρος, ο επονομαζόμενος Δίκαιος και Τετραήμερος, ήταν αδελφός της Μάρθας και της Μαρίας (η γυναίκα που άλειψε με μύρο τα πόδια του Ιησού λίγες ημέρες πριν από τη σταύρωση και στη συνέχεια τα σπόγγισε με τα μαλλιά της), με τις οποίες ζούσε στη Βηθανία, κοντά στα Ιεροσόλυμα. Στο σπίτι τους είχε φιλοξενηθεί επανειλημμένα ο Χριστός, όταν περνούσε από την περιοχή, με κατεύθυνση προς την Ιερουσαλήμ.
Σύμφωνα με την παράδοση, ο Λάζαρος ήταν τότε 30 χρονών και έζησε άλλα 30 χρόνια. Έγινε επίσκοπος Κιτίου στην Κύπρο και πέθανε σε ηλικία 60 ετών. Τον Οκτώβριο του 890 ο βυζαντινός αυτοκράτορας Λέων ΣΤ’ ο Σοφός βρήκε στην Κύπρο το λείψανο του Λαζάρου και το μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη. Το τοποθέτησε σε αργυρή θήκη στον ομώνυμο ναό που κτίσθηκε στη βασιλεύουσα. Η ανακομιδή των λειψάνων του εορτάζεται στις 17 Οκτωβρίου. Ο τάφος του Λαζάρου έχει υποδειχθεί μέσα σε βράχο (διαστάσεων 3×3μ.) στο Όρος των Ελαιών στην Ιερουσαλήμ.
Η ανάμνηση του θαύματος της Ανάστασης του Λαζάρου εορτάζεται από την Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία το Σάββατο της πέμπτης εβδομάδας («Κουφής») της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και στις 17 Μαρτίου. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία εορτάζει το γεγονός στις 17 Δεκεμβρίου.
Λαογραφικά
- «Με τη φωνή και ο Λάζαρος»
- «Ξαναζωντάνεψε σαν τον Λάζαρο»
- «Κέρινος σαν τον Λάζαρο»
Γενικά, η προσωνυμία «Λάζαρος» δίδεται μεταφορικά σε άτομα που σώθηκαν ανέλπιστα από βέβαιο θάνατο, σε άτομα που θεωρούνταν χαμένα και ξαφνικά επέστρεψαν και σε ανθρώπους καχεκτικούς ή διαρκώς κατηφείς.
Το Λαζαροσάββατο σε πολλά μέρη της Ελλάδας οι νοικοκυρές ζυμώνουν ειδικά ψωμάκια, στα οποία δίνουν το σχήμα ανθρώπου και μάλιστα σαβανωμένου, όπως παριστάνεται ο Λάζαρος στη βυζαντινή εικονογραφία. Τα ψωμάκια αυτά λέγονται λαζάροι, λαζαρούδια, λαζαράκια, λαζόνια, λαζαρέλια κ.α.
Σε ορισμένα χωριά της Κοζάνης (Αιανή, Κρόκος, Λευκοπηγή, Καισαριά, Ροδιανή, Αγία Παρασκευή), ομάδες κοριτσιών και γυναικών, οι «Λαζαρίνες», φορώντας χρωματιστές παραδοσιακές στολές επισκέπτονται τις γειτονιές των χωριών τους και τραγουδούν τα Λαζαράτικα τραγούδια. Στην συνέχεια συγκεντρώνονται στις πλατείες των χωριών τους και χορεύουν ένα χορό με την ονομασία «Τσιντσιρό». Το έθιμο έλκει την καταγωγή του από τα αρχαία «Παρθένεια» των δωρικών πόλεων του Βορρά, ενώ, στα βυζαντινά χρόνια, συνδέθηκε με την Ανάσταση του Λαζάρου.
Στο χωριό Επίσκεψη της βόρειας Κέρκυρας το έθιμο των Καλάντων του Λαζάρου ξεκινάει με την δύση του ηλίου, την παραμονή της εορτής του Λαζάρου, και διαρκεί μέχρι το ξημέρωμα. Στις γειτονιές του χωριού, από σπίτι σε σπίτι, η τοπική χορωδία, αλλά και πλήθος μικρών και μεγάλων, τραγουδούν τα κάλαντα, που εξιστορούν όλη την ιστορία της νεκρανάστασης του Λαζάρου και κλείνουν με θερμές ευχές. Στο άκουσμα των καλάντων οι νοικοκυρές κερνάνε ντόπιους, σαρακοστιανούς μεζέδες και τοπικό κόκκινο κρασί.
Στη Ρόδο το Σάββατο του Λαζάρου, τα παιδιά πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι και τραγουδούν τον «Λάζαρο». Στα παλιά τα χρόνια, αυτήν την ημέρα, κανένας γεωργός δεν πήγαινε στο χωράφι του να εργαστεί, γιατί πίστευαν, πως ό,τι έπιαναν θα μαραινόταν. Επιτρεπόταν μόνο η συγκέντρωση ξερών κλαδιών για το άναμμα των φούρνων τη Μεγάλη Εβδομάδα για το ψήσιμο των κουλουριών.
«Λαζαρέλ(ι) άμα δε πλάσ(ι)ς, ψουμί δε θα χουρτάσ(ι)ς» λέει η μυτιληνιά παροιμία, για τα «Λαζαρέλια» ειδικά κουλούρια στα οποία δίνουν το σχήμα σαβανωμένου ανθρώπου, όπως ακριβώς παριστάνεται ο Λάζαρος στις αγιογραφίες. Στο πρόσωπο και στα χέρια πρόσθεταν σταφίδες, σημάδια του θανάτου που νίκησε ο Χριστός με την ανάσταση του μαθητή του. Χρόνια τώρα, τα «Λαζαρέλια» δε φτιάχνονται από τις νοικοκυρές στα σπίτια αλλά το έθιμο τηρείται από τους πολλούς φούρνους της Λέσβου!