Το τελευταίο διάστημα παρακολουθούμε δύο πρώην Πρωθυπουργούς να παίρνουν ενεργό ρόλο στην πολιτική σκηνή, με τρόπους που αγγίζουν τα όρια της εσωκομματικής υπονόμευσης.
Και οι δύο, παρά το γεγονός ότι ανήκουν στο ίδιο κόμμα με την κυβέρνηση, φαίνεται να επιδιώκουν να αναπληρώσουν το κενό που αφήνει η, κατά τα φαινόμενα, αδύναμη αντιπολίτευση, αναλαμβάνοντας ρόλους που ξεπερνούν τα καθήκοντα ενός πρώην ηγέτη.
Ο Καραμαλής φαίνεται να δρα υπογείως με στόχο να εμποδίσει μια πιθανή παραπομπή του πρώην υπουργού σε ειδικό δικαστήριο. Η κίνηση αυτή αποκαλύπτει μία προσπάθεια διατήρησης ισορροπιών και προστασίας, που έρχεται σε αντίθεση με την απαίτηση για λογοδοσία και διαφάνεια, στοιχειώδεις αρχές που απαιτεί η δημοκρατία μας.
Από την άλλη, ο Σαμαράς, με εμφανή προσωπική ατζέντα, φαίνεται να διακατέχεται από την ανάγκη να «σβήσει» το όνομα Μητσοτάκης από την πολιτική ζωή της χώρας, όπως αυτός την ονειρεύεται. Αυτή η ενδόμυχη επιθυμία, που τον οδηγεί, μοιάζει να εξυπηρετεί περισσότερο προσωπικές φιλοδοξίες και λιγότερο το καλό της παράταξης ή της χώρας.
Και οι δύο περιπτώσεις, όμως, έχουν κοινό παρονομαστή: δημιουργούν μία συνεχόμενη αμφισβήτηση προς το πρόσωπο του νυν Πρωθυπουργού και της κυβέρνησής του. Ενώ οι ίδιοι δεν κατέχουν θεσμικές εξουσίες, η επιρροή που διαθέτουν είναι αρκετή για να αναδειχθεί σε εμπόδιο για την ομαλή λειτουργία της κυβέρνησης και την αποτελεσματική λήψη αποφάσεων. Η υπονόμευση, έστω και αν είναι υπόκωφη, γίνεται ολοένα και πιο φανερή.
Μέχρι στιγμής, ο Μητσοτάκης έχει επιλέξει τη στρατηγική της “αδιαφορίας”, αφήνοντας να εννοηθεί ότι δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία στις κινήσεις αυτές. Ωστόσο, αυτή η τακτική δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ. Οι πολίτες, αλλά και το κόμμα, έχουν ανάγκη από μία ξεκάθαρη στάση που θα αποκαταστήσει την πολιτική σταθερότητα και θα επιβεβαιώσει την ηγετική ικανότητα του Πρωθυπουργού.
Η εσωκομματική διαμάχη έχει αρχίσει να μετατρέπεται σε μία γάγγραινα που απειλεί την ενότητα της παράταξης και την αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης. Όσο η κατάσταση παρατείνεται, τόσο πιο δύσκολο θα είναι να επανέλθει η κανονικότητα και η εμπιστοσύνη προς την ηγεσία. Ο Πρωθυπουργός οφείλει να λάβει αποφάσεις, που μπορεί να είναι επώδυνες, αλλά είναι αναγκαίες. Πρέπει να βάλει τέλος σε αυτήν τη γάγγραινα, πριν εξαπλωθεί περισσότερο.
Η πολιτική, όπως και η ζωή, απαιτεί δύσκολες αποφάσεις σε κρίσιμες στιγμές. Ο Πρωθυπουργός καλείται να σταθμίσει τα υπέρ και τα κατά, να ακούσει τους συμβούλους του, αλλά και να εμπιστευθεί το ένστικτό του. Η πολιτική βούληση και η αποφασιστικότητα να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που αναδύονται από μέσα είναι η μόνη οδός προς τα εμπρός.