HomeΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

Η κεντρική ομιλία για την εκδήλωση Απελευθέρωσης του Τυρνάβου από την κα. Κωνσταντινιά Πατσή

Η κεντρική ομιλία για την εκδήλωση Απελευθέρωσης του Τυρνάβου από την κα. Κωνσταντινιά Πατσή

Ο Τύρναβος με ιδιαίτερη χαρά και βαθύτατη συγκίνηση γιορτάζει για μία ακόμη φορά την απελευθέρωσή του από τον τουρκικό ζυγό και τιμά τη δική του, ιδιαίτερη ημέρα κατά την οποία πριν από 141  χρόνια ανέπνευσε τον αέρα της Ελευθερίας και ενώθηκε με τη μητέρα Ελλάδα. Την 1η του Σεπτέμβρη του 1881.

 

Οι υπόδουλοι στους Τούρκους Έλληνες μεθυσμένοι κυριολεκτικά από τα νάματα της ιστορίας τους, αποφάσισαν το 1821 «Να σηκώσουν πόλεμο και να πολεμήσουν τους Τούρκους.

Να διώξουν όλη την Τουρκιά ή να χαθούνε ούλοι» χορεύοντας για άλλη μια φορά τον ίδιο αρχέγονο πατριωτικό χορό με τους Σαλαμινομάχους και τους μαχητές των Θερμοπυλών και στέλνοντας το μήνυμα της ιστορικής συνέχειας στους νεκρούς του Μαραθώνα και των Πλαταιών.

Αυτός ο πολύχρονος και πολυαίμακτος αγώνας των Ελλήνων για Ανεξαρτησία οδήγησε στην ίδρυση (Πρωτόκολλο περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος, 3 Φεβρουαρίου 1830), του ελληνικού κράτους και την ένταξη της Ελλάδος στον πολιτικό χάρτη των ανεξάρτητων κρατών της γης, ενώ λίγο αργότερα επανέφερε τον αγέρα της ελευθερίας μέχρι τη συνοριακή γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού (Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης, 9 Ιουλίου 1832 και Πρωτόκολλο της Συνδιάσκεψης του Λονδίνου στις 30 Αυγούστου 1832).

Για τη Θεσσαλία, πατρίδα σπουδαίων Ομηρικών ηρώων και τόπο κατοικίας των θεών του αρχαιοελληνικού κόσμου, με την εντυπωσιακή ιστορία που χάνεται στα βάθη των αιώνων και την πλούσια πολιτιστική παράδοση, οι αλυσίδες της σκλαβιάς βάσταξαν σχεδόν πέντε αιώνες.

Στη διάρκειά τους η Θεσσαλία έχυσε ποταμούς αίματος και δακρύων. Θυσίασε χιλιάδες τέκνων της. Τα βουνά της υπήρξαν καταφύγια του έθνους και άσβεστες εστίες του ανεπανάληπτου ελληνικού λαϊκού πολιτισμού, του ανυπότακτου πνεύματος και της λεβεντιάς. Με την παιδεία της, με τους διδασκάλους της και με τον Ρήγα, κατέχει πρώτη θέση στην προσπάθεια αφύπνισης της εθνικής συνείδησης. Στον ένοπλο αγώνα κατέλαβε αξιόλογη θέση με τα αμέτρητα ξεσπάσματα των αρματολών της και με τις επαναστάσεις των Διονύσιου, Νικοτσάρα, παπα-Βλαχάβα, Γεωργάκη Ολυμπίου

Για τον Τύρναβο η περίοδος της τουρκοκρατίας ξεκινά από τις αρχές του 15ου αιώνα και πιο συγκεκριμένα από το 1423, όταν ο στρατηγός Τουραχάν, που κατά μια εκδοχή θεωρείται ιδρυτής της πόλης, κατέλαβε τη Θεσσαλία και του παραχωρήθηκε η περιοχή του Τυρνάβου ως δώρο από τον Σουλτάνο, με κληρονομική μεταβίβαση στους εκάστοτε απογόνους.

Στη διάρκειά των χρόνων της υποδούλωσης οι ελεύθερες και ανυπότακτες καρδιές των Τυρναβιτών έδειξαν αξιοθαύμαστη αντοχή και κατόρθωσαν όχι μόνο να διατηρήσουν όλα τα στοιχεία της εθνικής τους υπόστασης, αλλά και να προχωρήσουν προς τη δική τους αναγέννηση δημιουργώντας ένα πνευματικό, θρησκευτικό και οικονομικό κέντρο, µε τις σχολές του και τα ελληνοµουσεία του -σύμφωνα με τον Νικόλαο Βέη- όπου αξιόλογοι πνευματικοί άνδρες, «δασκάλεψαν εκεί τη νιότη, στεριώσανε τη χριστιανική πίστη και σπείρανε τον αγνό σπόρο της λευτεριάς κι ανάστησαν άξιους μαθητές και ντόπιους και ξένους». ).

Κι έγινε ο Τύρναβος τόπος μαρτυρίου και θυσίας του Αγίου Γεδεών και του Άγιου Γεωργίου του Νεομάρτυρα εκ Ραψάνης και µια σημαντική πνευματική εστία με µια σπουδαία εκπαιδευτική παράδοση, η οποία διαπότισε τις επερχόμενες γενεές.

Στον διαφωτισμό των υπόδουλων Ελλήνων ο Τύρναβος συνέβαλε με μια πλειάδα επιστημόνων και λογίων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται ο Τυρναβίτης Αλέξανδρος, ο Ιωάννης Αγραφιώτης, ο Ιωάννης Πέζαρος, ο Στέφανος Δούγκας, ο Ζήσης Δαούτης, ο Γεώργιος Ζαχαριάδης, ο Δημήτριος Αλεξανδρίδης, ο Δημήτριος Κωνσταντίνου, ο Αλέξανδρος Πέζαρος, που στήριξαν με κάθε τρόπο την κυκλοφορία και τη διάδοση των θεμελιωδών ιδεών, όπως ελευθερία, δικαιοσύνη, ανεξιθρησκία, αρετή, επιστήμη.

Στη Φιλική Εταιρεία, που ιδρύθηκε για την προετοιμασία του αγώνα, για την «ανέγερσιν και απελευθέρωσιν του Ελληνικού Έθνους και της Πατρίδoς μας» όπως μας πληροφορεί ο ίδιος ο Εμμανουήλ Ξάνθος, η πόλη μας συμμετείχε με τον τυρναβίτικης καταγωγής (ο πατέρας του, Νικηφόρος Τεκελής, ήταν έμπορος από τον Τύρναβο) Αθ. Τσακάλωφ, ο οποίος είχε και την πρωτοβουλία της ίδρυσής της, όντας πιο πριν μέλος της «Ελληνικής Εταιρείας» και του «Ελληνόγλωσσου Ξενοδοχείου». Για απόδειξη μάλιστα στον Κώδικα της Ανώτατης Αρχής της Φιλικής Εταιρείας, πρώτο βρίσκεται το όνομα του Αθ.Τσακάλωφ (www.parliament.gr).

Κι όταν ξέσπασε ο ένοπλος αγώνας για τη λευτεριά στα πρόσωπα των Τυρναβιτών αγωνιστών Κυριάκου Πάγκαλου, Γεωργίου Αναστασίου και Δημητρίου Τυρναβίτη μνημονεύουμε όλους εκείνους τους ανώνυμους ένθερμους πατριώτες, που εγκατέλειψαν τον τόπο τους και εντάχτηκαν στα επαναστατικά σώματα της Νότιας Ελλάδας πρώτα και της Θεσσαλίας αργότερα ενώ, οι Τυρναβιτες ιερομόναχοι παπα-Θεόφιλος, παπα-Κύριλλος και ο έμπορος Ανδρέας Αθανασίου και άλλα πέντε άτομα που βρίσκονται το 1829 μόνιμα εγκαταστημένοι στη Σκόπελο γίνονται σύμβολα όλων των αγωνιστών που έφυγαν από τον Τυρναβο και συμμετείχαν στις εξεγέρσεις που σημειώθηκαν στη Θεσσαλία μέχρι την απελευθέρωσή της από τους Τούρκους και την προσάρτησή της (πλην της Ελασσόνας) στο ελληνικό κράτος με την υπογραφή της Σύμβασης της Κωνσταντινουπόλεως (20 Ιουνίου του 1881) που συνάπτεται μεταξύ Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Ο Τυρναβίτης Δημοσθένης Ανδρεάδης, επιθεωρητής της δημοτικής εκπαίδευσης, σε ηλικία δώδεκα ετών τότε περιγράφει την απελευθέρωση του Τυρναβου με τα παρακάτω λόγια:

“Καλοκαιριάτικη όλότελα ξημέρωσεν ή πρώτη Σεπτεμβρίου τοΰ 1881 στον Τύρναβο, την πατρίδα μου.’Ολόλαμπρος πρόβαλε σ’ αύτή από τη πρώτη στιγμή ό ήλιος εκείνη την ημέρα πίσω άπ’ τόν Κίσσαβο. Λες καί βιαζόταν, πλημμυρίζοντας μέ τή θάλασσα των χρυσών αχτίδων του τή μικροπολιτεία μας, να τήν ξυπνήση τό γρηγορώτερο, για νά τής μήνυσή κάποια πολύ εύχάριστη είδηση. Μ’ όλη όμως τή μεγάλη βιασύνη του δεν κατώρθωσεν αυτό, πού ζητούσε. Τή βρήκε στο πόδι όλη, όπως καί τήν άφησεν, όταν πήγαινε νά βασιλέψη….

Μά καί πώς μποροΰσεν ή μικροπολιτεία αύτή να κλείση μάτι εκείνη τή βραδυά υστερ’ άπ’ τό χαρμόσυνο μήνυμα, πού σκορπίστηκε στις τέσσερες άκρες της από τό δειλινό τής προηγούμενης ήμέρας ; «Αύριο το πρωί παραδίνεται ό Τύρναβος στους “Ελληνες».

Κι αύτό τό μήνυμα βγήκεν από επίσημο στόμα. Ό « μ ι ρ α λ ά η ς », ό διοικητής δηλαδή τής τούρκικης φρουράς τής πολιτείας μας, κατά τό άπόγεμα της προηγούμενης ήμέρας, προσκαλώντας τούς προύχοντες Τυρναβΐτες στό «κονάκι» —τό στρατιωτικό διοικητήριο— τούς έκαμε γνωστή την παραπάνω πικρότατη για αυτόν είδηση.

Τότε και τούς σύστησε νά λάβουν τά μέτρα τους, ώστε νά φυλάξουν μόνοι τους τήν πόλη οι κάτοικοι τή νύχτα εκείνη, όπως μπορέσουν. Οί στρατιώτες του θά είχαν άλλες, σπουδαιότερες δουλειές αυτές τις ώρες….

’Έτσι διαλαλήθηκεν άπό κείνη τήν ώρα ή είδηση, πού έκαμε τήν πόλη μας νά ξαγρυπνήση αύτή τή βραδυά. Μά καί ή σύσταση του μιραλάη δέν πήγεν άνώφελη.

Γιατί μέ τήν πρόχειρη πολιτοφυλακή, πού σχηματίστηκεν άπό όλες τις τάξεις τών πολιτών, φυλάχτηκε πολύ καλά ό Τύρναβος εκεινο τό βράδυ, κι έτσι κανένα δυσάρεστο επεισόδιο δέν έγινε στούς συμπολίτες μου. Ό ήλιος, άφοΰ γιά στερνή φορά τήν καλονύχτισε σκλαβωμένη, τήν άλλη μέρα τή χαιρέτισε έλεύθερη, χωρίς ν’ άγγιχτεί ούτε μια τρίχ’ άπ’ τό κεφάλι τών κατοίκων της.

Ή λευθεριά της ήρθε «στό κουφνούλι»*, όπως άκριβώς άκουγα τόσες φορές τον παππού μου νά τό βεβαιώνη στην παρέα του, πώς θά μάς έρθη τό «Έ λ λ η ν ι κ ό ». ’Απαράλλαχτα δηλαδή, όπως μας στέλνουν οι φίλοι μας τά δώρα τους μέσα στό καλάθι! Κ’ έτσι πραγματικά ήρθε οτήν τυχερή τότε Θεσσαλία μας ή λευθεριά της…

Καί νά τώρα! Ξεκινώντας άπ’ τά σπίτια τους πρωί- πρωί οί ξαγρυπνισμένοι πατριώτες μου, διευθύνονται παρέες – παρέες κατά τή στρατώνα, πού είναι δίπλ’ άπό τά δεξιά τού Ξ ε ρ ι ά, του αρχαίου ξεροποτάμου Τιτα ρ ή σ ι ο υ καί στό έμπα τής μικροπολιτείας μας, γιά να καλοδεχτουν τήν λευθεριά τους. Έκεί, έξω άπ’ τήν πόλη, στηνόταν βιαστικά κι άπ’ τά χαράματα μεγάλη άψίδα, άπ’ όπου θά περνούσε ό ελληνικός στρατός, πού θάρχόταν άπ’ τή Λάρισα, φέρνοντας μαζί του, στό « κ ο υφ ν ο ύ λ ι » τό πολύτιμο δώρο τής μεγάλης μητέρας μας, της Ελλάδας, καί σ’ εμάς τ’ άπολησμονημένα παιδιά της…..

Μαζί μέ τούς πρώτους προχωρούμε έγώ κι ό πατέρας μου, καπελλωμένοι, φραγκοφορεμένοι καί πανευτυχισμένοι κ’ οί δυό. Έγώ, γιατί πρώτη φορά στη ζωή μου φορούσα καπέλλο, κι ό πατέρας μου, γιατί πρώτη φορά θ’ άντίκρυζε σέ λίγο ελληνικό στρατό. ’Έτσι προχωρώντας, άφοΰ περάσαμε τήν παλιά βυζαντινή μακρόστενη γέφυρα τοΰ Ξεριά, άρχίσαμε να προσπερνούμε πολύ κοντά κι άπ’ τήν ανατολική πλευρά του, τό άπέραντο όλοπέτρινο τετράγωνο της στρατώνας.

Μιά άνείπωτη μουγκαμάρα ξεχυνόταν άπό μέσα της εκείνη τήν ώρα. Αυτό τό άπέραντο καί, θαρρείς, ατέλειωτο χτίριο, πού 40 χρόνια στή σειρά άπό τό χτίσιμό του έδειχνε μέ χίλιους δυο τρόπους τή ζωντάνια του, ήταν έκεΐνο τό πρωί βουβό καί άλαλο. Οΰτε σαλπίσματα, οΰτε προστάγματα στρατιωτικών γυμνασίων, ούτε τρεχάματα άλόγων, ούτε μεγαλόφωνες εύχές στό Θεό άπό μέρος τών στρατωνισμένων ακούγονταν τότε, σάν άλλοτε. Μά ούτε καί καμμιά ανθρώπινη μορφή πρόβαλλεν εκείνη τή στιγμή άπό τά αμέτρητα παράθυρα τών απέραντων θαλάμων τής στρατώνας αυτής.

Μονάχα οί άπαίσιες στή μορφή καί στή φωνή τους καλιακοΰδες, οί κάργιες δηλαδή, καθισμένες στήσειρά πάνω στο σαμάρι τής σκεπής, έξακολουθοΰσαν τις πένθιμες κραξιές τους

Ποιος ξέρει! ’Ίσως νάθελαν νά θυμίσουν μ’ αυτές στους διαβάτες τής στιγμής εκείνης τό ξεφωνητό τοΰ Λατίνου ποιητή : «Sic transit gloria mundi», δηλαδή «’Έτσι περνάει τοΰ κόσμου ή δόξα»….

Μά νά! Για ν’ αποδείξει, πώς δέν αλήθευε για τήν περίσταση εκείνη τό νόημα των κραξιών αυτών, προβάλλει τή σιλουέττα του ένας Τούρκος φρουρός άπ’ τή μεσιανή πόρτα τής στρατώνας.

Είναι τή στιγμή αυτή ό μοναδικός αντιπρόσωπος τής καταλυόμενης σουλτανικής εξουσίας στή σκλαβωμένη από 460 χρόνια πατρίδα μου. Εξόν άπό τό όπλο, που ακουμπά  στον ώμο, έχει φορτωμένο στις πλάτες και τό γυλιό του. Καί, καθώς είναι ποδεμένος μέ τα γουρουνοτσάρουχά του, δείχνει πώς ετοιμάζεται για φευγιό.

Καί στ’ αλήθεια! Μόλις άντίκρυσε τό πλήθος έκεΐνο τοΰ κόσμου, πού έρχόταν πίσω μας, σά νά φοβήθηκε, μήπως τον πιάση καί τον κρατήση αιχμάλωτο, τόβαλε στα πόδια κι άρχισε νά τρέχη κατά τό Μπουγάζι ! ’Έτσι κόπηκεν άπ’ τήν πατρίδα μου κι ό τελευταίος κρίκος της πολύχρονης τουρκικής σκλαβιάς της.

Σέ λίγο ή μικρή πλατεία, όπου είχε στηθή ή αψίδα, γεμίζει άπό κόσμο. Οί μαστόροι εξακολουθούν άκόμη το συγύρισμά της, μά καί τό πλήθος ολοένα τον ερχομό του.

Οί πιο πολλοί είναι άντρες κι’ άγόρια μεγάλα καί μικρά. Μόλο που είναι καθημερινή, όλοι φορούν τά γιορτινά τους — ά ν τ ε ρ ι ά μακρυά ίσαμε τά πόδια με ένα πολύ κοντό τσόχινο σακκάκι οί νοικοκυραίοι, χοντροΰφασμένη άσπρη πουκαμίσα ή φτωχολογιά’ κι’ δλοι σιδερωμένο κοντό κόκκινο φέσι στο κεφάλι καί πλατύ, χρωματιστό, μάλλινο ζουνάρι, γυρισμένο σέ κόμπο χοντρό καταμεσής στο στήθος. — «’Σ τ ε ν ά », παντελόνια δηλαδή, πολύ λίγοι φορούν’ καί οί καπελλωμένοι μετριούνται στά δάχτυλα τοΰ ενός χεριού.

Γυναίκες πολύ λίγες βγήκαν, γιά νά καλοδεχτουν «τό Ελληνικό». “Ολες μεσόκοπες, φοροΰν μακριές μάλλινες ή μεταξωτές φούστες καί μπολερά τσόχινα ή μεταξωτά — σαλταμάρκες—.

Είναι ζωσμένες μέ μεγάλα θηλυκωτά χρυσοκαπνισμένα ζουνάρια κι’ ‘ολες κεφαλοδεμένες’ οί πιο ήλικιωμένες μέ ασημένιο «τεπέ» πάνω άπό τό φέσι’ καί οί πιό νέες μέ τυλιγμένα τά μαλλιά τους σέ μεταξωτή «σκέπη». Μονάχα οί δασκάλισσες τοΰ νηπιαγωγείου καί τοΰ παρθεναγωγείου φοροΰν καπέλλα καί είναι ντυμένες ευρωπαϊκά.

Οί μαθήτριες όλες στά κάτασπρα ντυμένες, μέ θαλασσιές ζώνες στή μέση καί κορδέλλες στο κεφάλι. ’Ενώ οί μαθητέςτών2 «άρρεναγωγείων», συνωδευμένοι άπό τούς δασκάλους των, είναι όλοι ντυμένοι μέ άντεριά καί ξεσκούφωτοι.

Νέα γυναίκα καί ανύπαντρη κοπέλλα δέ φαίνεται καμμιά. Στήν υποδοχή δέν παραβρέθηκαν επίσης καί οί μαθητές τοΰ Έλληνικοΰ σχολείου, γιατί έτυχε νά μην έχουν τότε δάσκαλο. Ό Ά θ α ν. Ζ α φ ε ι ρ ι ά δ η ς, πού ίσαμε τότε διεύθυνε τό σχολείο μας αυτό· άπό χρόνια, άποφασισμένος νά πολιτευθή, είχε παραιτηθή άπ’ τη θέση του.

. θά είχαν περάσει πιό πολύ άπό δυό ώρες, δταν ακούστηκαν άπό μακρυά τά πρώτα σαλπίσματα καί τά χαρούμενα ξεφωνητά: «’Έρχουντι! έρχουντι!» Και νά! Σε λίγο βλέπουμε όλοι, οί μαζεμένοι έκεϊ, μιά τετράδα καβαλλάρηδων σαλπιχτών νά προβάλλη άπό τήν καμπή τοΰ δημόσιου δρόμου καί πίσω απ’ αύτούς άκοΰμε νά καλπάζη ολόκληρη ϊλη ιππικού μ’ επικεφαλής μουσική μπάντα, πού άρχισε νά παίζη στρατιωτικό εμβατήριο.

Άφωσιωμένος ώς τότε στό νά κοιτάζω καί νά θαμάζω τό πλατύ γείσο τού πρωτοφόρετου καπέλλου μου, ξαφνιάστηκα καί τάχασα κυριολεχτικά μέ δ,τι έβλεπα καί άκουγα εκείνη τή στιγμή.

Καί τόσο πολύ, ώστε να μοΰ φαίνεται, πώς νειρευόμουν. Μά καί πώς νά μήν τά χάση ένα δωδεκαχρονίτικο μικρόπαιδο, σάν κ’ εμένα, πού ίσαμε τότε δεν είχε βγή έξω άπ’ τόν Τύρναβο, κι ώς εκείνη τήν ήμέρα δέν ειχεν ακούσει άλλα μουσικά όργανα εξόν άπό πίπιζες, νταούλια, κλαρίνα καί βιολιά; Μά καί σάμπως είχα ξαναϊδεΐ κι άλλοτε χρυσά γαλόνια καί σπαθιά ξεγυμνωμένα και τόσο όμορφα ντυμένους άξιωματικούς καί στρατιώτες, πού έβλεπα εκείνη τή στιγμή;

Γι αύτό καί δέν μπόρεσα νά κρατήσω τίποτε στή θύμησή μου άπό δώ καί πέρα μέχρι πού πέρασεν όλος ό στρατός κάτω άπ’ τήν αψίδα, εξόν άπ’ τή σεβάσμια μορφή τοΰ ξανθομαλλού γεροντάκου άρχηγοΰ τοΰ στρατού εκείνου καί τά άραια καί ξεψυχισμένα «Ζήτου ου ου !» τοΰ πλήθους.

Οΰτε πώς έγινεν άπό μέρος τοΰ μακαρίτη Μ α ν ώλη Μουζά, προσωρινού τότε δημάρχου, ή προσφώνηση για τήν παράδοση τής πόλης μας καί ή άντιφώνηση γιά την παραλαβή της άπό τόν άρχηγό τοΰ στρατού * ούτε πότε συστήθηκαν οί δημογέροντες καί οί ’Οθωμανοί συμπολίτες μου στον ίδιο, ούτε πότε τραγουδήθηκεν άπ’ τις μαθήτριες τοΰ άνώτερου παρθεναγωγείου μας ο θούριος  τοΰ Ρήγα: « Δ ε ΰ τ ε, παίδες τών Ελλήνων !»

Τίποτε άπ’ δλ’ αυτά δέν κράτησεν ή θύμησή μου τότε. Καί τό κακό γιά μένα είναι, πού κι άργότερα, δταν δηλαδή μπήκε στην πόλη ό Ελληνικός στρατός κ’ έγινε στή μεγάλη κεντρική εκκλησία τής «Ά γ ί α ς Φανερωμένης » ή δοξολογία’ κι όταν μετά άπ’ αύτή δεξιώθηκεν ή Δημογεροντία τούς άξιωματικούς τής « καταλήψεως» στό μητροπολιτικό μέγαρο — σχετικά μέ τάλλα τά τυρναβίτικα σπίτια — εγώ δέν παραβρέθηκα σ’ όλ’ αύτά τά έξαιρετικά επεισόδια τής ημέρας εκείνης.

Τά πληροφορήθηκα μαζί μέ τούς άλλους σπιτικούς μου άπό τόν πατέρα μου. Εκείνο μονάχα, πού υστερ’ άπό τόσα χρόνια μοΰ μένει άξέχαστο, είναι ό πρωτόφαντος γιά όλους τούς σπιτικούς μου ενθουσιασμός τοΰ άπό μητέρα παπποΰ μου.

’Έτσι την Ίη Σεπτεμβρίου 1881 έγινε ή «προσάρ τ η σ ι ς » τής πατρίδας μου στή μητέρα της, τήν Ελλάδα.”

Η σημασία της απελευθέρωσης και προσάρτησης του Τυρνάβου και γενικότερα της Θεσσαλίας «δεν έγκειται μόνο στο ότι αποτέλεσε την πρώτη επέκταση των συνόρων του «ελεύθερου Ελληνισμού» σε βάρος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και την πρώτη συγκεκριμένη υλοποίηση της «Μεγάλης Ιδέας», αλλά ίσως πρέπει να θεωρηθεί σημαντικότερο γεγονός συναρτημένο με μια σειρά από παράγοντες που ξεπερνούσαν την άμεση συγκυρία και που εξέφραζαν ποιοτικές διαφοροποιήσεις τόσο στον ευρύτερο βαλκανικό όσο και στον στενότερο χώρο του Ελληνισμού»

Δείτε το βίντεο που ακολουθεί: 

 

Πηγές:

1) Λάζαρος Αρσ. Αρσενίου, Η Θεσσαλία στην Τουρκοκρατία 1393-1881: Ιστορική και εθνολογική προσέγγιση

2) Βύρων Σκρουµπής, ΤΥΡΝΑΒΟΣ Ιστορικές-Λαογραφικές αναδρομές, έκδοση ∆ήµου Τυρνάβου 1997

3) Ιστορία του Ελληνικού Έθνους-τόμος ΙΔ΄

4) Χρ.Τσολάκη, Αχιλλέας Τζάρτζανος-Ο µεγάλος λησµονηµένος και ο προφητικός

5) http://www.parliament.gr/1821/anafora/filikoi.asp

6) /www.parliament.gr

7) http://argolikivivliothiki.gr

8) http://blogs.sch.gr/2dimsch/(Ιστορία του Ελληνικού Έθνους-τόμος ΙΔ).

 

Η Κωνσταντινιά Πατσή είναι Διευθύντρια του ΓΕΛ Τυρνάβου. Πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, κάτοχος Μεταπτυχιακού διπλώματος Master of Business Administration (MBA) του Staffordshire University

[quads id=5]