HomeΜΝΗΜΕΣ

Φτωχό κομπολογάκι μου σε είχα το μεράκι μου…

Φτωχό κομπολογάκι μου σε είχα το μεράκι μου…

Συ μου πέρναγες την ώρα -Πες μου τι θα γίνω τώρα – Σε αγαπούσα αληθινά-δε σ’ είχα δώσει πουθενά
Όμορφο κομπολογάκι-μου `διωχνες κάθε μεράκι

Κι αν έχασα τη γκόμενα-πάψανε τα δεδόμενα-τώρα έχασα και σένα-γράψε αλίμονο σε μένα

Σε άλλα χέρια κι αν βρεθείς-πάλι εμέ θα θυμηθείς-Που να βρω να σ’ αγοράσω-για να μη σε ξαναχάσω

Προσωπική συλλογή από κομπολόγια και μπεγλέρια……..έχουν ταξιδέψει από άλλες χώρες και σαν τους ναυτικούς που όταν ξεμπαρκάρουν μιλάνε για μέρη μακρινά έτσι και αυτά είναι γεμάτα ιστορίες….

Στο Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης του Άνθιμου Γαζή, που η πρώτη του έκδοση έγινε στη Βιέννη, και η δεύτερη «εκ της Τυπογραφίας Κωνσταντίνου Γκαρπόλα του Ολυμπίου» στην Αθήνα το 1839 αναφέρει:

Κομπέω – κομπώ σημαίνει «ηχώ, κωδωνίζω, ιδίως επί ήχου τον οποίον εκδίδουσι πήλινα ή μεταλλικά αγγεία όταν το έν μετά του άλλου συγκρούωνται». Να θεωρήσουμε ότι τάχα, τυχαία «κομπείται» και το κομπολόι; Και ότι ο ήχος – ο «κόμπος» και όχι «κόμβος» – που κάνουν οι χάντρες του όταν «η μία μετά της άλλης συγκρούωνται» δεν είναι από τα βασικά του στοιχεία;   

Ο Ηλίας Πετρόπουλος στα «Ρεμπέτικα Τραγούδια» του: μας  λέει ότι:

«Το κομπολόι συνόδευε ως μουσικό όργανο το μπαγλαμά. Ο οργανοπαίκτης κρατούσε με το αριστερό του χέρι από τη φούντα ένα κομπολόι. κρεμασμένο από μια κουμπότρυπα του ρούχου του, και με το δεξί έτριβε ρυθμικά τις χάντρες του μ’ ένα κρασοπότηρο». Καμιά φορά, μερικοί παλιότεροι λαϊκοί τραγουδιστές το κάνουν αυτό ακόμα…

«Μη βροντοχτυπάς τις χάντρες» λέει το τραγούδι  και έχει δίκιο ,οι χάντρες του κομπολογιού  πρέπει να παίζονται ήρεμα για να ακούσεις την φωνή τους…..

Οι χάντρες είναι η ψυχή του κομπολογιού.Ο άνθρωπος τις χρησιμοποιούσε από παλιά για φυλαχτό ,απόδειξη οι μάσκες των Ιθαγενών του Μπαλί, Κονγκό ,Καμερούν που ήταν φορτωμένες χάντρες. Οι Ινκας αρχαίος λαός διακοσμούσαν τα ρούχα τους με χάντρες και έφτιαχναν κοσμήματα για ξορκίσουν το κακό..

Σεβντάς λοιπόν και το μπεγλέρι, κι ας μην είναι πραγματικό κομπολόι. Δηλαδή γιρλάντα, κύκλος κλειστός. Στο μπεγλέρι, οι δυο άκρες του κορδονιού όπου είναι περασμένες οι χάντρες, δεν είναι ενωμένες. Το σχοινάκι του είναι μια απλή ευθεία.

Κι οι χάντρες του, όμως, λιγοστές. Συνήθως δεν ξεπερνούν τις έξι ή οκτώ. Και συνήθως σχηματίζουν συμμετρικά ζευγάρια, χωρίς να υπάρχει η μονή χάντρα που χαρακτηρίζει το κλασικό κομπολόι. Κατά κανόνα, οι δυο ελεύθερες άκρες στα μπεγλέρια κλείνουν με ένα «καπάκι» ή θυρεό, ως επί το πλείστον ασημένιο.

Το κομπολόι φώλιαζε στην ανδρική παλάμη ,οι χάντρες παιζόταν ανά δύο για ευκολία, και τελείωνε η διαδρομή τους όταν έφθαναν στην μονή χάντρα που έκλεινε τον κύκλο. Για να είναι γουρλίδικο οι χάντρες έπρεπε να είναι μονές διότι έτσι προστάζει η παράδοση.

Το πρώτο μέρος στην Ελλάδα, όπου φαίνεται πως χρησιμοποιήθηκαν «κομπολόγια», ήταν η μοναστική πολιτεία του Άθω. Οι αγιορείτες καλόγεροι έδεναν σε τακτές αποστάσεις μιας χοντρής κλωστής κόμπους, για να μετρούν τις προσευχές τους. Αυτά τα «κομποσχοίνια» ή «πατερημά» άνοιξαν, λένε, το δρόμο στο ελληνικό κομπολόι.

Ο αριθμός τους έπρεπε να είναι όσα τα χρόνια του Χριστού 33, κάποιοι λένε,άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι πρέπει να είναι τόσες  όσες στο πρώτο κομποσχοίνι  του Παχωμίου.

Υπάρχει και μια τελευταία εκδοχή ότι το κομπολόι το εμπνεύστηκε ο Μωάμεθ για να μετρούν οι Μουσουλμάνοι τις προσευχές τους και μάλιστα είχε 99 χάντρες όσες και οι χάρες του Αλλάχ.

Το Masbaha (λέξη που σημαίνει «απαγγέλλω προσευχές») ήταν τελικά τόσο μεγάλο, που μπέρδευε τους προσευχόμενους. Κι έτσι, για να μην ξεχνούν καμία χάρη του θεού τους, μοίρασαν τις 99 χάντρες σε τρεις ενότητες, από 33 χάντρες καθεμιά. Στο τέλος, με πνεύμα ακόμα πιο πρακτικό, επικράτησαν κομπολόγια με 33 μόνο χάντρες και για «καλυφθούν» οι 99 θεϊκές χάρες, κάθε χάντρα «μετρούσε» για τρεις από τις χάρες αυτές. Κι η τελευταία, η μεγάλη χάντρα – αυτή που ξέρουμε ως «παπά» – αντιπροσώπευε τον ίδιο τον Αλλάχ.

Δεν χρειάζεται πολύ σκέψη για να αντιληφθούμε πως μπήκε στην Ελληνική καθημερινότητα, 400 χρόνια με τους Τούρκους να αλωνίζουν ως κατακτητές ,το μάθαμε, το υιοθετήσαμε το αγαπήσαμε.

Οι Τούρκοι της Ελλάδας κρατούσαν το «τεσπίχ», που το εξελληνίσαμε σε «ντεσπίγι». Το κομπολόι αυτό ήταν πυκνό, δεν περίσσευε ελεύθερο σχοινάκι για να γλιστράνε και να «παίζονται» οι χάντρες, αφού σκοπός του ήταν μονάχα το μέτρημα των προσευχών.

Ήταν δηλαδή μια γιρλάντα με χάντρες ακίνητες, που οι Τούρκοι ωστόσο την κρατούσαν όχι μόνο στις προσευχές τους, αλλά και σε επίσημες εκδηλώσεις, στη διασκέδασή τους ή στο ραχάτι τους.  

Και να που τώρα, στη σκλαβωμένη Στερεά, στην Εύβοια, στο Μοριά, το τεσπίχ του Τούρκου μεταμορφώνεται σε κομπολόι του ραγιά: Με κέφι και εφευρετικότητα, ο Έλληνας αφαιρεί απ’ το σχοινάκι κάμποσες χάντρες, μεγαλώνοντας το κενό ανάμεσα στις υπόλοιπες και δημιουργώντας το ελληνικό κομπολόι, που οι χάντρες του κινούνται ελεύθερα: Ένα πλάσμα ζωντανό, που τραγουδάει, αναστενάζει, το χαϊδεύεις και αποκρίνεται!

Οι Έλληνες έκαναν τις χάντρες 23 ίσως από αντίσταση στους κατακτητές ,ποιος ξέρει? και φυσικά δεν είχε καμία σχέση με τις χάρες του Αλλάχ.

Το κομπολόι είναι αγχολυτικό , συντροφιά στη μοναξιά ,όταν χάνεσαι σε σκέψεις του μυαλού,όταν η νευρικότητα διατρέχει το κορμί σου.

Ως λαός είμαστε υπερβολικοί, έτσι και με το κομπολόι κάποιοι το αναγάγουν σε «φάρμακο» για την υπέρταση και άλλοι το παρομοιάζουν με βελονισμό, γιατί οι χάντρες διεγείρουν τα ζωτικά σημεία βελονισμού που υπάρχουν στα δάχτυλά μας.

Στα χρόνια του Οθωνα ήταν στα χέρια του καθενός και κυρίως στους προύχοντες ,ως ένδειξη κύρους.

Το κομπολόι στην Ελλάδα ιστορικά υπήρξε από τη μία σύμβολο γοήτρου και εξουσίας των προυχόντων, και από την άλλη αξεσουάρ των ανθρώπων του υποκόσμου, των ρεμπέτηδων και των χασικλήδων. Κομπολόι κρατούσαν όσο οι μάγκες του υποκόσμου, τόσο και ο Αρχηγός της Χωροφυλακής.

Οι άρχοντες και οι πρόκριτοι κρατούσαν μεγάλο και βαρύ κομπολόι με χάντρες από κεχριμπάρι που είχε απαραίτητα και πλούσια μεταξένια φούντα για να χαϊδεύουν. Με το πέρασμα των χρόνων εμφανίζονται στην Ελλάδα οι μάγκες, οι νταήδες, οι κουτσαβάκηδες, οι χασικλήδες, οι λούμπεν και οι ρεμπέτες, ομάδες κοινωνικά ανένταχτες και απροσάρμοστες για την τότε υψηλή κοινωνία. Κάθε τάξη έχει την τάση να ανταγωνίζεται, να προβάλλεται και να διαφοροποιείται από τις άλλες. Ένας τρόπος είναι και η δημιουργία δικών της συμβόλων. Έτσι, οι μάγκες στριφογυρνούσαν κομπολόγια από ευτελή υλικά και βροντοχτυπούσαν τις χάντρες για να δηλώσουν την παρουσία τους, ενοχλώντας επίτηδες τους ανθρώπους γύρω τους. Αφαίρεσαν και την φούντα διότι δεν βόλευε στο στριφογύρισμα και στο βροντοχτύπημα των χαντρών. Οι οικονομικά ασθενέστεροι έκαναν το ίδιο, διότι η μεταξένια φούντα κόστιζε.

Το πρώτο μάλιστα αποτυπωμένο ντοκουμέντο του, είναι μια σπάνια φωτογραφία, τραβηγμένη γύρω στο 1840 στην Κάρυστο, που δείχνει έναν τοπικό προύχοντα να υποδέχεται τον ίδιο το βασιλιά Όθωνα κρατώντας στο χέρι ένα κομπολόι.

Με το καιρό  «ξέπεσε» η χρήση του  στον τόπο μας , περιθωριοποιήθηκε για ένα σχεδόν αιώνα, ίσαμε που τελείωσε ο Δεύτερος Παγκόσμιος, Υπεύθυνοι για την κοινωνική του απαξίωση στάθηκαν οι παλιοί κουτσαβάκηδες – άτομα περιθωριακά οι ίδιοι, ταυτισμένοι με κομπολόγια από υλικά εντελώς ευτελή. 

Φαίνεται, πως το κλίμα άρχισε ν’ αλλάζει μετά τη δεκαετία του ’20. Σύμφωνα με τους απογόνους μιας οικογένειας μικρασιάτικης, που ήρθε «από απέναντι» μετά την Καταστροφή, οι πρόσφυγες παππούδες τους ήταν οι πρώτοι που άρχισαν να φτιάχνουν και να πουλάνε πραγματικά «ελληνικά» κομπολόγια..

Το κομπολόι μετά το 1945 φώλιασε ξανά στις χούφτες των ανθρώπων ……..