Μπορεί να κατάφερε να διατηρήσει τη δεύτερη θέση ο ΣΥΡΙΖΑ, ωστόσο η διαφορά με τη Νέα Δημοκρατία παραμένει μεγάλη και το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης και ο Στέφανος Κασσελάκης έμειναν εκτός όλων των στόχων.
Το ποσοστό 14,92% θεωρείται μικρό για κόμμα που βγήκε δεύτερο, ενώ σε σχέση με τις Ευρωεκλογές του 2019 ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δύο λιγότερες έδρες σε σχέση με τις Ευρωεκλογές του 2019. Ο ΣΥΡΙΖΑ εκλέγει τέσσερις ευρωβουλευτές.
Στην πρώτη κάλπη της εποχής του Στέφανου Κασσελάκη στην ηγεσία του κόμματος, η Αξιωματική Αντιπολίτευση υπέστη ήττα ιστορικών διαστάσεων, φέρνοντας τον νέο πρόεδρο μπροστά σε μια νέα, εσωκομματική και πολιτική πραγματικότητα.
Συγκεκριμένα, η Κουμουνδούρου κατέγραψε ποσοστό 14,92%, αδυνατώντας να ξεπεράσει το ψυχολογικό όριο του 15%, μένοντας δηλαδή πιο χαμηλά και από τον Μάιο του 2012, οπότε ο ΣΥΡΙΖΑ είχε λάβει ποσοστό 16,79%.
Σύμφωνα με όσα είχε πει ο Στέφανος Κασσελάκης κατά την προεκλογική περίοδο, στόχος του κόμματος ήταν ένα ποσοστό άνω του 20%.
Σε μια βραδιά – θρίλερ, αλλά και στην πρώτη ρωγμή του εκλογικού σερί της Νέας Δημοκρατίας την τελευταία πενταετία, τα μέλη και οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ έμειναν να παρακολουθούν στις οθόνες τους να καταρρίπτονται μία προς μία όλες οι προσδοκίες που είχε καλλιεργήσει όλους τους τελευταίους μήνες με αυτοπεποίθηση ο πρόεδρος του κόμματος, Στέφανος Κασσελάκης, ο οποίος απέτυχε, εκ του αποτελέσματος, να δημιουργήσει κλίμα αλλαγής.
Από την υπόσχεση της συντριπτικής επικράτησής του έναντι του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη τον περασμένο Αύγουστο, όταν ο Στέφανος Κασσελάκης διεκδίκησε την προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ, με το ερώτημα «θέλουμε να βάλουμε απέναντι στον Κυριάκο Μητσοτάκη κάποιον που θα τον νικήσει;», τίποτε μοιάζει να μην είναι ίδιο.
Και παρά την αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ όλο το προηγούμενο διάστημα να αντιστοιχηθεί με την «κοινωνική αντιπολίτευση», εντούτοις ο πρόεδρός του δεν έπαψε να περιγράφει ως «εφικτό» τον στόχο της πρωτιάς στις Ευρωεκλογές, με την εκκίνηση της προεκλογικής περιόδου.
Στη συνέχεια, δήλωνε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να γράψει «το 2 μπροστά», με την Κουμουνδούρου να χαμηλώνει τις τελευταίες εβδομάδες τον πήχη, αποτιμώντας προκαταβολικά ως «πολύ καλό» ένα αποτέλεσμα γύρω στο 17%. Και όταν χθες το πρώτο κύμα των exit polls έδωσε στον ΣΥΡΙΖΑ ένα εύρος 15,2-18,2%, τότε πηγές της Κουμουνδούρου έσπευσαν να αναγνώσουν την πρόβλεψη των αναλυτών ως «ξεκάθαρο μήνυμα προς την κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη», αλλά και ως «μια σαφή αποδοκιμασία των πολιτικών του».
Οι ίδιες πηγές μετέδιδαν πως «ο ΣΥΡΙΖΑ επιβεβαιώνεται ως η πρωταγωνιστική δύναμη της ευρύτερης Κεντροαριστερής παράταξης. Διαψεύδοντας τις Κασσάνδρες που μέχρι πρότινος προέβλεπαν την κατάρρευση του», για να προσθέσουν πως «είναι σαφές πως είναι πλέον στο χέρι του να αναλάβει πρωτοβουλίες για την ανασυγκρότηση του προοδευτικού χώρου». Εκτιμώντας, στο ίδιο πνεύμα, ότι το αποτέλεσμα είχε κριθεί από νωρίς «είναι επίσης σαφές πως δεν επιβραβεύτηκε η τακτική του κ. Ανδρουλάκη για μονομέτωπη στόχευση κατά του ΣΥΡΙΖΑ και του Στέφανου Κασσελάκη», συμπλήρωναν.
Μόνο που η έκβαση της εκλογικής βραδιάς έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ σχεδόν τρεις μονάδες πίσω από το ποσοστό 17,83% που είχε λάβει ο πρώην πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας στις εθνικές εκλογές του περασμένου Ιουνίου, με αποτέλεσμα την παραίτησή του, αλλά και σχεδόν δέκα μονάδες από τις τελευταίες Ευρωεκλογές, όταν η αξιωματική αντιπολίτευση είχε λάβει 23,75%.
Το δυσμενές για τον ΣΥΡΙΖΑ εκλογικό αποτέλεσμα βάρυνε το ποσοστό – ρεκόρ της αποχής, που άγγιξε σχεδόν το 60%, με τον Στέφανο Κασσελάκη να μην καταφέρνει να φέρει ψηφοφόρους από τον καναπέ, στις κάλπες, παρά τον μεγαλεπίβολο, όπως αποδείχθηκε, στόχο που είχε θέσει.
Ακόμα, η Νέα Δημοκρατία εξακολουθεί να διατηρεί σχεδόν double score από την Κουμουνδούρου, ακόμη και αν σημειώνει σημαντικές απώλειες, τις οποίες η αξιωματική αντιπολίτευση δεν κατάφερε να καρπωθεί σε κανένα επίπεδο.
Επίσης, όμως, και η διατήρηση του ΣΥΡΙΖΑ στη δεύτερη θέση, η μόνη θετική εξέλιξη δηλαδή της χθεσινής βραδιάς για την Κουμουνδούρου, φαντάζει πρακτικά επισφαλής, καθώς η διαφορά μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ κυμάνθηκε σε χαμηλά επίπεδα, αφού τα δύο κόμματα χωρίζουν μόλις δύο μονάδες, καθιστώντας πλέον για αρκετά στελέχη και των δύο χώρων επιτακτική και αναγκαία την ανασυγκρότηση του ευρύτερου χώρου, χωρίς αναγκαστικά αυτή να περνάει από τις ηγεσίες τους.