Η Γενιά X και οι Millennials ίσως είχαν ακούσει ορισμένα πράγματα για την τήξη των πάγων καθώς μεγάλωναν. Όμως ο μεγαλύτερος περιβαλλοντικός μας φόβος ήταν αναμφίβολα η τρύπα του όζοντος.
Νέα εκτίμηση του ΟΗΕ ουσιαστικά ανακηρύσσει αυτή την αγωνία λήξασα σηματοδοτώντας την πρώτη – και ας ελπίσουμε όχι την τελευταία – σημαντική περιβαλλοντική επιτυχία της ανθρωπότητας και αποδεικνύοντας πως οι αποφασιστικές δράσεις έχουν και ανάλογης σημασίας αποτελέσματα.
Η μείωση του πάχους του στρώματος του όζοντος, που απειλούσε να μας εκθέσει στη βλαβερή υπεριώδη ηλιακή ακτινοβολία, αναμένεται να έχει αντιστραφεί πλήρως έως το 2040 σε όλο τον κόσμο, εκτός των πόλων, σύμφωνα με τη σχετική έκθεση. Οι πόλοι θα χρειαστούν λίγο περισσότερο χρόνο, όμως μέχρι το 2045 η Αρκτική θα έχει ανακάμψει, ενώ έως το 2066 θα ακολουθήσει και η Ανταρκτική.
Μια συντονισμένη – και επιτυχημένη – αντίδραση
Έπειτα από τα καμπανάκια των ειδικών για την απώλεια του στρώματος όζοντος κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80 και την υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Μόντρεαλ, μιας διεθνούς συμφωνίας με στόχο την επίλυση του προβλήματος, το 99% των χημικών που συνέβαλλαν στη δημιουργία της λεγόμενης τρύπας του όζοντος παροπλίστηκαν – ανάμεσά τους και οι χλωροφθοράνθρακες (CFC) που μέχρι τότε χρησιμοποιούνταν ως διαλυτικά και ψυκτικά μέσα.
Ο ΟΗΕ δήλωσε ότι οι δράσεις για τη διατήρηση του στρώματος όζοντος ενίσχυσε και την ευρύτερη προσπάθεια αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης, μιας και τα CFC ανήκουν στα αέρια του θερμοκηπίου, πράγμα που σημαίνει πως, αν είχαν συνεχίσει να χρησιμοποιούνται ανεξέλεγκτα, η μέση παγκόσμια θερμοκρασία θα μπορούσε να είχε ανέβει έως και κατά 1 βαθμό Κελσίου μέχρι τα μέσα του αιώνα, επιδεινώνοντας περαιτέρω μια ήδη οριακή κατάσταση.
Αυτά που μπορούμε και αυτά που πρέπει να κάνουμε
Το σημαντικότερο, όμως, ίσως είναι το γεγονός ότι «η δράση για το όζον αποτελεί υπόδειγμα κλιματικής δράσης», όπως τόνισε ο Πέτερι Ταάλας, γενικός γραμματέας του Παγκόσμιου Μετεωρολογικού Οργανισμού που αποκάλυψε την έκθεση για την πρόοδο, η οποία δημοσιεύεται κάθε τέσσερα χρόνια. «Η επιτυχία μας στην εξάλειψη των χημικών που βλάπτουν το όζον μας δείχνει τι μπορούμε και πρέπει να κάνουμε άμεσα για να αφήσουμε πίσω μας τα ορυκτά καύσιμα, να μειώσουμε τα αέρια του θερμοκηπίου και να περιορίσουμε την αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας».
Η ενιαία αντίδραση ολόκληρου του πλανήτη απέναντι στους χλωροφθοράνθρακες σημαίνει ότι η συμφωνία του Μόντρεαλ «μπορεί να θεωρηθεί η πλέον επιτυχημένη περιβαλλοντική συνθήκη στην ιστορία και μας επιτρέπει να ελπίσουμε ότι οι χώρες μπορούν να ενωθούν και να αποφασίσουν τι πρέπει να γίνει και να το κάνουν», τόνισε από την πλευρά του ο Ντέιβιντ Φάχι, επιστήμονας στην Αμερικανική Υπηρεσία Ωκεανού και Ατμόσφαιρας και ένας εκ των επικεφαλής συγγραφέων της πρόσφατης έκθεσης.
Εμπόδια
Η πρόοδος δεν ήταν πάντοτε σταθερή – για παράδειγμα, το 2018, οι επιστήμονες διαπίστωσαν αύξηση της χρήσης των CFC, η οποία αποδείχθηκε ότι προερχόταν από την Κίνα και τελικά αντιμετωπίστηκε. Την ίδια στιγμή, η αντικατάσταση των CFC από μια άλλη ομάδα χημικών, τους υδροφλωράνθρακες, αποδείχθηκε ανεπαρκής λύση, μιας και οι τελευταίοι ανήκουν επίσης στα αέρια του θερμοκηπίου. Το γεγονός αυτό οδήγησε σε νέα διεθνή συμφωνία, που υπογράφηκε στο Κιγκάλι, για τον περιορισμό της χρήσης τους.
Ο Φάχι τόνισε ότι ακόμη και στην περίπτωση της άμεσης κλιματικής δράσης απέναντι στους χλωροφθοράνθρακες, τα χημικά παραμένουν στην ατμόσφαιρα περίπου για έναν αιώνα μετά τη χρήση τους. Η πρόκληση στην περίπτωση των αερίων του θερμοκηπίου, όπως το διοξείδιο του άνθρακα, είναι ακόμη μεγαλύτερη, πρόσθεσε, καθώς παραμένουν για ακόμη περισσότερο καιρό στην ατμόσφαιρα και, σε αντίθεση με τα CFC που παράγονταν από μερικές μόνο εταιρείες, οι εκπομπές από ορυκτά καύσιμα είναι ασυγκρίτως πιο εκτεταμένες και προκαλούνται σχεδόν από κάθε καθημερινή δραστηριότητα.
Ηλιακή γεωμηχανική
Η τελευταία έκθεση του ΟΗΕ είναι η πρώτη που εξετάζει τις πιθανές επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει επί της τρύπας του όζοντος η ηλιακή γεωμηχανική, μια παρέμβαση στο κλίμα που έχουν προτείνει επιστήμονες και στο πλαίσιο της οποίας σωματίδια με ανακλαστικές ιδιότητες, όπως το θείο, θα ψεκάζονται στην ατμόσφαιρα σε μεγάλες ποσότητες και θα ανακλούν το ηλιακό φως για να περιορίσουν την αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη.
Η αμφιλεγόμενη πρακτική, την οποία επιθυμεί να διερευνήσει η αμερικανική κυβέρνηση, θα μπορούσε μεν να μειώσει τη θερμοκρασία, αλλά επίσης να έχει και «ανεπιθύμητες επιπτώσεις, μεταξύ άλλων και επί του όζοντος», σύμφωνα με την έκθεση, η οποία όμως αναγνωρίζει ότι εξακολουθούν να υπάρχουν «πολλά γνωστικά κενά και αβεβαιότητες που δεν επιτρέπουν καλύτερη αξιολόγηση αυτή τη στιγμή».
Ο Φάχι πρόσθεσε ότι η προσθήκη μεγάλων ποσοτήτων θείου στη στρατόσφαιρα θα μπορούσε να μειώσει το όζον, αν και πιθανότατα κατά λιγότερο από 10%, πράγμα που σημαίνει ότι δεν θα οδηγούσε σε «κατάρρευση» του στρώματος του όζοντος.
«Αυτού του είδους οι κλιματικές παρεμβάσεις αποτελούν ευαίσθητο θέμα επειδή αποτελούν πλέγματα ηθικής και διακυβέρνησης, αντί να αφορούν καθαρά την επιστήμη», παρατήρησε. «Θα υπήρχαν, ωστόσο, πράγματι επιπτώσεις επί του όζοντος αν απελευθερώναμε αρκετό θείο στην ατμόσφαιρα. Θα ήταν αναπόφευκτο».