HomeΙΣΤΟΡΙΑ

Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος – Λάρισα 1917 – Η μάχη της Σημαίας – Κατάληψη της Θεσσαλίας από τους Γάλλους

Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος – Λάρισα 1917 – Η μάχη της Σημαίας – Κατάληψη της Θεσσαλίας από τους Γάλλους

Στις 27 Μαΐου 1917 έγινε στο Λονδίνο μια σύσκεψη επιπέδου Πρωθυπουργών παρουσία του Γάλλου Αρχιστράτηγου Φος.

 

Η συνάντηση είχε ως μοναδικό θέμα την επίλυση του “Ελληνικού ζητήματος”. Η Γαλλική αποστολή είχε ως σκοπό να εξασφαλίσει την Αγγλική συγκατάθεση για ελευθερία κινήσεων στην Ελλάδα.

Στην συνάντηση αποφασίστηκε να σταλεί ω ύπατος αρμοστής της Αντάντ στην Ελλάδα ο Γάλλος γερουσιαστής Charles Jonnart με εν λευκώ εξουσιοδότηση για να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια θα χρειαζόταν ώστε να εκθρονιστεί ο ουδετερόφιλος Βασιλιάς Κωνσταντίνος και να ενοποιηθεί το Ελληνικό κράτος υπό την φιλοανταντική κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου.

Η απόφαση αυτή είχε κυοφορηθεί στους κόλπους της Αντάντ επί ένα χρόνο τουλάχιστον, αλλά συνεχώς αναβαλλόταν καθώς η διφορούμενη συμπεριφορά του Βασιλιά έδινε ελπίδες ότι τελικώς θα συμβιβαζόταν. Σημαντικές όμως εξελίξεις επιτάχυναν τη τελική λήψη της. Πρώτο σημαντικό γεγονός ήταν η κατάρρευση του Τσάρου Νικόλαου, ο οποίος υπήρξε θερμός υπερασπιστής του Ελληνικού Θρόνου. Το δεύτερο γεγονός είχε να κάνει με την απόφαση των Βρετανών να μειώσουν τα στρατεύματα τους στο Μακεδονικό μέτωπο. Το Γαλλικό ΓΕΣ  πίεζε ώστε τα αποχωρούντα Αγγλικά στρατεύματα να αναπληρωθούν με τα Ελληνικά.

Επίσης σημαντικός παράγοντας στην απόφαση ήταν και η “μάχη της σοδειάς”: Σε περίπτωση που θεριζόταν η  σοδειά του κάμπου της Θεσσαλίας το κράτος των Αθηνών θα αποκτούσε τρόφιμα και θα μειώνονταν οι επιπτώσεις του ναυτικού συμμαχικού αποκλεισμού στον πληθυσμού. Τελευταίο γεγονός υπήρξε η αποτυχία της συμμαχικής επίθεσης στο Μακεδονικό μέτωπο στις 23 Μαΐου, η οποία έπεισε τους Γάλλους ότι όφειλαν να λύσουν το Ελληνικό ζήτημα, ώστε να βελτιωθεί η στρατιωτική κατάσταση στην περιοχή.

Στην συνάντηση εκτός από την έγκριση για την αποστολή του Jonnart στην Αθήνα αποφασίστηκε η κατάληψη της Θεσσαλίας, του Ισθμού της Κορίνθου και ο εξαναγκασμός του Βασιλιά σε παραίτηση με σκληρότερο ναυτικό αποκλεισμό, αλλά και με τελική κατάληψη των Αθηνών από τον Γαλλικό στρατό.

Ο Γάλλος στρατηγός Σαράιγ, διοικητής των Συμμαχικών στρατευμάτων στο Μακεδονικό μέτωπο, είχε ήδη προετοιμάσει τις δυνάμεις του στην Κατερίνη για την κατάληψη της Θεσσαλίας. Στις 7 Ιουνίου είχε ολοκληρωθεί η συγκέντρωση των στρατευμάτων που αποτελούνταν από δύο συντάγματα και τρία τάγματα πεζικού, τέσσερα συντάγματα Ιππικού (αποτελούνταν από Μαροκινούς Σπαχήδες), δύο μοίρες πυροβολικού και δύο σμήνη αεροπλάνων.

Το σύνολο των δυνάμεων αυτών ήταν πάνω από 20.000 άνδρες και είχαν τεθεί υπό τις διαταγές του Γάλλου στρατηγού Βενέλ. Απέναντι στην στρατιά αυτή, οι Ελληνικές δυνάμεις περιορίζονταν σε 200 αξιωματικούς και 600 άνδρες της Ι μεραρχίας που βρισκόταν στην Λάρισα υπό τις διαταγές του Έλληνα στρατηγού Ανδρέα Μπαΐρα (φωτογραφία). Όλη η υπόλοιπη στρατιωτική δύναμη των Ελλήνων βρισκόταν στην Πελοπόννησο, αφού η ελληνική κυβέρνηση είχε συμμορφωθεί στο σχετικό περιεχόμενο του τελευταίου συμμαχικού τελεσιγράφου. 

Ο στρατηγός  Μπαΐρας είχε πληροφορίες για τις Γαλλικές ετοιμασίες και είχε ζητήσει αγωνιωδώς οδηγίες από την Αθήνα για το αν όφειλε να αντιτάξει αντίσταση η όχι. Η Ελληνική κυβέρνηση ήδη υπό την πίεση του Jonnart  που είχε φθάσει στην Αθήνα στις 9 Ιουνίου, ήλπιζε πως αν συμμορφωνόταν ίσως να κέρδιζε λίγο ακόμη χρόνο (άλλωστε δεν υπήρχε και κάποια άλλη ρεαλιστική εναλλακτική) και έτσι έδωσε οδηγία στον στρατηγό Μπαΐρα να μην αντισταθεί.

Η προέλαση της Γαλλικής στρατιάς ξεκίνησε το πρωινό της 10ης Ιουνίου χωρίς φυσικά να συναντήσει καμία αντίσταση. Στις 11 Ιουνίου οι Γάλλοι είχαν καταλάβει την Ελασσόνα και το πρωί της 12ης Ιουνίου ξεκίνησαν για την κατάληψη της Λάρισας.

Ο στρατηγός Μπαΐρας μετέβη για να προϋπαντήσει τον Γάλλο στρατηγό Βενέλ τον οποίο συνάντησε στην είσοδο της πόλης. Στην συνάντηση τους ο Έλληνας στρατηγός γνωστοποίησε στον Γάλλο ομόλογο του τις διαταγές της κυβερνήσεως του και έθεσε τις δυνάμεις του στην διάθεση του. Ο Βενέλ όμως δεν φάνηκε να συμμερίζεται την ιπποτική συμπεριφορά του Μπαΐρα.

Του απάντησε ότι τον συλλαμβάνει αμέσως μαζί με τους αξιωματικούς του επιτελείου του, ενώ απείλησε ότι θα βομβάρδιζε την Λάρισα αν έπεφτε έστω ένας πυροβολισμός. Αργότερα ο Μπαΐρας εξορίστηκε από τον Zonnart στην Κορσική μαζί με τους υπόλοιπους πολιτικούς αντιπάλους του Βενιζέλου.

Την ίδια εχθρική διάθεση έδειξαν οι Γαλλικές μονάδες έναντι των Ελληνικών μονάδων, καθώς όπου έβρισκαν Έλληνες στρατιώτες τους αφόπλιζαν και τους συνελάμβαναν. Το σκηνικό άλλαξε όμως όταν Γαλλικά στρατεύματα έφτασαν στους κοιτώνες του 1/38 συντάγματος Ευζώνων που βρισκόταν υπό τις διαταγές του Αντισυνταγματάρχη Αθανασίου Φράγκου, μετέπειτα Διοικητού της Ιης Μεραρχίας στη Μικρά Ασία.

Οι Γάλλοι ζήτησαν εκτός από τα όπλα των Ελλήνων, τα ξίφη των αξιωματικών. Τις αξιώσεις αυτές ο Φράγκου τις θεώρησε απαράδεκτες και αρνήθηκε να συμμορφωθεί, καθώς σύμφωνα με τα στρατιωτικά ήθη της εποχής οι αξιωματικοί σε αντίστοιχες περιπτώσεις διατηρούσαν τα ξίφη τους. Ακολούθησε αναταραχή στην περιοχή και όλοι οι άνδρες του Συντάγματος ακολουθούμενοι από 100 ακόμη οπλίτες της υπολοίπου Μεραρχίας προσπάθησαν να διαφύγουν, ένοπλοι με την σημαία τους προς την Λαμία, ώστε να αποφύγουν τον εξευτελισμό.

Η φυγή τους έγινε αντιληπτή από τους Γάλλους, με τον Γάλλο στρατηγό να στέλνει το ιππικό των Μαροκινών Σπαχήδων (φωτογραφία εποχής των Σπαχήδων από τη Μακεδονία) προς καταδίωξη τους. Οι Έλληνες κυνηγήθηκαν για έξι χιλιόμετρα απηνώς, τελικώς κυκλώθηκαν και τους ζητήθηκε να παραδοθούν, αλλά αρνήθηκαν με πείσμα. Στην μάχη που ακολούθησε, ενεπλάκησαν ένα απόσπασμα της ίλης Drevon (1ης επιλαρχίας Κυνηγών) και ένα απόσπασμα της ίλης Ballet των Μαροκινών Σπαχήδων. Αυτά τα δύο αποσπάσματα, που συγκέντρωναν δύναμη 80 ιππέων, ρίχτηκαν με πολύ μεγάλο θάρρος εναντίον ενός λόχου Ευζώνων, οι οποίοι τα περίμεναν -ιστάμενοι ακλόνητοι στα πόδια τους- μέσα στα σπαρτά.

Ο λοχαγός (ίλαρχος) Drevon τραυματίστηκε βαρύτατα, ενώ οι υπίλαρχοι Berton της 1ης Κυνηγών και Lantaires των Σπαχήδων σκοτώθηκαν βαλλόμενοι από πολύ κοντά. Ο λοχαγός (ίλαρχος) Drevon ανατράπηκε, πέφτοντας κάτω από το σκοτωμένο άλογο του, όπως έπεσαν και άλλοι 13 ιππείς, τόσο Κυνηγοί όσο και Σπαχήδες. Εξ αυτών οι 7 σκοτώθηκαν και οι 6 τραυματίστηκαν βαριά. Ο λόχος των Ευζώνων εκμεταλλεύτηκε τη σύγχυση και διέφυγε, όμως λίγο μετά, εντοπίστηκε και πάλι. Οι δύο ίλες, ενισχυθείσες και από στοιχεία της ίλης Dupeyron της 4ης Επιλαρχίας των Κυνηγών, περικύκλωσαν τον λόχο των Ευζώνων και ακολούθησε η σφαγή.

Στην σύντομη μάχη των Ελλήνων πεζών εναντίον του Γαλλικού ιππικού σε ανοιχτό πεδίο οι Έλληνες είχαν 59 αξιωματικούς και στρατιώτες νεκρούς όλους με φοβερούς σπαθισμούς. Οι Γάλλοι είχαν 2 αξιωματικούς και 7 στρατιώτες τραυματίες. Επί τόπου συνελήφθησαν 49 Έλληνες αξιωματικοί και 269 Έλληνες στρατιώτες. Οι στρατιώτες χρησιμοποιήθηκαν από τους Γάλλους για αγγαρείες και έργα οδοποιίας στο Λιτόχωρο, ενώ οι αξιωματικοί οδηγήθηκαν και κρατήθηκαν σε παλαιούς Τουρκικούς στρατώνες στην Κατερίνη.

Ο αντισυνταγματάρχης Φράγκου με τον αντισυνταγματάρχη Γρίβα μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη με συνοδεία Σενεγαλέζων κυνηγών και Μαροκινών σπαχήδων. Στη συνοδεία ήταν και ο Γάλλος ανθυπίλαρχος τότε, των Σπαχήδων Verselíppe που στην έφοδο πήρε την ελληνική σημαία. Θεωρείται ο πλέον παρασημοφορημένος αξιωματικός του Γαλλικού Στρατού. Οι αιχμάλωτοι με τη συνοδεία έφτασαν στο γραφείο του στρατηγού Σαρράιγ και ο ανθυπίλαρχος του παρέδωσε ως τρόπαιο τη σημαία. Ο Σαρράιγ τότε του απένειμε την ανώτερη διάκριση: Το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής.

Η σημαία παρέμεινε τρόπαιο στα χέρια του Στρατηγού Σαρράιγ και των απογόνων του. Οι πληροφορίες τη θέλουν οι απόγονοι να της επέστρεψαν στο Πρώτο Σύνταγμα των Σπαχήδων που ακόμα διατηρείται ενεργό χωρίς όμως τη λέξη «Μαροκινό» στην επωνυμία του, έχει μετατραπεί σε τεθωρακισμένο, μετείχε στον πόλεμο στα Βαλκάνια και στο Αφγανιστάν ,και εδρεύει στην πόλη Βαλάνς στη Ν. Γαλλία. Η σημαία εκτίθεται πλέον στο Μουσείο του Συντάγματος (φωτογραφία).

Η κατάληψη της Λάρισας ολοκληρώθηκε χωρίς άλλη αντίσταση, ενώ στις 13 Ιουνίου ολοκληρώθηκε η κατάληψη του Βόλου και των Τρικάλων.

Το 1930 από τον Δήμο Λαρίσης και επί δημαρχίας Μιχαήλ Σάπκα, στήθηκε μνημείο για τους πεσόντες Έλληνες στρατιωτικούς του 1/38 Ευζωνικού Συντάγματος στην σύμπλοκή αυτή.

Στο μνημείο που μεταφέρθηκε μεταγενέστερα έξω από το Κλειστό Γυμναστήριο Νεάπολης στην οδό Καρδίτσης   μια μαρμάρινη στήλη με ονόματα πεσόντων, ανάγλυφα σκαλισμένα, αναφέρονται τέσσερα μόνο ονόματα των Λαρισαίων πεσόντων: Ζήσιμος Δημ. Ταγματάρχης Πεζικού, Παλαιοδημόπουλος Επαμ. Λοχίας, Τσακανίκας Λοχίας και Κάκαβος Φώτης Στρατιώτης. Μία επιγραφή αναφέρει με κεφαλαία γράμματα:

«ΕΙΣ ΕΝΔΕΙΞΙΝ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΑΣ ΤΗΣ ΣΗΜΑΙΑΣ Ο ΔΗΜΟΣ ΛΑΡΙΣΑΣ ΕΣΤΗΣΕ ΤΟΔΕ» και ημερομηνία 30 Μαΐου 1917.