Πριν από τις οθόνες, πριν από το YouTube, πριν από τα trends και τις viral συνήθειες, υπήρχε μια εποχή που όλα τα παιδιά έμοιαζαν να έχουν ένα κοινό κώδικα. Έπαιζαν τα ίδια παιχνίδια, έκαναν τις ίδιες «χαζές» ανακαλύψεις, έτρωγαν το νέκταρ από το αγιοκλήμα και έψαχναν με τις ώρες πασχαλίτσες για να τις αφήσουν να πετάξουν στο χέρι τους.
Κανείς δεν τους το έμαθε. Δεν το είδαν σε βίντεο, δεν το διάβασαν κάπου. Και όμως, με έναν ανεξήγητο τρόπο, όλα τα παιδιά, σε χωριά και πόλεις, σε νησιά και ορεινά χωριά, ανακάλυπταν τα ίδια μικρά θαύματα.
Πώς είναι δυνατόν; Πώς γινόταν όλα τα παιδιά, από διαφορετικές γειτονιές και διαφορετικές οικογένειες, χωρίς διασυνδέσεις, να κάνουν τα ίδια πράγματα;
Να δοκιμάζουν το γλυκό νέκταρ από το αγιοκλήμα, να φυσούν στην άκρη του λουλουδιού, να αναζητούν πασχαλίτσες, να παίζουν μπουγέλο, να γυρίζουν την ταινία στην κασέτα με στυλό, να παίζουν τις ίδιες αυτοσχέδιες παραλλαγές κρυφτού και κυνηγητού.
Η απάντηση κρύβεται, ίσως, στη δύναμη της άτυπης παιδικής παράδοσης, μια συλλογική κληρονομιά που μεταφερόταν από στόμα σε στόμα, από βλέμμα σε βλέμμα, χωρίς καν να το συνειδητοποιούμε.
Τα παιδιά της εποχής εκείνης αντέγραφαν. Όχι από οθόνες, αλλά από άλλα παιδιά. Από τα μεγαλύτερα αδέρφια, από τις αυλές, από τις πλατείες. Ένα παιδί έβλεπε κάποιο άλλο να δοκιμάζει το λουλούδι και απλώς το επαναλάμβανε. Και έτσι, σχεδόν οργανικά, απλωνόταν η γνώση.
Δεν χρειαζόταν να σου πει κάποιος «αυτό κάνουν τα παιδιά». Το ένστικτο της περιέργειας σε οδηγούσε. Ίσως γι’ αυτό όλα τα παιδιά ένιωθαν αυτόματα συνδεδεμένα, ακόμη και χωρίς να έχουν γνωριστεί ποτέ.
Οι παιδικές συνήθειες δεν διαμορφώθηκαν με κανόνες. Ήταν σαν μια άτυπη γλώσσα που όλοι γνωρίζαμε.
Αυτή η κοινή εμπειρία είναι κάτι που σήμερα σπανίζει. Στη σύγχρονη εποχή της ατομικότητας και της ψηφιακής πληροφορίας, τα παιδιά έχουν πρόσβαση σε άπειρες προτάσεις, αλλά τους λείπει το «άγραφο συμβόλαιο» που κάποτε τα ένωνε: να ανακαλύπτουν τον κόσμο μαζί, μέσα από παιχνίδι και λάθη.
Το νέκταρ από το αγιοκλήμα, οι μπίλιες, τα σαλιγκάρια, τα φρούτα από τις αυλές δεν είναι απλώς εικόνες της παιδικής μας ηλικίας. Είναι η συλλογική μας μνήμη.
Μια υπενθύμιση πως κάποτε, πριν τις οθόνες, η περιέργεια ήταν η πιο μεγάλη μας δασκάλα και η φύση το μεγαλύτερο μας παιχνίδι.
Ίσως αυτό να είναι και το πιο μαγικό πράγμα που χάσαμε μεγαλώνοντας: την αυθεντική, ανεπιτήδευτη, συλλογική παιδική σοφία.