Μπαίνεις σε μια νέα σχέση με ενθουσιασμό, με πίστη, με την ελπίδα ότι αυτή τη φορά τα πράγματα θα είναι αλλιώς. Όμως τι συμβαίνει όταν εκείνος που λες πως σε αγαπάει, βρίσκει συνεχώς τρόπους να σε μικραίνει; Όταν κάθε χειρονομία του, κάθε σχόλιο, κάθε σιωπή γίνεται ένα ακόμα βήμα προς την απώλεια του εαυτού σου;
Η Φωτεινή Τζουβελέκη, φοιτήτρια φιλοσοφίας, βάζει σε λέξεις αυτή τη σκληρή αλλά υπαρκτή εμπειρία — μια αφήγηση που θα αναγνωρίσουν πολλές γυναίκες. Ένα κείμενο για τις σχέσεις που μας ραγίζουν, αλλά και για το κουράγιο να σηκωθούμε και να φύγουμε. Χωρίς τύψεις. Με αξιοπρέπεια.
Το κείμενο:
Μπαίνεις σε μια νέα σχέση και όλα μοιάζουν μαγικά. Πηγαίνετε κάθε Σάββατο ραντεβού, γελάτε, φιλιέστε. Όμως σιγά-σιγά συνειδητοποιείς κάτι για το άτομο που είναι δίπλα σου: του αρέσει ή μάλλον τρελαίνεται να σε μειώνει. Του αρέσει να σε πηγαίνει στο εστιατόριο με τις γαρίδες, αφού του είπες ότι δε σου αρέσουν τα θαλασσινά. Του αρέσει να φεύγει ξαφνικά και να πηγαίνει εκδρομές και να είσαι η τελευταία η οποία το μαθαίνει.
Αρχίζεις και αναρωτιέσαι το ρόλο τον οποίο παίζεις εσύ στην ζωή του. Είσαι μήπως μια περαστική στη ίδια σου τη σχέση; Γιατί δε σε υπολογίζει όπως έκανε στο παρελθόν; Τι είναι αυτό το οποίο έχει διαφοροποιήσει τη κατάσταση μεταξύ σας; Αρχίζεις τότε να κάνεις υπερπροσπάθεια για να του αρέσεις. Καλύπτεις την ακμή σου με foundation, concealer, πούδρα και βάζεις και αντηλιακό για να μη σου πει ότι είσαι πολύ «στημένη». Βγάζεις τα φρύδια σου, για να δείξεις ότι δε φοβάσαι να πονέσεις για χάρη του.
Προσπαθείς να μη τρως πολύ μπροστά του για να μη σε παρεξηγήσει. Δεν ολοκληρώνεις καν το γεύμα σου διότι φοβάσαι μη σε περάσει για κάποια φαγάνη. Σύμφωνα με το σύγχρονο dating etiquette, οι γυναίκες πρέπει να είναι μικρές και χωρίς ιδιαίτερες ανάγκες. Πρέπει οριακά να φαίνονται ότι δεν είναι άνθρωποι. Ένας μη-άνθρωπος ούτε τρώει με όρεξη, ούτε πίνει μέχρι σκασμού, ούτε αποζητά αγάπες και φιλιά. Σύμφωνα με το τοξικό etiquette, πρέπει να τα κάνεις όλα αυτά. Ελπίζοντας ότι αυτή τη φορά, δε θα βρει κάτι να σε μειώσει. Δε θα πει τίποτα για τη μυρωδιά σου, παρόλο που έβαλες το άρωμα που είχε πει ότι είναι το αγαπημένο του σε μια γυναίκα. Δε θα πει τίποτα για τα «έξαλλα» μαλλιά σου, τα οποία τα ίσιωσες και έκαψες μόνο για εκείνον.
Αλλά και πάλι, θα βρει κάτι.
Γιατί όταν κάποιος τρέφεται από την υποτίμηση του άλλου, κανένα άρωμα, κανένα χτένισμα, καμία σιωπηλή ανοχή δεν είναι αρκετή. Θα είναι πάντα λίγο παραπάνω απ’ όσο “πρέπει”. Θα είσαι λίγο πιο ευαίσθητη, λίγο πιο αστεία, λίγο πιο δυνατή, λίγο πιο θλιμμένη από όσο τον βολεύει. Ό,τι κι αν κάνεις, το νόημα δεν είναι ποτέ να σε αγαπήσει όπως είσαι — είναι να σε κάνει να μη σ’ αγαπάς.
Αρχίζεις να εξαφανίζεσαι από τον καθρέφτη. Η εικόνα σου γίνεται φτιαχτή, ρυθμισμένη στα δικά του γούστα. Δεν φοράς το κόκκινο κραγιόν που σου άρεσε. Δεν λες τη γνώμη σου όταν διαφωνείς. Δεν γελάς με την καρδιά σου, μη σε πει υπερβολική. Κάπου εκεί, παύεις να είσαι εσύ. Και αρχίζεις να ζεις τη σχέση σαν να παίζεις έναν ρόλο. Το ρόλο της τέλειας, υπομονετικής, σιωπηλής συντρόφου που «δεν γκρινιάζει», που «τα αντέχει όλα» — μα που μέσα της διαλύεται.
Και κάπου εκεί, ίσως έρθει η στιγμή που ξυπνάς.
Ξυπνάς ένα πρωί και συνειδητοποιείς ότι δεν είσαι φτιαγμένη για να αρέσεις. Είσαι φτιαγμένη για να είσαι. Να υπάρχεις με την πληρότητα και την ελευθερία σου. Με τα φρύδια σου όπως εσύ τα θέλεις. Με τα μαλλιά σου όπως φυσικά είναι. Με τη φωνή σου, τις ανάγκες σου, την όρεξή σου για φαγητό και αγκαλιές και ζωή.
Και τότε ίσως να τον κοιτάξεις και να δεις επιτέλους καθαρά: όχι έναν σύντροφο, αλλά έναν καθρέφτη της ανασφάλειάς του. Έναν άνθρωπο που σε ήθελε μικρή για να νιώθει μεγάλος. Και τότε ίσως σηκωθείς απ’ το τραπέζι, αφήσεις κάτω το μαχαιροπίρουνο και φύγεις. Χωρίς τύψεις. Χωρίς εξηγήσεις. Με την αξιοπρέπειά σου αγκαλιά.
Γιατί η αγάπη δεν είναι διαγωνισμός προσαρμογής. Είναι χώρος. Είναι φροντίδα. Είναι κοινότητα. Και, κυρίως, είναι αμοιβαία. Όταν πάψει να είναι όλα αυτά, τότε δεν είναι αγάπη — είναι μάθημα. Ένα δύσκολο, επώδυνο μάθημα. Μα και ένα απαραίτητο.
Για να μάθεις, τελικά, να μην ξαναπαραδώσεις ποτέ τον εαυτό σου σε κάποιον που δεν ήθελε να τον γνωρίσει.