Σε μια Ελλάδα χωρίς δρόμους, φορτηγά ή σύγχρονες υποδομές, μια ιδιαίτερη τάξη ανθρώπων στήριξε για αιώνες το εμπόριο, τις μετακινήσεις και τη σύνδεση των απομονωμένων περιοχών με τον υπόλοιπο κόσμο. Ήταν οι κυρατζήδες — ή αλλιώς αγωγιάτες — οι οποίοι με τα γερά και εκπαιδευμένα μουλάρια τους διακινούσαν ανθρώπους, προϊόντα και πολιτισμό.
Οι κυρατζήδες συντηρούσαν και φρόντιζαν κοπάδια από 3 έως 50 μουλάρια, τα «φορτηγά» της εποχής. Δεν μετέφεραν μόνο γεωργικά προϊόντα, όπως κρασί, λάδι, σιτάρι και πετρέλαιο, αλλά πολλές φορές μετέφεραν και ανθρώπους σε ανάγκη — αρρώστους ή ηλικιωμένους — από τα δυσπρόσιτα ορεινά χωριά προς τα αστικά κέντρα.
Το Αγώι και η Ζωή στους Δρόμους
Το φορτίο ονομαζόταν “αγώι”, μια λέξη που έφτασε να σημαίνει και την ίδια την πληρωμή. Από εκεί προήλθε και η γνωστή φράση: «τ’ αγώι κάνει τον αγωγιάτη», δηλαδή η δουλειά καθορίζει την αξία του ανθρώπου. Οι κυρατζήδες κάλυπταν έως και 40 χιλιόμετρα τη μέρα, διανύοντας δύσβατα μονοπάτια, με το καραβάνι τους να ταξιδεύει ρυθμικά, ακολουθώντας μια σχεδόν μουσική αρμονία.
Κατά τη διάρκεια της νύχτας, έβρισκαν καταφύγιο στα χάνια, πανδοχεία που παρείχαν στέγη και τροφή, τόσο στους ανθρώπους όσο και στα ζώα τους. Από την κοινωνική επαφή στα χάνια γεννήθηκε και η φράση «χατζής εσύ, κυρατζής εγώ, κάποτε θ’ ανταμώσουμε», υπαινιγμός για έναν μελλοντικό λογαριασμό μεταξύ ίσων.
Τα Καραβάνια του Εμπορίου και της Μετανάστευσης
Ιδιαίτερη σημασία είχε η συμβολή των κυρατζήδων κατά τον Μεσοπόλεμο και νωρίτερα, όταν αναλάμβαναν τη μετακίνηση ολόκληρων οικογενειών μεταναστών από την Ήπειρο και τη Δυτική Μακεδονία προς τη Ρουμανία (Βλαχιά). Ουσιαστικά, αυτοί οι άνθρωποι αποτέλεσαν τις πρώτες οργανωμένες μεταφορικές υπηρεσίες μεταξύ Ελλάδας και Βαλκανίων.
Εκτός από μεταφορά ανθρώπων, κουβαλούσαν ελληνικά προϊόντα προς την Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη: γουναρικά από την Καστοριά, δέρματα από τη Μακεδονία, υφάσματα από την Κοζάνη, κρασιά από τη Νάουσα και τη Σιάτιστα, μαχαίρια από τη Σαμαρίνα, καθώς και αρωματικά φυτά, καπνά και κρόκο Κοζάνης. Στην επιστροφή έφερναν είδη πολυτελείας όπως βελούδα, κρύσταλλα και βιομηχανικά προϊόντα της εποχής.
Ο Ρόβας – Ο Πιο Ονομαστός Κυρατζής
Ξεχωριστή προσωπικότητα στον χώρο υπήρξε ο Ρόβας από τα Γιάννενα, που στις αρχές του 19ου αιώνα διέθετε 100 μουλάρια και πραγματοποιούσε το ταξίδι Γιάννενα–Βουκουρέστι σε 25-30 ημέρες. Οι σταθμοί του περιελάμβαναν Μέτσοβο, Γρεβενά, Φλώρινα, Μοναστήρι και Κουμάνοβο. Ο Ρόβας δεν ήταν απλώς ένας επαγγελματίας· θεωρούνταν αξιόπιστος, δίκαιος και λειτουργούσε σαν ταχυδρόμος και διαμεσολαβητής ανάμεσα σε δύο κόσμους.
Οι Τελευταίοι Κυρατζήδες της Σύγχρονης Ελλάδας
Σήμερα, η εικόνα του κυρατζή έχει σχεδόν εκλείψει. Μόνο σε μεμονωμένες περιπτώσεις — όπως στη μεταφορά ξύλων σε απάτητα βουνά — βλέπουμε ακόμα καραβάνια από μουλάρια να κινούνται αργά στα δάση. Με σαμάρια, καπίστρια και πέταλα, θυμίζουν μια άλλη εποχή, έναν κόσμο σκληρό αλλά και γεμάτο νόημα, κόπο και τιμή.
Οι κυρατζήδες υπήρξαν οι ζωντανοί σύνδεσμοι ανάμεσα στα βουνά και τις πόλεις, στην παράδοση και την πρόοδο. Είναι καιρός να τους θυμηθούμε — όχι μόνο ως επαγγελματίες αλλά ως θεμέλιο μιας Ελλάδας που χτίστηκε με ιδρώτα και αξιοπρέπεια.